ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙ από νωρίς ο θεατής αυτού του ντοκιμαντέρ που προσφέρει μοναδική πρόσβαση στον ιδιωτικό κόσμο της Σελίν Ντιόν, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσω της διαρκούς μάχης που δίνει με το Stiff Person Syndrome ή SPS (Σύνδρομο Δυσκίνητου Ανθρώπου), είναι δύσκολο να μη λυγίσει φτάνοντας στην τελευταία σχεδόν και αβάσταχτα συνταρακτική σκηνή της ταινίας.
Οι κάμερες, που τη συντροφεύουν σε διάφορες καθημερινές δραστηριότητες της, δεν απομακρύνονται ακόμα κι όταν στο τέλος μιας δύσκολης μέρας και μετά από τις επίπονες ασκήσεις που οφείλει να κάνει, παθαίνει σοβαρή κρίση και διπλώνεται στα δύο, σφαδάζοντας από τον πόνο και την αγωνία.
Το πρόσωπο της –αμακιγιάριστο, φυσικό, οικείο– μετατρέπεται σε μάσκα τρόμου, ενώ συγχρόνως πέφτει σε σπασμούς και στη συνέχεια μοιάζει να έχει χάσει τις αισθήσεις της, παρότι τα μάτια της είναι ανοιχτά, αν και πνιγμένα στα δάκρυα και το αίμα. Το ατέλειωτο διάστημα που περνάει μέχρι να τη συνεφέρουν αποτελεί ένα από τα πιο σπαρακτικά κομμάτια βιογραφικού ντοκιμαντέρ που έχουμε δει ποτέ.
Πείτε ό,τι θέλετε –τα έχω πει κι εγώ– για το πόσο παραδειγματικά «ξενέρωτη» είναι ή υπήρξε η Σελίν Ντιόν, αλλά δυσκολεύομαι να σκεφτώ άλλη περίπτωση σταρ τέτοιου μεγέθους (πρόκειται για μια αδιαφιλονίκητη «Ντίβα», όποιες αισθητικές ενστάσεις κι αν έχει κανείς) που να επέτρεψε στον εαυτό της/του να παρουσιαστεί τόσο ευάλωτη και τόσο «γυμνή».
Έπρεπε να περάσουν πολλοί κύκλοι πλύσης στο πλυντήριο του αναθεωρητισμού, και να μεγαλώσουμε κι εμείς (μαζί της) για να της αναγνωρίσουμε ότι τελικά μπορεί να υπήρξε η πιο cool από όλες και απ’ όλους, επειδή ακριβώς λειτουργούσε τόσο πέρα από τις ελιτίστικες αγκυλώσεις της «εναλλακτικής» κουλτούρας.
Η Ντιόν διαγνώστηκε μ’ αυτή την πάθηση το 2022, μια σπάνια αυτοάνοση νευρολογική διαταραχή που προκαλεί μυϊκή δυσκαμψία, ανεξέλεγκτους σπασμούς και ποικίλα κινητικά προβλήματα, αλλά το πιο τραγικό για την ίδια είναι η αλλοίωση που έχει επιφέρει στη φωνή της – αυτό το πανίσχυρο όχημα που, όπως λέει η ίδια στο ντοκιμαντέρ, το ακολουθεί εκείνη πάντα και ποτέ το αντίθετο.
Η Φωνή είναι το παν –όλο μέσο και καθόλου μήνυμα, θα λέγαμε– για τη Σελίν Ντιόν. Η Φωνή και το Κοινό. Αυτά είναι για εκείνη τα ιερά και τα όσια. «Παρότι γύρισα τόσες φορές τον κόσμο, δεν είδα τίποτα στην πραγματικότητα» λέει στην κάμερα, ενώπιον των δυο από των τριών γιων που έκανε με τον αείμνηστο σύζυγο, συνεργάτη, αδελφή-ψυχή και παραγωγό της, Ρενέ Αντζελίλ, που πέθανε το 2016.
Το ντοκιμαντέρ κυρίως εστιάζει –συχνά με αφοπλιστικό τρόπο– στην τρέχουσα, δύσκολη κατάσταση που βιώνει η τραγουδίστρια, εξετάζει όμως και τη γενεαλογία του φαινομένου Σελίν Ντιόν, η οποία γεννήθηκε το 1968 στο γαλλόφωνο και απομονωμένο Κεμπέκ (μοιάζει «άλλη» σχεδόν η φωνή και το ερμηνευτικό της ύφος όταν τραγουδά στα γαλλικά) σε μια φτωχή και πολυμελή οικογένεια και σε ένα σπιτικό το οποίο μοιραζόταν με τα 13 αδέλφια της.
Από μικρή διακρίθηκε στην τοπική μουσική σκηνή, κι ας χλευαζόταν συχνά από τον Τύπο για τα «φουντωτά μαλλιά και τα στραβά της δόντια». Ήταν αδύνατο φυσικά να αρνηθεί κανείς αυτή τη Φωνή με την οποία έκανε σκόνη τον ανταγωνισμό σε παγκόσμιας εμβέλειας διαγωνισμούς, όπως το 1982 στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Yamaha στο Τόκιο και το 1988 στο Φεστιβάλ της Eurovision στο Δουβλίνο, υπό τη σημαία της Ελβετίας.
Η Σελίν Ντιόν υπήρξε ανέκαθεν η επιτομή του uncool, το άλλο άκρο του ψαγμένου, του καλλιεργημένου, του εκλεκτικού. Έπρεπε να περάσουν πολλοί κύκλοι πλύσης στο πλυντήριο του αναθεωρητισμού, και να μεγαλώσουμε κι εμείς (μαζί της) για να της αναγνωρίσουμε ότι τελικά μπορεί να υπήρξε η πιο cool από όλες και απ’ όλους, επειδή ακριβώς λειτουργούσε τόσο πέρα από τις ελιτίστικες αγκυλώσεις της «εναλλακτικής» κουλτούρας. Όπως έλεγε και ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, «ίσως τελικά το γούστο μας δεν είναι παρά η δυσανεξία μας στο γούστο των άλλων». Εν προκειμένω, της ανώνυμης μάζας λαϊκών κυρίως ανθρώπων ανά την υφήλιο, που λατρεύουν τη Σελίν Ντιόν σε θρησκευτικό βαθμό σχεδόν.
Στο θαυμάσιο βιβλίο του με τίτλο Let’s Talk About Love: A Journey to the End of Taste, το οποίο ξεκίνησε ως μια ιδιοσυγκρασιακή μονογραφία για την Ντιόν και τη μουσική της και εξελίχθηκε σε μια φιλοσοφική πραγματεία περί γούστου και κοινωνικών συμβάσεων, γράφει ο («εναλλακτικός» και «ψαγμένος») μουσικοκριτικός Καρλ Γουίλσον: «…Οι Sonic Youth, φερ’ ειπείν, δεν είναι ακριβώς ιδανική μουσική για χορό και ξεφάντωμα, αποτελούν όμως ιδανική υπόκρουση για να κάνει κανείς αισθητικές κρίσεις. Η Σελίν Ντίον, από την άλλη, δεν σηκώνει και πολλές αισθητικές κρίσεις, μπορεί όμως να είναι ιδανική συνοδεία για ένα πρώτο εφηβικό φιλί ή για να θάψεις τη γιαγιά σου ή για να ξεσπάσεις ξαφνικά σε κλάματα».
I Am: Celine Dion - Official Trailer | Prime Video