«ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ, ας μη μας έκανες. Δεν σου φταίω». Αυτό μου είπε η 7χρονη κόρη μου σε έναν εφηβικό τσακωμό που χτύπησε το σπίτι μου με μεγαλύτερη φόρα και πολύ πιο πρόωρα απ’ ό,τι περίμενα. Η απάντησή της ήρθε σε ένα δικό μου «σταμάτα να φωνάζεις, δεν μπορώ να σε ακούω» και η όλη φάση τελείωσε με το εντελώς αντιπαιδαγωγικό –που θα έκανε μοντεσοριανούς φαν και συστημικούς ψυχολόγους να ζητήσουν την αυτόφωρη δίωξή μου– «έτσι γούσταρα και σας έκανα, δεν θα σου δώσω λογαριασμό». Μετά ακολούθησαν ήχοι από πόρτες που έκλεισαν με θόρυβο κι εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι από πού ήρθε αυτό και πώς μπορεί κάποια παιδιά –ή μήπως όλα πλέον;– να γεννιούνται σε προχωρημένη εφηβεία.
Τι δεν κάνεις καλά; Κατά βάθος η δική μας γενιά γνωρίζει ότι την απάντηση θα τη δώσει στο μέλλον ο θεραπευτής των παιδιών μας, που θα αναλάβει να επουλώσει τα τραύματα που αφήσαμε εν αγνοία μας και ελλείψει εναλλακτικών.
Η αλήθεια είναι ότι η μοναδική σημαντική επιλογή που δεν κάνεις εσύ ο ίδιος είναι η ίδια η ζωή. Σου δίνεται από κάποιους άλλους, χωρίς καμιά προηγούμενη ερώτηση για το αν θέλεις να έρθεις σε αυτόν τον κόσμο με όσα αυτό συνεπάγεται. Τα παιδιά τα γεννάμε επειδή –τουλάχιστον αυτό εύχομαι– έτσι θέλουμε και δεν μπορείς να τους ζητήσεις τον λόγο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μπορείς να ξέρεις τι έρχεται. Άλλη μια αλήθεια είναι ότι και να ξέρεις τι έρχεται, έχεις εκείνο το σύνδρομο του ήρωα αρχαίας τραγωδίας που νομίζει ότι θα αλλάξει τη μοίρα του και θα καταφέρει να μεγαλώσει ήρεμα τα φανταστικά παιδιά του, που ίσως και να είναι πράγματι το όγδοο θαύμα του κόσμου. Θα τα δει να γίνονται έφηβοι που λατρεύουν τους κουλ γονείς τους και όλα θα εξελιχθούν όπως στις ταινίες που τρώνε πρωινό πεντάστερου ξενοδοχείου όλοι μαζί πριν ξεκινήσουν για σχολεία και δουλειές. Έπειτα έρχεται η πραγματικότητα του επαρκούς γονέα, που είναι το μόνο που μπορείς να επιδιώξεις –πάει το κουλ, το άνετο και η σχέση τύπου «πώς πήγες στο σχολείο, bro;»–, για να σε κάνει να καταλάβεις ότι το εφιαλτικό μάντρα «όταν κάνεις παιδιά, θα καταλάβεις» είχε και μια μικρή κατάρα που πέφτει σαν κεραυνός πάνω από το κεφάλι σου.
Έκανες παιδιά και κατάλαβες. Ειδικά όταν είσαι σε μια κατάσταση όπου και οι γονείς σου, λόγω ηλικίας, έχουν πλέον γίνει παιδιά, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει κάτι να τους προσάψεις. Τόσα ήξεραν, τόσα έκαναν. Το ίδιο με εμάς δηλαδή, που ξέρουμε πολλά περισσότερα, αφού οι συμβουλές για το «εκπληκτικό γονεϊκό ταξίδι» ξεκινούν από την ώρα της σύλληψης, αλλά και πάλι οι τόμοι με τις θεωρητικές προσεγγίσεις, οι συνεδρίες με τους παιδοψυχολόγους και οι δεκάδες δραστηριότητες έκφρασης και αυτοπραγμάτωσης στις οποίες σύρθηκες μαζί με τα παιδιά πριν ακόμα εκείνα πουν «μαμά» δεν είναι αρκετά για να διαχειριστείς την κρίση την ώρα που έρχεται ή να δώσεις τη σωστή απάντηση σε ερωτήσεις τύπου: «Όταν πεθαίνουμε, πού πάμε;», «Ο Θεός μένει μαζί με τον Χριστό;», «Τα παιδιά κάνουν σεξ;», «Ο Τάσος γιατί γελάει όταν ακούει τον αριθμό 69;».
Θυμάμαι ότι η δική μου μαμά φορούσε κάτι δερμάτινες παντόφλες από εκείνες τις ανατομικές με την ψηλή σόλα και με ένα καθόλου αδιάφορο βάρος. Αυτές εκσφενδονίζονταν σε κάθε σκανταλιά ή αυθάδεια και μάλιστα ως οριζόντιο μέτρο πρόληψης και καταστολής, χωρίς διακρίσεις ή προηγούμενη αξιολόγηση της σοβαρότητας. Φυσικά αυτές οι πρακτικές καταδικάστηκαν ολοσχερώς κι εμείς μείναμε με τις συμβουλές περί διαλόγου και κατανόησης, που σε φέρνουν πάντα στο ίδιο ερώτημα. Τι δεν κάνεις καλά; Κατά βάθος η δική μας γενιά γνωρίζει ότι την απάντηση θα τη δώσει στο μέλλον ο θεραπευτής των παιδιών μας, που θα αναλάβει να επουλώσει τα τραύματα που αφήσαμε εν αγνοία μας και ελλείψει εναλλακτικών. Ειδικά όταν η εναλλακτική είναι ένα ζευγάρι παντόφλες με τις οποίες φλερτάρω κάθε τόσο, επιθυμώντας διακαώς να ανακαλύψω την πτητική ικανότητά τους. Αντ’ αυτού, θα συνεχίσω να απαντώ όπως μπορώ, γελώντας πάνω από τη φωτιά των συγγραμμάτων περί γονεϊκής τελειότητας.