ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015. O Βαγγέλης Γιακουμάκης, φοιτητής της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, φεύγει το μεσημέρι από το δωμάτιό του στη φοιτητική εστία, αφήνοντας πίσω του δυο σημαντικά προσωπικά αντικείμενα: πορτοφόλι και κινητό. Από εκείνη την ημέρα και για περίπου έναν μήνα τα ίχνη του χάνονται. Οι έρευνες της Ελληνικής Αστυνομίας επικεντρώθηκαν στη σχολή. Όλα έδειχναν ότι η λύση του μυστηρίου κρυβόταν εκεί. Στις 7:40 το πρωί της Κυριακής 15 Μαρτίου ένα ζευγάρι εντόπισε ένα πτώμα σε προχωρημένη σήψη στην περιοχή Ανατολή, μόλις 500 μέτρα από τη λίμνη Παμβώτιδα και 800 μέτρα από τη Γαλακτοκομική Σχολή. Λίγα λεπτά αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι το άψυχο σώμα ήταν του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Με ενόχλησε αφάνταστα το μένος αυτών των ανθρώπων απέναντι στην ευγένεια, στο χαμηλών τόνων προφίλ, στην καθαρότητα, στο όμορφο, στη μη ψευτο-μαγκιά, στο ξένο, δηλαδή σε ό,τι ήταν ο Βαγγέλης για την αγέλη των ατόμων αυτών.
Το φριχτό αυτό γεγονός που σόκαρε το πανελλήνιο αποτελεί το υλικό της παράστασης «801,5» που ανεβαίνει τις επόμενες μέρες στο θέατρο Τζένη Καρέζη, φέρνοντας στην επιφάνεια το ακανθώδες θέμα της βίας και του bullying. «Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να σκεφτόταν, τι να ήθελε να πει, μόνο εικασίες είμαστε σε θέση να κάνουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως βρέθηκε 800 μέτρα μακριά από τη σχολή του, ενώ διήνυσε ενάμισι μέτρο ακόμα πριν χαθεί για πάντα. Το θέατρο προσφέρει αυτόν τον μαγικό χώρο, τα 801,5 μ., όπου μας επιτρέπονται οι υποθέσεις», λέει στη LiFO ο Χάρης Πεχλιβανίδης, σκηνοθέτης της παράστασης και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Και προσθέτει: «Σε μια κοινωνία που επιμελώς καλύπτει τις παθογένειές της, όπου η άκρατη βία ανάμεσα στα νέα παιδιά είναι καθημερινό φαινόμενο, το θέατρο ντοκουμέντο έρχεται να υπενθυμίσει για ακόμα μία φορά τα οικεία κακά. Η υπόθεση του Βαγγέλη δίνει την αφορμή να ακούσουμε αυτούς και αυτές που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μιλήσουν. Η παράσταση, μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, ανέβηκε το 2023 στα Ιωάννινα, ενώ στην Αθήνα ήρθε σε συνεργασία με το Τζένη Καρέζη και το ΔΗΠΕΘΕ. Το κείμενο της παράστασης αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, ενώ βασίζεται και σε αληθινά ντοκουμέντα».
Τον ρωτώ τι ήταν αυτό που τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη; «Θα ξεκινήσω από την αφορμή για να καταλήξω στην αιτία των πραγμάτων. Αφορμή στάθηκε ο προγραμματισμός του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων που έκανα ως καλλιτεχνικός διευθυντής για την περίοδο 2023-24. Στόχος ήταν η παράσταση της Κεντρικής Σκηνής να έχει άμεση σχέση με την πόλη. Άλλωστε αυτός ήταν και ένας από τους πυλώνες του σκεπτικού μου εν γένει για το ΔΗΠΕΘΕ. Το θέατρο, δηλαδή, ως θεσμός της δημοκρατίας οφείλει να αφορά την πόλη. Επίσης, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι καλλιτεχνικά και ακαδημαϊκά με το είδος του θεάτρου-ντοκουμέντο και ήθελα να έρθει σε επαφή το κοινό των Ιωαννίνων με μια διαφορετική θεατρική προσέγγιση και με μια πιο σύγχρονη δραματουργία. Η κινητήριος δύναμη που με ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση όμως ήταν το χρέος που ένιωθα ως καλλιτέχνης αλλά και ως πολιτικά σκεπτόμενο ον απέναντι στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, η ανάγκη μου να μιλήσω μέσω του θεάτρου γι' αυτούς που καθρεφτίζονται στο πρόσωπο του Βαγγέλη, για τους συνανθρώπους μας που δεν τους δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να μιλήσουν για την καταπίεση, τη βία, τη χυδαιότητα που έχουν αντικρίσει και βιώσει. Η έλλειψη όμως αυτής της δυνατότητας δεν οφείλεται μόνο σε μια αδυναμία αυτών των ατόμων αλλά και στην απουσία εκείνου που θα τους ακούσει. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία όπου ακούγεται μόνο αυτός που κραυγάζει και έχει το απαιτούμενο βήμα. Δεν ακούμε ούτε τα θύματα του ακραίου bullying, ούτε τις γυναίκες που τις σκοτώνουν, ούτε τα παιδιά, ούτε τον κοινωνικά αποκλεισμένο. Περιμένουμε άπραγοι έως ότου κάποιος από αυτούς να γίνει, δυστυχώς, γνωστός. Τότε, η πιο άμεση αντίδρασή μας είναι ένα δακρύβρεχτο ποστάρισμα. Γι’ αυτό κάναμε αυτή την παράσταση, μήπως και εφεύρουμε άλλους τρόπους αντίδρασης», απαντά.
