Με δυο μεγάλες εκθέσεις στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και στην Pace Gallery στη Νέα Υόρκη τιμάται η μνήμη του Ρόμπερτ Φρανκ, φωτογράφου και σκηνοθέτη που άνοιξε νέους δρόμους με τις ειλικρινείς, συγκλονιστικές εικόνες του από την αμερικανική ζωή στα μέσα του 20ού αιώνα. Εκατό χρόνια από τη γέννηση μιας από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες στην ιστορία του μέσου, μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο διοργανώνουν εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο του, γιορτάζοντας τη ριζοσπαστική προσέγγισή του στη δημιουργία εικόνας, που άλλαξε για πάντα την πορεία της φωτογραφίας και του κινηματογράφου.
Στην έκθεση στο ΜοΜΑ, την πρώτη ατομική έκθεση του έργου του Φρανκ στο μουσείο, θα συγκεντρωθούν περίπου 200 έργα του καλλιτέχνη που καλύπτουν εύρος έξι δεκαετιών, μέχρι τον θάνατό του το 2019. Η έκθεση «Life Dances On: Robert Frank in Dialogue» πήρε το όνομά της από μια ταινία που σκηνοθέτησε ο καλλιτέχνης το 1980 και θα επικεντρωθεί στο πειραματικό ήθος της δουλειάς του Φρανκ, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους αλληλεπιδρούσε με τους σύγχρονούς του και τις κοινότητές τους ως μέρος της πρακτικής του. Η έκθεση στην Pace Gallery θα εξετάσει τη διαδικασία που ακολουθούσε ο Φρανκ δουλεύοντας με διάφορα μέσα, παρουσιάζοντας μια επιλογή από φωτογραφίες, κολάζ, σκίτσα και μακέτες.
Ο Ρόμπερτ Φρανκ άθελά του ήταν ο «πατέρας» αυτού που έγινε γνωστό στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως «η αισθητική του στιγμιότυπου», ένα προσωπικό παράξενο στυλ που προσπαθούσε να αποτυπώσει την εμφάνιση και την αίσθηση του αυθορμητισμού σε μια αυθεντική στιγμή. Οι φωτογραφίες του είχαν βαθιά επιρροή στον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι άρχισαν να προσεγγίζουν όχι μόνο τα θέματά τους αλλά και το κάδρο τους.
Πριν από λίγες ημέρες στους ΝΥΤ ένα πάνελ αξιοσέβαστων ειδικών κλήθηκε να επιλέξει μέσα από χιλιάδες εικόνες 25 φωτογραφίες που καθόρισαν τη σύγχρονη εποχή. Ανάμεσά τους επελέγη και η εμβληματική φωτογραφία του Ρόμπερτ Φρανκ «Trolley - New Orleans» του 1955. Στη φωτογραφία ο οδηγός είναι λευκός, το ίδιο και οι ενήλικοι και ανήλικοι επιβάτες στις πρώτες σειρές, ενώ στις πίσω θέσεις κάθονται μαύροι. Με αυτήν τη σχεδόν γαλήνια εικόνα ο Φρανκ καταγράφει την Αμερική των φυλετικών διαχωρισμών. Η φωτογραφία αυτή ήταν το αρχικό εξώφυλλο του πρωτοποριακού, εντυπωσιακού φωτογραφικού του άλμπουμ «The Americans» («Οι Αμερικανοί»), ένα αριστούργημα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αντλήθηκαν από τα ταξίδια του στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και δημοσιεύθηκαν το 1959.
Η φωτογραφία, την εποχή της δημοσίευσής της, θεωρήθηκε από αρκετούς κριτικούς ως ένα απαισιόδοξο, θυμωμένο πορτρέτο της χώρας. (Το περιοδικό «Popular Photography» την ονόμασε «στρεβλή» απεικόνιση «από έναν αδιάφορο άνθρωπο».) Πολλοί θεατές και καλλιτέχνες, ωστόσο, βρήκαν έμπνευση στο άμεσο, αντιρομαντικό ύφος στο οποίο πρωτοστάτησε ο Φρανκ, βλέποντας τις αντιφάσεις της Αμερικής μέσα από την απόσταση που του έδινε η ευρωπαϊκή καταγωγή του. Αυτή η εικόνα, που τραβήχτηκε μήνες πριν από τα μποϊκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερι και ανέδειξε τους διαχωρισμούς που ίσχυαν σε εθνική συζήτηση, έδειξε στην Αμερική τον εαυτό της σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.
