Ποιος έσφαξε τον νεαρό Αλμπέρτ; Πώς βρέθηκε αιμόφυρτος, με τα γεννητικά του όργανα κομμένα, στη μέση του χωραφιού;
Ένα ομοφοβικό έγκλημα με πολλαπλούς ενόχους θα αποκαλυφθεί σταδιακά μέσα από τους μονολόγους πέντε ηρώων που αγάπησαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, το έφηβο αγόρι.
Ο Αλμπέρτ κείται –νεκρός, αλλά όχι άψυχος– στο χώμα, αγνοώντας τι ακριβώς τού έχει συμβεί. Ανακαλεί τον σύντομο βίο του, θλίβεται για τους κάμπους που θ’ αρχίσουν να κιτρινίζουν εν τη απουσία του, ακούει το τρακτέρ που κινείται προς το μέρος του, ενώ, την ίδια στιγμή, ένας αναστατωμένος σκύλος γλείφει το υπογάστριό του.
Η μητέρα του, η Αντόνια, εύχεται να είχε παντρευτεί τον αλλοτινό εραστή της και νυν δήμαρχο του χωριού: ίσως έτσι, με έναν άλλο, λιγότερο τραυματισμένο πατέρα για το παιδί της να είχε γλιτώσει εκείνη από τη δυστυχία και ο Αλμπέρτ από τον άγριο θάνατο.
Η διευθύντρια του λυκείου, Τζούλια, περιγράφει λεπτομερώς τη σεξουαλική σχέση που διατηρούσε με το όμορφο αγόρι όσο αυτό βρισκόταν εν ζωή, επιδιώκοντας όχι μόνο να εκδικηθεί ερωτικά τον δύσοσμο σύζυγό της αλλά και να τον ερεθίσει.
Ενσαρκώνοντας αυτόν τον «πολυφωνικό» μονόλογο, ο Αργύρης Ξάφης παραδίδει μια ισορροπημένη, ευγενική ερμηνεία που δεν επιδιώκει να επιβληθεί στον θεατή μέσα από μεθόδους επιδεικτικές αλλά τον παρασύρει σιγά-σιγά σε έναν αφηγηματικό στρόβιλο.
Ο μυστηριώδης Ρικάρντ, ο γερο-σιχαμένος ξυλουργός που κακοποιούσε τον πατέρα του Αλμπέρτ όταν ο τελευταίος ήταν παιδί, ανακατεύει τις ακατάσχετες φαντασιώσεις του για τα σφριγηλά οπίσθια του δολοφονημένου με τον διεστραμμένο θρήνο του για «τα δικά μας παιδιά... το παιδί μου».
Η τρανς Ελισέου, η «σειρήνα» με τη ροζ περούκα και τα δεκαοκτάποντα τακούνια, εξυμνεί τη φιλία της με τον δολοφονημένο νέο –αντικείμενο πόθου ανδρών και γυναικών της περιοχής–, ενώ εκθέτει καθαρά το πλέγμα υποκρισίας και ομοφοβίας που πνίγει το χωριό, καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια των νέων και των queer ατόμων για μια ελεύθερη ζωή.
Μέσα από αυτή την πολυπρισματική θεατρική αφήγηση ο συγγραφέας του έργου Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος επιχειρεί να αναδείξει το πολυσύνθετο τοπίο καταπίεσης και εκφοβισμού που οδηγεί σε ακραία φαινόμενα βίας, τις διαδικασίες ευνουχισμού –κυριολεκτικού και μεταφορικού– που αποδεκατίζουν την επιθυμία, το σώμα ως πεδίο μάχης και αφανισμού, τον αιματηρό θρίαμβο της κανονικότητας που επιτυγχάνεται διαμελίζοντας κάθε λαχτάρα για επαφή, εμπειρία και ψηλάφιση του κόσμου.
Είναι πράγματι ευγενείς οι προθέσεις του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, τα αποτελέσματα, όμως, αμφιλεγόμενα. Θα έλεγα πως, σε μια εποχή όπου η κακοποίηση, η ομοφοβία και η τρανσφοβία βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής και κοινωνικής ατζέντας, το κείμενο του Μιρό έρχεται να επαναλάβει πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα, αδυνατώντας να προκαλέσει εκείνο το είδος της βαθιάς συναισθηματικής εμπλοκής που μετακινεί παγιωμένες αντιλήψεις, διευρύνοντας, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να το κάνει, την αντίληψη, τη σκέψη και την κατανόησή μας σχετικά με την άπειρη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, καθώς και τη σχέση της με τους, φανερούς και μη, μηχανισμούς της εξουσίας.