Στη συνέχεια τον ρωτώ ποιες ήταν οι δυσκολίες που συνάντησε και τι περιλάμβανε η έρευνα που έκανε. «Αυτό που είχα συνεχώς στο μυαλό μου ήταν ο σεβασμός για τον Βαγγέλη. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να καπηλευτούμε την ιστορία του στο όνομα της τέχνης αλλά ούτε και να κάνουμε κάτι που θα μας αποπροσανατόλιζε από τον τελικό μας στόχο. Θεωρώ πως καταφέραμε να φέρουμε εις πέρας και τα δύο ζητούμενα. Η έρευνα ξεκίνησε αρκετά πριν από την πρώτη πρόβα. Η βασική δουλειά έγινε μέσω του διαδικτύου. Αναζήτησα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, άκουσα podcasts, διάβασα συνεντεύξεις και μαρτυρίες ανθρώπων. Έγινε μια εκτενής έρευνα σε ομάδες των social media που είχαν δημιουργηθεί κατά την περίοδο των ερευνών. Σημαντική πηγή πληροφορίων ήταν η εκπομπή της δημοσιογράφου Αγγελικής Νικολούλη «Φως στο τούνελ», ενώ το δικό σας αφιέρωμα στη LiFO έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη δημιουργία μίας εκ των σκηνών του έργου μας, και θέλω να σας ευχαριστήσω γι’ αυτό».
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με αυτό που ονομάζουμε θέατρο-ντοκουμέντο. Πώς αντιλαμβάνεται την τέχνη; «Όπως γνωρίζετε, το ερώτημα αυτό ταλαιπωρεί εδώ και αιώνες τους τομείς της φιλοσοφίας, της αισθητικής και εννοείται και της τέχνης. Η δική μου οπτική είναι επηρεασμένη από έναν Έλληνα φιλόσοφο του 20ού αιώνα, τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Σε ένα από τα βιβλία του που αναφέρεται στην τέχνη ("Παράθυρο στο χάος") γράφει πως η τέχνη είναι εκείνη η διαμορφωτική δύναμη (vis formandi) που μπορεί να μορφοποιήσει το χάος, την άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, τέχνη για μένα είναι εκείνη η δραστηριότητα του ανθρώπου που στοχεύει στη δημιουργία νέων οπτικών του υπάρχοντος. Και αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται μόνο μέσω της ρήξης με το ήδη γνωστό, με την αντίδραση και την αντίσταση στην ως τώρα πραγματικότητα. Αυτό καθιστά για μένα πολιτική την τέχνη και αυτό θεωρώ πως φιλοδοξεί να κάνει και το θέατρο-ντοκουμέντο», αναφέρει.
Έχουν περάσει εννέα χρόνια από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Τι είναι αυτό που τον έχει ενοχλήσει περισσότερο σε όλη αυτή την ιστορία; «Θα δανειστώ μια φράση του πατέρα του Βαγγέλη, του Ανδρέα Γιακουμάκη, που μου είπε σε μια τηλεφωνική μας συνομιλία. Σ’ αυτή την ιστορία συναντά κανείς όλη τη βιαιότητα του κόσμου αλλά και όλη την ανθρωπιά. Με ενόχλησε αφάνταστα το μένος αυτών των ανθρώπων απέναντι στην ευγένεια, στο χαμηλών τόνων προφίλ, στην καθαρότητα, στο όμορφο, στη μη ψευτο-μαγκιά, στο ξένο, δηλαδή σε ό,τι ήταν ο Βαγγέλης για την αγέλη των ατόμων αυτών. Από την άλλη, όλο αυτό ισορροπεί κατά έναν περίεργο τρόπο με την αλληλεγγύη του κόσμου που από την πρώτη στιγμή βοήθησε στις έρευνες, και με το ήθος και τη στάση που κράτησε η οικογένεια του Βαγγέλη. Αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση», υποστηρίζει.
Στο κλείσιμο της συζήτησής μας δεν παραλείπει να αναφερθεί στη γενικότερη στάση της κοινωνίας μας, σημειώνοντας: «Πολλές φορές η ίδια η κοινωνία είναι το πρόβλημα. Όσο θεωρούμε τον αναστοχασμό, την κριτική σκέψη και τη μελέτη αχρείαστα και ατελέσφορα εργαλεία τόσο θα καταφεύγουμε στην αγαπημένη συνήθεια της ιδιώτευσης. Έτσι δημιουργούμε σπίτια-φρούρια στην προσπάθειά μας να προστατευτούμε από αυτό που είναι διαφορετικό, άρα επικίνδυνο. Σπίτι δεν είναι μόνο η οικία μας αλλά και ο ίδιος μας ο εαυτός. Δεν μας αφορούν τα κοινά γιατί τα έχουμε αναθέσει κάπου αλλού. Μετατρέψαμε την άβολη γνώση, αυτή που θα μας ξεβολέψει, σε θόρυβο και τον κάναμε να σωπάσει γιατί μας είναι ενοχλητικός. Μετά τον Βαγγέλη τα πράγματα δεν συνέχισαν με τον καλύτερο τρόπο. Μόλις σήμερα γίναμε πάλι θεατές άγριου ξυλοδαρμού ανάμεσα σε μαθήτριες στην Καλαμάτα. Η βία έχει εισχωρήσει για τα καλά στα σχολεία. Σε μια εύρυθμη κοινωνία λογικά κατοικεί η γνώση. Αλλά στη δική μας κοινωνία όλα αυτά εξαντλούνται σε ένα σκρολάρισμα. Έτσι δημιουργήσαμε μια απαθή, ιδιωτική, ανέραστη κοινωνία. Σε μια τέτοια περίοδο η τέχνη, το θέατρο και ο έρωτας είναι πιο απαραίτητα από ποτέ».