Αν αξίζει, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, να συζητάμε τη συμβολή του στην τέχνη της φωτογραφίας του 20ού αιώνα, είναι γιατί ο Ρόμπερτ Φρανκ αμφισβήτησε την κυρίαρχη φόρμουλα της εποχής του για το φωτορεπορτάζ, το οποίο όριζαν οι ευκρινείς, καλά φωτισμένες, κλασικής σύνθεσης εικόνες, είτε από το μέτωπο της μάχης, είτε από την καρδιά του αμερικανικού σπιτιού, είτε από αστέρες του κινηματογράφου στον ελεύθερο χρόνο τους. Οι «Αμερικανοί» του Φρανκ αμφισβήτησαν ό,τι όριζε το ρεπορτάζ μέχρι τότε, παρουσιάζοντας πρόσωπα και γεγονότα με λήψεις κινηματογραφικές, άμεσες, παράξενες, που θα του εξασφάλιζαν μια θέση στο πάνθεο της τέχνης της φωτογραφίας, ενώ το «Τhe New Yorker» τον αποκάλεσε «Μανέ της νέας φωτογραφίας».
Οι «Αμερικανοί» μπορούν να θεωρηθούν ως προοίμιο για το επόμενο καλλιτεχνικό του έργο, στο οποίο εξερεύνησε μια ποικιλία μέσων, πολλαπλά καρέ, μεγάλες εκτυπώσεις Polaroid, βίντεο, πειραματισμούς με λέξεις και εικόνες, σκηνοθεσία.
Ο ίδιος ο Φρανκ αναγνώρισε ότι έβρισκε τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες ανάμεσα στους λιγότερο προνομιούχους. «Η μητέρα μου με ρώτησε: “Γιατί φωτογραφίζεις πάντα φτωχούς ανθρώπους;”», είχε πει στους «Times». «Δεν ήταν αλήθεια, αλλά πάντα συμπαθούσα τους ανθρώπους που αγωνίζονται και ήμουν πάντα δύσπιστος απέναντι σε αυτούς που έφτιαχναν τους κανόνες». Ο Φρανκ φωτογράφισε ηλικιωμένους, θυμωμένους λευκούς άνδρες, θυμωμένους νεαρούς μαύρους, σοβαρές, γεμάτες αποδοκιμασία κυρίες του Νότου, Ινδούς στα σαλόνια τους, μοναχικούς ανθρώπους στα σοκάκια της Νέας Υόρκης, την πικρία, τη διασπορά, τη δυσαρέσκεια.
Το οπτικά ακατέργαστο και προσωπικό στυλ του ήταν καθοριστικό για την αλλαγή της πορείας της φωτογραφίας ντοκιμαντέρ. Γεννημένος στην Ελβετία, ασφαλής στην ουδέτερη χώρα του από τη ναζιστική απειλή που σκίαζε την Ευρώπη, ο Φρανκ σπούδασε και μαθήτευσε με γραφίστες και φωτογράφους στη Ζυρίχη, τη Βασιλεία και τη Γενεύη, και μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 23 ετών ως «καλλιτεχνικός πρόσφυγας», έχοντας κερδίσει μια υποτροφία Guggenheim, χάρη στην οποία μπόρεσε να διασχίσει οδικώς τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1955 και το 1956.
Στη θέση του αποστασιοποιημένου φορμαλισμού του Walker Evans και του ποιητικού λυρισμού του Henri Cartier-Bresson και του Andre Kertesz, έφερε μια κυκλοθυμική, δροσερή ένταση, που σφράγισε τις φωτογραφίες του με ένα εύκολα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό. Χρησιμοποιώντας μια Leica 35 χιλιοστών, συνέθεσε εικόνες τόσο κομψά καδραρισμένες σαν να είχε στήσει τρίποδο ή τόσο θολές και εκτός κέντρου όσο ένα ερασιτεχνικό στιγμιότυπο. Χρησιμοποίησε ό,τι μέσο χρειαζόταν για να εκφράσει ένα όραμα που ήταν πότε ευαίσθητο και πότε ενοχλητικό, τόσο αντιφατικό όσο ήταν και ο ίδιος.
Πριν από αυτόν, οι φωτογράφοι ντοκιμαντέρ δεν προσπαθούσαν απαραίτητα να είναι αντικειμενικοί − όπως η Dorothea Lange ή ο Russell Lee, που συχνά προωθούσαν μια πολιτική ατζέντα. Ο Φρανκ άρχισε να φωτογραφίζει καταγράφοντας παράλληλα την αντίδρασή του σε αυτό που έβλεπε. Αυτό το προσωπικό εκφραστικό στυλ φωτογραφίας ντοκιμαντέρ ήταν κάτι νέο, την ίδια εποχή που ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός ήταν στην ακμή του, με μια προσέγγιση που ήταν σύμφωνη με το ήθος της εποχής, με την προσωπική του δέσμευση στη συναισθηματική ειλικρίνεια να αναγνωρίζεται ως καλλιτεχνική αρετή. Αυτή ήταν η στάση του από την αρχή, από το 1946, όταν ζούσε ακόμα στη Ζυρίχη και έφτιαξε ένα χειροποίητο βιβλίο, το «40 Fotos», το οποίο περιλάμβανε δύο εικόνες από τον ζωολογικό κήπο με ζώα κλεισμένα σε κλουβιά να γρυλίζουν με ανήμπορη μανία.
