ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΡΙΒΙΕΡΑ, όπου πλούσιοι ηλικιωμένοι περνάνε αρκετό χρόνο, δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές που πλησιάζουν. Ένας από αυτούς δηλώνει στο Politico πως νοιάζεται μόνο για τις γυναίκες, το ψάρεμα και το «boules», το παιχνίδι με τις βαριές μπάλες που πετιούνται στο έδαφος. Ο ηλικιωμένος Γάλλος κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα μαζί με δυο κυρίες που κρατάνε τα σκυλάκια τους και όταν ο δημοσιογράφος επιμένει να τον ρωτάει για τις πολιτικές του ανησυχίες απλώς απαντάει πως η Λεπέν του φαίνεται πολύ κεντρώα. Αναζητεί έναν «μεγαλύτερο πατριώτη». Ο συνταξιούχος μισεί τους ξένους και ιδιαίτερα τους Άραβες.
Σε μια περιοχή του τουριστικού Αλγκάρβε στην Πορτογαλία, ο Μάτος, σκληρά εργαζόμενος, παραπονιέται για όλα όσα τον αφορούν, και όταν δημοσιογράφος του ίδιου μέσου τον ρωτάει για τη ζωή του, διαμαρτύρεται για τα υψηλά ενοίκια, για τα βασικά είδη διατροφής των οποίων οι τιμές έχουν διπλασιαστεί, για τον χαμηλό μισθό που παίρνει και δεν επαρκεί για πολλά.
Έχει κι αυτός ενστάσεις για τους πολλούς μετανάστες στη χώρα του. Στην πόλη των 60.000 κατοίκων, που ήταν το προπύργιο της αριστεράς από το 1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές τα πράγματα άλλαξαν. Μαζί με χιλιάδες άλλους στράφηκε στο ακροδεξιό κόμμα Chega που έκανε δυναμική εμφάνιση για πρώτη φορά μετά την πτώση της δικτατορίας στη χώρα.
Οι Βελόπουλοι, οι Σπαρτιάτες και οι οπαδοί της Νίκης εκφράζουν τις ακροδεξιές απόψεις τους μέσα και έξω από τη Βουλή και αυτές έχουν ενταχθεί στον δημόσιο διάλογο, πλάι σε όλες τις υπόλοιπες δημοκρατικές απόψεις.
Η κοινωνική και ταξική διαφορά μεταξύ του πλούσιου Γάλλου και του Πορτογάλου εργαζόμενου είναι μεγάλη, χαοτική. Όμως αυτό στην εποχή μας μοιάζει να μη σημαίνει πολλά. Και οι δύο αναζητούν απαντήσεις για όσα τους απασχολούν στην ακροδεξιά και στις πολλές και διαφορετικές μορφές με τις οποίες αυτή εκφράζεται στις χώρες της Ευρώπης. Το εντελώς παράδοξο δεν προκαλεί εντύπωση, ότι οι διαφορετικές αφετηρίες και τα διαφορετικά συμφέροντα δυο εκπροσώπων τόσο διαφορετικών κόσμων συναντιούνται στις εκλογικές αναμετρήσεις έχοντας κοινό υπόστρωμα το αναιτιολόγητο μίσος για τους ξένους που ξεκίνησε ως κοινή ανησυχία γι’ αυτούς, αλλά γρήγορα επεκτάθηκε σε άλλα θέματα.
Το παράδοξο συμβαίνει και στη δική μας χώρα, όπου σχεδόν αμέριμνοι παρατηρούμε να παγιώνεται η ακροδεξιά έκφραση και με έναν τρόπο να κανονικοποιείται. Ο κατακερματισμός της ψήφου σε πολλά διαφορετικά ακροδεξιά μορφώματα μπορεί να δείχνει αδυναμία για ενιαία έκφραση, αλλά, όπως παρατήρησε η καθηγήτρια Βασιλική Γεωργιάδου πριν από λίγο καιρό σε μια συνέντευξή της στη LiFO, από το 2019 έως τις τελευταίες εκλογές το συνολικό ποσοστό της ακροδεξιάς είναι αυξημένο κατά 2,5%.
Οι Βελόπουλοι, οι Σπαρτιάτες και οι οπαδοί της Νίκης εκφράζουν τις ακροδεξιές απόψεις τους μέσα και έξω από τη Βουλή και αυτές έχουν ενταχθεί στον δημόσιο διάλογο, πλάι σε όλες τις υπόλοιπες δημοκρατικές απόψεις. Οι επιεικώς αναχρονιστικές και δήθεν αντισυστημικές θέσεις που νομίζαμε ότι παρέμεναν για πάντα στα περίφημα χρονοντούλαπα της Ιστορίας εμφανίστηκαν πάλι και γίνονται αντικείμενο συζήτησης, ενώ δεδομένες κατακτήσεις δεν μοιάζουν πια καθόλου δεδομένες. Το 2024 μιλάμε για τις εκτρώσεις και τα προαναφερθέντα μορφώματα διεκδικούν την εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων.
Οι δημοσκοπήσεις σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνουν αύξηση της ακροδεξιάς, η οποία θα στείλει πολλούς εκπροσώπους της στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η «Guardian», βασιζόμενη στις μετρήσεις αυτές, εκτιμά ότι ακροδεξιά και σκληροπυρηνικά συντηρητικά κόμματα έχουν πολλές πιθανότητες να τερματίσουν πρώτα σε εννέα κράτη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, και να αναδειχθούν δεύτερη ή τρίτη δύναμη σε άλλα εννέα κράτη όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία. Οι εκτιμήσεις είναι πως αυτές οι εκφράσεις μπορούν να κερδίσουν το ¼ από τις συνολικά 720 θέσεις των ευρωβουλευτών.
Ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά και αυτές οι αλλαγές ξεπερνούν τα σύνορα της Ευρώπης. Βαθιά συντηρητικές και λαϊκιστικές δυνάμεις διεκδίκησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να εμφανιστούν ως εκφραστές λαϊκών συμφερόντων, οι ισορροπίες ανατράπηκαν, πλούσιοι και ισχυροί εμφανίζονται ως προστάτες των φτωχών. Όλα αυτά σίγουρα δεν συνέβησαν επειδή δικαιώθηκε ο Φραντς Φουκουγιάμα που το μακρινό 1992 έγραψε για το τέλος των ιδεολογιών.
Πιο πειστική απάντησε έδωσε ένας σύγχρονος Γάλλος διανοητής, ο Ντιντιέ Εριμπόν. Όταν τα αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα πήραν την εξουσία, μεταλλάχθηκαν, και με έναν ύποπτο ενθουσιασμό βάλθηκαν να διαγράψουν κάθε αριστερό από την αριστερά. Οι πολίτες, σε σύγχυση, ελκύονται πια από τον λαϊκιστικό ακροδεξιό λόγο που υπόσχεται ανέξοδα, ενώ το αντίπαλο δέος δεν πείθει. Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου θα είναι καθοριστικές…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.