ΩΣ ΚΥΝΗΓΟΙ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΕΣ, οι πρόγονοί μας κάλυπταν τις ανάγκες τους χωρίς να εργάζονται όσο εργαζόμαστε εμείς. Ταυτόχρονα, σ’ εκείνες τις κοινότητες η εργασία δεν ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι της ζωής αλλά ένα ακόμα στάδιο σε ένα συνεχές στο οποίο η ξεκούραση, η αναπαραγωγή, η δημιουργία και ο έρωτας συνυπήρχαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο «χρόνος» δεν ήταν κάτι που οι άνθρωποι μπορούσαν να «ξοδέψουν», να «εξοικονομήσουν» ή να «κερδίσουν». Ήταν απλώς ένα ακόμα φαινόμενο που κυλούσε.
Όταν οι αρχαιολόγοι και οι ανθρωπολόγοι υπολογίζουν τον χρόνο που αφιέρωναν εκείνες οι κοινότητες στην εργασία «καθαυτή» (ένας υπολογισμός που μπορεί να γίνει μόνο από κάποιον «εξωτερικό» και που δεν θα έβγαζε νόημα για τις ίδιες τις φυλές), η απάντηση δεν ξεπερνά τις τέσσερις ώρες τη μέρα. Ακόμα και σήμερα, οι ιθαγενείς Yanomamo στον Αμαζόνιο και οι Ju/’hoansi στην Υποσαχάρια Αφρική δουλεύουν λιγότερο από δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα. Μπορεί να μας φαίνεται παράδοξο, αλλά έτσι ζούσε ο άνθρωπος κατά την πλειονότητα του χρόνου του στη Γη.
Οι δράσεις των συνδικάτων και των πολιτικών οργάνων που στήριξε η Δεύτερη Διεθνής κορυφώθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οδηγώντας στη γενική εφαρμογή της οκτάωρης και (λίγο αργότερα) πενθήμερης εργασίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Στην Ελλάδα, το οκτάωρο θεσπίστηκε μεταπολεμικά, ενώ η πενθήμερη εργασία καθιερώθηκε κατά τη Μεταπολίτευση.
Μετά, ήρθαν οι τάξεις, οι ευγενείς, οι γαιοκτήμονες και οι ηγέτες. Κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να δουλεύουν για τους άλλους σε πόλεις-κράτη, βασίλεια, φέουδα κι εργαστήρια, και η δουλειά ήταν συχνά απάνθρωπη, πολύωρη και κοπιαστική.
Ακόμα κι έτσι, όμως, τις δεκαετίες πριν από τη βιομηχανική επανάσταση η εργασιακή εβδομάδα ήταν περιορισμένη και σπάνια περιλάμβανε πέντε ολόκληρες μέρες. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, τόσο οι τεχνίτες όσο και οι αγρότες δούλευαν ακανόνιστα τις δύο πρώτες μέρες της βδομάδας (με την «Αγία Δευτέρα» να είναι μια ιδιαίτερα δημοφιλής λαϊκή γιορτή) και σταματούσαν τη δουλειά νωρίς τις δύο τελευταίες.¹ Παράλληλα, η χρονιά ήταν γεμάτη αργίες, θρησκευτικές γιορτές, επετείους και πανηγύρια, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε με τίποτα να μιλήσουμε για «πενθήμερη» ή «εξαήμερη» εργασία.
Το ακόλουθο σατιρικό στιχάκι του 1639 είναι ενδεικτικό: «Το ξέρεις ότι η Δευτέρα είν’ αδελφή της Κυριακής / Η Τρίτη είν’ αδελφή κι αυτή / Την Τετάρτη πρέπει να πας στην εκκλησία για να προσευχηθείς / Η Πέμπτη είναι μισή γιορτή / Την Παρασκευή είναι πια αργά για να εργαστείς / Και ύστερα, το Σάββατο, πάλι μισή γιορτή».²
Η εκβιομηχάνιση και η ανάγκη των καπιταλιστών για εντονότερη εργασία τα άλλαξε όλα αυτά. Η μετάβαση δεν ήταν καθόλου ομαλή. Είναι εντυπωσιακό το πώς ο βιομηχανικός καπιταλισμός προσπάθησε –και κατάφερε– να εμφυσήσει την «εργασιακή ηθική» του μόχθου και της αυταπάρνησης («ο χρόνος είναι χρήμα») σ’ αυτούς τους συνειδητά αργόσχολους και άεργους εργάτες. Όπως εξηγεί ο Βρετανός ιστορικός E. P. Thompson, οι εργοστασιάρχες σχεδίασαν πολύπλοκα συστήματα κανόνων και κυρώσεων για τους εργαζομένους, επιβάλλοντας αυστηρή εργασιακή επιτήρηση και πειθαρχία. Την ίδια στιγμή, το κράτος εξαπέλυσε μια οργανωμένη επίθεση ενάντια στις αργίες και τις λαϊκές γιορτές, μειώνοντάς τες δραματικά κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Τέλος, ένας μικρός στρατός από προπαγανδιστές (ιερείς, δάσκαλοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι) προσπάθησε να μάθει στον λαό τη σημασία της «εργατικότητας», της «οργάνωσης» και της αποταμίευσης, αξίες που θεωρούνται σήμερα σχεδόν αυτονόητες.³
Το αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν εξαήμερη και δωδεκάωρη εργασία για τα περισσότερα επαγγέλματα, με μερικές εξαιρέσεις δεκάωρης απασχόλησης. Στην αρχή, οι εργαζόμενοι αρνήθηκαν την ίδια την έννοια της καταμέτρησης του εργασιακού χρόνου. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, όμως, την αποδέχτηκαν κι άρχισαν να αγωνίζονται για μικρότερα ωράρια.