Η Αμερική που ανακάλυψε ο Φρανκ ήταν απογοητευτική. Η φωτογραφία του «Fourth of July - Jay, New York» έγινε αιτία να επικριθεί ως αντιαμερικανός, καθώς δεν ακολουθούσε το αφήγημα της Αμερικής και δεν ανταποκρινόταν σε όσα ήθελαν να ακούσουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί για τον εαυτό τους και την κληρονομιά τους. Οι περισσότεροι κριτικοί περιφρόνησαν το βιβλίο του όταν κυκλοφόρησε. Οι εικόνες του θεωρήθηκαν πικρόχολες, μια στρεβλή εικόνα της λαμπερής πραγματικότητας και του τέλειου οράματος που είχε ανάγκη ο αμερικανικός μεταπολεμικός κόσμος. Ο ίδιος ο Φρανκ είχε αρχίσει να απεχθάνεται την αμερικανική τάση για συμμόρφωση, και το βιβλίο θεωρήθηκε ένα κατηγορητήριο εναντίον της αμερικανικής κοινωνίας. Ωστόσο, στον πυρήνα της κοινωνικής του κριτικής υπήρχε μια ρομαντική ιδέα για τη σημασία του αληθινού και του καλού στη χώρα που τον φιλοξενούσε.
«Οι Αμερικανοί» εκδόθηκαν αρχικά στη Γαλλία ως εικονογραφήσεις σε δοκίμια Γάλλων συγγραφέων. Στην αμερικανική έκδοση, έναν χρόνο αργότερα, οι εικόνες είχαν τη δυνατότητα να πουν τη δική τους ιστορία, χωρίς κείμενο. Ο Τζακ Κέρουακ, που είχε ήδη γράψει για τα δικά του ταξίδια το 1957 στο «On the Road», έγραψε την εισαγωγή.
«Αυτό το τρελό συναίσθημα στην Αμερική», έγραψε ο Κέρουακ, «όταν ο ήλιος είναι καυτός και η μουσική ακούγεται από το τζουκ μποξ ή από μια κοντινή κηδεία, αυτό έχει αποτυπώσει ο Ρόμπερτ Φρανκ σε φωτογραφίες που τραβήχτηκαν καθώς ταξίδευε στον δρόμο σχεδόν σε σαράντα οκτώ πολιτείες με ένα παλιό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και με ευκινησία, μυστήριο, ιδιοφυΐα, θλίψη και περίεργη μυστικότητα φωτογράφισε σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε φιλμ».
Είκοσι χρόνια αργότερα, το βιβλίο του Φρανκ θεωρήθηκε, μαζί με τη «Δημοκρατία στην Αμερική» του Αλέξις ντε Τοκβίλ και την «Αμερικανική σκηνή» του Χένρι Τζέιμς, ως μία από τις οριστικές δηλώσεις για το τι είναι αυτή η χώρα.
Ο Ρόμπερτ Φρανκ άθελά του ήταν ο «πατέρας» αυτού που έγινε γνωστό στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως «η αισθητική του στιγμιότυπου», ένα προσωπικό παράξενο στυλ που προσπαθούσε να αποτυπώσει την εμφάνιση και την αίσθηση του αυθορμητισμού σε μια αυθεντική στιγμή. Οι φωτογραφίες του είχαν βαθιά επιρροή στον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι άρχισαν να προσεγγίζουν όχι μόνο τα θέματά τους αλλά και το κάδρο τους.
Αν και θαυμαστής αρχικά του Henri Cartier-Bresson, οι φωτογραφίες του οποίου ήταν πρότυπο για πολλές γενιές φωτορεπόρτερ, αργότερα θα απέρριπτε το έργο του, που υπεραπλούστευε, όπως πίστευε, τον κόσμο, μιμούμενος, όπως το έθεσε, «εκείνες τις καταραμένες ιστορίες με αρχή και τέλος». Αντίθετα, θαύμαζε τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, πριν ο Χόπερ αναγνωριστεί ευρέως.