Το γραφικό χωριό που κρύβει σκουλήκια μίσους στα σπλάχνα του, οι υποκριτές θεοσεβούμενοι νοικοκυραίοι που επισκέπτονται κρυφά την απομακρυσμένη διασταύρωση με τις τρανς –ενώ το επόμενο πρωί σουλατσάρουν στην κεντρική πλατεία με τα εγγόνια τους–, το ομοφοβικό μίσος που κρύβει τον καταπιεσμένο ομοφυλοφιλικό πόθο, όλα τα κλισέ για τη στενομυαλιά, την ψυχική ισχνότητα, τον πανικό απέναντι στο διαφορετικό και στη μη δυαδικότητα του φύλου συγκεντρώνονται εδώ σαν να βγήκαν από κάποιο εγχειρίδιο πρόχειρης διάγνωσης της σύγχρονης κοινωνικής παθογένειας.
Οι τρανς που είναι ευαίσθητες «σειρήνες» με ροζ περούκες, ο τοπικός γερο-ανώμαλος που καμώνεται άγνοια, ενώ λιμπίζεται τις «βυζάρες» της Ελισέου, ο συμφεροντολόγος παπάς που νοιάζεται μόνο για τα παιδιά «καλών» οικογενειών, η λάγνα λυκειάρχισσα που παίρνεται ασύστολα με τον μαθητή της, ο μάτσο επιβήτορας που συχνάζει στα γκέι λημέρια και μετά σπάζει τη γυναίκα του στο ξύλο, η σύζυγος που ξέρει ότι ο άντρας της έχει «άρρωστη ψυχή», αλλά τον παντρεύεται πάραυτα «για να τον γιατρέψει», όλοι και όλες συγκεντρώνονται εδώ αναμασώντας τυποποιημένες φράσεις αφύπνισης κι εξόφθαλμου σχολιασμού («Στο χωριό δεν πρέπει να ξεχωρίζεις, αν δεν θέλεις να εκτεθείς στον κίνδυνο», «Κανέναν δεν ενδιαφέρει αν στο σχολείο τα άλλα παιδιά της τάξης σε απειλούν και καταλήγεις σε μια διασταύρωση», «Αν είσαι παντρεμένος και περάσεις από τη διασταύρωση είναι σημάδι ότι δεν είσαι ευχαριστημένος και μάλλον θα πάρεις στο αυτοκίνητό σου μια σειρήνα για να ξεθυμάνεις και στο τέλος θα την πλακώσεις στο ξύλο» κ.ο.κ.), οι οποίες, σε συνδυασμό με την πληθώρα των soft-porn φαντασιώσεων για φουσκωμένα φερμουάρ και ερεθισμένα ανδρικά μέλη που διατρέχουν το κείμενο, θα αποτελούσαν, ίσως, ιδεώδες υλικό για μια σαγηνευτική σαπουνόπερα αλλά όχι για ένα θεατρικό έργο αξιώσεων.
Η οδύνη που εκλύεται από όλη αυτήν τη βία δεν αναδύεται ποτέ πραγματικά από το «Πιο όμορφο σώμα που βρέθηκε ποτέ σε αυτό το μέρος»∙ μονάχα «σχήματα», γαργαλιστικές περιγραφές και πιασάρικες εξομολογήσεις-δόλωμα που ξεγελούν τους ανήσυχους θεατές, αθετώντας κάθε υπόσχεση για μια βουτιά στην άβυσσο του ασυνειδήτου.
Ενσαρκώνοντας αυτόν τον «πολυφωνικό» μονόλογο, ο Αργύρης Ξάφης παραδίδει μια ισορροπημένη, ευγενική ερμηνεία που δεν επιδιώκει να επιβληθεί στον θεατή μέσα από μεθόδους επιδεικτικές αλλά τον παρασύρει σιγά σιγά σε έναν αφηγηματικό στρόβιλο. Ήπιες μεταμορφώσεις, απλές, καίριες αλλαγές στην τονικότητα, την τοποθέτηση, τη διάθεση, συνθέτουν ετούτο το μωσαϊκό μορφών που ζωντανεύουν εδώ, μέσα στο σκοτάδι, σαν ένσαρκα φαντάσματα, τα οποία, απαλλαγμένα από τα πάθη των ανθρώπων, θυμούνται τώρα αχνά τους παλιούς τρόπους, τα γέλια και τις χειρονομίες τους.
Ετούτη η αφαιρετικής κατεύθυνσης επιλογή εκ μέρους της σκηνοθέτιδος και του ηθοποιού διαθέτει τη γοητεία της, ταυτόχρονα, όμως, διέπεται από μια μονοτονία, μια σταθερή ενεργειακή ροή που ουδέποτε «ξεφεύγει», ουδέποτε αιφνιδιάζει, ουδέποτε ταράζει τον θεατή. Ναι, σίγουρα η λιτότητα είναι μεγάλη αρετή αλλά και η ανατροπή, πώς να το κάνουμε, έχει κι αυτή τη χάρη της.