Οι επόμενοι αιώνες χαρακτηρίστηκαν από τέτοιου τύπου συγκρούσεις επί του ζητήματος του χρόνου της εργασίας, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στην καθιέρωση του οκταώρου και της πενθήμερης εβδομάδας. Το 1856, Αυστραλοί οικοδόμοι απέργησαν απαιτώντας το οκτάωρο. Το σύμβολο στα πανό τους, «8 8 8», αναφερόταν σε 8 ώρες εργασίας, 8 ώρες ψυχαγωγίας και 8 ώρες ανάπαυσης. Τριάντα χρόνια αργότερα, την πρώτη ημέρα του Μαΐου, Αμερικανοί εργάτες κήρυξαν γενική απεργία με τα ίδια αιτήματα.
Οι δράσεις των συνδικάτων και των πολιτικών οργάνων που στήριξε η Δεύτερη Διεθνής κορυφώθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οδηγώντας στη γενική εφαρμογή της οκτάωρης και (λίγο αργότερα) πενθήμερης εργασίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Στην Ελλάδα, το οκτάωρο θεσπίστηκε μεταπολεμικά, ενώ η πενθήμερη εργασία καθιερώθηκε κατά τη Μεταπολίτευση (το 1975 για τους βιομηχανικούς εργάτες και το 1984 για όλους τους εργαζόμενους).
Βλέπουμε, συνεπώς, πως η νομική προστασία του χρόνου της εργασίας δεν είναι κάποιο θέσφατο ούτε μια παραχώρηση αλλά αποτέλεσμα χρόνιων, σκληρών και βίαιων συγκρούσεων.[4]
Οπότε, αν έρχεται στη χώρα μας ο νόμος Γεωργιάδη, ο οποίος θέτει σε ισχύ την εξαήμερη εργασία· αν αυτό συμβαίνει τη στιγμή που οι εργαζόμενοι/-ες στην Ελλάδα, ντόπιοι και ξένες, δουλεύουν πιο πολύ από κάθε άλλο λαό της Ευρώπης· αν συμβαίνει, παράλληλα, την ώρα που άλλες χώρες φλερτάρουν με τη θέσπιση της τετραήμερης εργασίας· αν έτσι κερδίζουμε ακόμα μία «πρωτιά» που συζητιέται στα διεθνή μέσα ως αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση και στέρηση δικαιωμάτων· αν, εν συντομία, συμβαίνουν όλα αυτά, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την ιστορία για να καταλάβουμε ότι οι χρόνοι εργασίας δεν ορίζονται μονομερώς και ότι η αντίσταση που συναντά η επέκτασή τους δεν είναι ποτέ ανύπαρκτη, άσκοπη ή αμελητέα.
[1]E. P. Thompson. (1967). Time, work-discipline, and industrial capitalism, 72-74.
[2] Ό.π., 74, δική μου μετάφραση.
[3] Ό.π., 81-92.
[4] Κυρίως, είναι μέτρο του συμβιβασμού της επιθυμίας των ανθρώπων να μη δουλεύουν για έναν μισθό. Αυτή η επιθυμία είναι η κρυφή ουσία κάθε αντικαπιταλιστικού αγώνα και εμφανίζεται, ξανά και ξανά, σε μάχες με περιορισμένα αιτήματα, τα οποία την κάνουν «κατανοητή» και «εφικτή». Ανάμεσα στα αιτήματα των Αυστραλών οικοδόμων του 1856 και των Αμερικανών εργατών του 1886 μεσολαβεί η Παρισινή Κομμούνα. Η λαμπρότερη χειρονομία χειραφέτησης των εξεγερμένων, μετέωρα ακατανόητη στην ιστορική μας μνήμη, ήταν η καταστροφή των ρολογιών με την έννοια της καταστροφής του μετρήσιμου χρόνου, την ολότητα του οποίου μόνο οι κυρίαρχοι διαθέτουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.