Ο Ρόμπερτ Φρανκ τράβηξε την προσοχή του θρυλικού καλλιτεχνικού διευθυντή του «Harper’s Bazaar» Alexey Brodovitch, και άρχισε να δουλεύει για το περιοδικό. Την επόμενη δεκαετία εργάστηκε για τα «Fortune», «Life», «Look», «McCall’s», «Vogue» και «Ladies Home Journal». Ταξίδευε και συγκέντρωνε τη δουλειά του σε σπιράλ βιβλία που έδινε μεταξύ άλλων και στον Edward Steichen, αργότερα διευθυντή φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ενώ τα επόμενα χρόνια κάπως απρόθυμα τραβούσε φωτογραφίες για εμπορική χρήση κυρίως για βιοποριστικούς λόγους, λίγο αργότερα η καλλιτεχνική του ενέργεια μετατοπίστηκε στον κινηματογράφο και, παρόλο που συνέχισε να εργάζεται στη φωτογραφία και το βίντεο, δεν θα έφτανε ποτέ ξανά στο ίδιο επίπεδο αναγνώρισης όπως με τους «Αμερικανούς».
Η πρώτη του ταινία, «Pull My Daisy» (1959), είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του avant-garde σινεμά. Δημιουργήθηκε στη σοφίτα του στούντιο του Alfred Leslie στο East Village, συν-σκηνοθετήθηκε από τον Leslie, με αφήγηση από τον Κέρουακ και τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, των Allen Ginsberg, Mary Frank, Gregory Corso, David Amram, Larry Rivers και του μικρού γιου του Φρανκ, Πάμπλο. Διασκευασμένη από τον Κέρουακ από το έργο του «The Beat Generation», η ταινία, διάρκειας 28 λεπτών, παρακολουθεί μια εύθυμη μποέμ παρέα και αποθεώθηκε ως έκφραση της φιλοσοφίας του αυτοσχεδιασμού και του αυθορμητισμού της γενιάς των beat.
Το 1960, ο Ρόμπερτ Φρανκ μαζί με τον Τζόνας Μέκας, τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και άλλους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές ίδρυσαν το New American Cinema Group, ενώ την ίδια χρονιά ο Φρανκ άρχισε να γυρίζει το «The Sin of Jesus». Έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 1965, με τίτλο «Me and My Brother», για τον Γιούλιους Ορλόφσκι, αδερφό του Πίτερ, εραστή του Γκίνσμπεργκ. Με αυτή την ταινία άρχισε να θολώνει τη γραμμή μεταξύ του ντοκιμαντέρ και των στημένων αφηγηματικών σκηνών. Το 1969 έκανε μια ταινία για τα παιδιά του, Αντρέα και Πάμπλο, με τίτλο «Conversations in Vermont».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, του ανατέθηκε μια φωτογράφιση για το εξώφυλλο του άλμπουμ των Rolling Stones «Exile on Main Street». Στη συνέχεια το συγκρότημα τού ζήτησε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την περιοδεία που θα έκανε το 1972. Η ταινία αποτύπωσε όχι μόνο τις ερμηνείες τους στη σκηνή αλλά και τη βία του πλήθους, τη χρήση ναρκωτικών, τις γυμνές γκρούπις. Το αποτέλεσμα δεν άρεσε καθόλου στους Stones, που με μια περιοριστική εντολή έβαλαν όρια στο πού και πόσο συχνά μπορούσε να προβληθεί η ταινία.
Την ίδια χρονιά, ο Φρανκ δημοσίευσε το «Lines of My Hand», ένα βιβλίο με φωτογραφίες που είχε κάνει πριν και μετά τους «Αμερικανούς». Αυτό το έργο έχει περιγραφεί ως μια «οπτική αυτοβιογραφία» και αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ένα σύνολο προσωπικών φωτογραφιών, στις οποίες δημιούργησε αφηγήσεις από κατασκευασμένες εικόνες και κολάζ, ενσωματώνοντας λέξεις και πολλαπλά πλαίσια εικόνων γρατζουνισμένων και παραμορφωμένων στα αρνητικά.
Το 1974 η κόρη του, Αντρέα, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα και ο γιος του, Πάμπλο, διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης δουλειάς του Φρανκ αντανακλούσε τον αντίκτυπο της απώλειας τόσο της κόρης του όσο και του γιου του, ο οποίος πέθανε το 1994.
Έχοντας μετακομίσει στη Νέα Σκωτία του Καναδά, σε μια καλύβα στην ακτή, απέκτησε τη φήμη του ερημίτη και αποσύρθηκε από τη δημοσιότητα. Επιλεκτικά φωτογράφισε τις εργασίες του Δημοκρατικού Εθνικού Συνεδρίου του 1984 και σκηνοθέτησε τα βίντεο κλιπ των New Order («Run») και της Patti Smith («Summer Cannibals»). Το 1994, η Εθνική Πινακοθήκη της Τέχνης στην Ουάσιγκτον παρουσίασε την πιο ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση του έργου του Φρανκ μέχρι σήμερα, με τίτλο «Moving Out».
Ο Ρόμπερτ Φρανκ πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, στο σπίτι του στη Νέα Σκωτία, σε ηλικία 84 ετών.
New Order - Run
Patti Smith & Robert Frank - Summer Cannibals