ΤΟ «ΟΚΤΑΩΡΟ» ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΙΚΡΟ ΑΣΤΕΙΟ, δεδομένου ότι οι περισσότεροι παίρνουν δουλειά στο σπίτι ή κάνουν υπερωρίες – για να μη μιλήσουμε καν για τον χρόνο της μετακίνησης προς και από τη δουλειά. Όλο και περισσότερο τα όρια μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου θολώνουν και σβήνουν, καθώς οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι διαρκώς stand by για να απαντήσουν σε κάποιο mail ή να προλάβουν κάποιο deadline. Το αποτέλεσμα είναι μια νοοτροπία ασταμάτητου παρόντος (μια παραγωγικότητα «24/7») με καταστροφικές επιπτώσεις για την προσωπική, κοινωνική και ψυχική μας ζωή.
Το παράδοξο αυτής της κατάστασης δεν είναι αμελητέο. Σύμφωνα με το αφήγημα της ιστορικής προόδου, η (δυτική) ανθρωπότητα έχει εξελιχθεί τεχνολογικά, έχει καλύψει τις βασικές της ανάγκες, έχει διαμορφώσει μια πιο ισορροπημένη σχέση με τον μόχθο και τον χρόνο. Πώς γίνεται οι περισσότεροι να δουλεύουν τόσο πολύ;
Το αίνιγμα γίνεται ακόμα πιο έντονο αν σκεφτούμε ότι ζούμε στην εποχή της «αυτοματοποίησης», μια εποχή που οι προηγούμενες γενιές περίμεναν μ’ ανυπομονησία. Απ’ τον Αριστοτέλη μέχρι τον Keynes, οι άνθρωποι προσδοκούσαν τη δημιουργία μηχανών που θα μπορούσαν να τους απελευθερώσουν από τον μόχθο ορισμένων εργασιών. Σήμερα, όμως, αυτό το ενδεχόμενο μάς προκαλεί αμηχανία, φόβο και θυμό για τις θέσεις που θα χαθούν. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Φαίνεται πως η κουλτούρα μας –βαθιά «χριστιανική» και ενοχική– έχει συνδέσει την επιβράβευση με το άλγος, σε μια λογική που λέει ότι, για να ανταμειφθείς, πρέπει πρώτα να υποφέρεις. Έτσι, η «αυταπάρνηση» (της εργασίας) γίνεται ο δρόμος προς την εγκόσμια «σωτηρία» (την παροχή των αναγκαίων).
Σε ένα πρώτο επίπεδο, ενδέχεται πολλές απ’ τις δουλειές που κάνουμε να είναι εντελώς άχρηστες. Στο επιδραστικό Bullshit Jobs, ο ανθρωπολόγος David Graeber υποστηρίζει ότι πολλές απ’ τις δουλειές που συναντάμε σήμερα δεν προσφέρουν καμία οικονομική ή κοινωνική αξία. Η έρευνά του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μαρτυρίες από θυρωρούς («concierge»), ρεσεψιονίστ σε εταιρείες που δεν τους έχουν ανάγκη, βοηθούς εταιρικών στελεχών και γραφειοκράτες μέχρι μάνατζερ ομάδων οι οποίες λειτουργούν μια χαρά χωρίς την επίβλεψή τους. Οι ίδιοι οι άνθρωποι που κάνουν αυτές τις δουλειές παραδέχονται ότι είναι άχρηστες και ότι θα μπορούσαν να εξαφανιστούν χωρίς η εταιρεία τους, το κράτος ή κοινωνία να στερηθεί το οτιδήποτε.¹
Γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν αυτές οι δουλειές που δεν παράγουν οικονομική αξία; Πώς επιβιώνουν μέσα σ’ ένα «ορθολογικό» σύστημα ελεύθερης αγοράς; Σύμφωνα με τον Graeber, οι λόγοι είναι πολιτισμικοί. Φαίνεται πως η κουλτούρα μας –βαθιά «χριστιανική» και ενοχική– έχει συνδέσει την επιβράβευση με το άλγος, σε μια λογική που λέει ότι, για να ανταμειφθείς, πρέπει πρώτα να υποφέρεις. Έτσι, η «αυταπάρνηση» (της εργασίας) γίνεται ο δρόμος προς την εγκόσμια «σωτηρία» (την παροχή των αναγκαίων).
Αν ξεπεράσουμε αυτήν τη νοοτροπία (και το οικονομικό σύστημα που τη συντηρεί), η εξάλειψη τέτοιων άχρηστων «φουμαροδουλειών» μπορεί να επιτρέψει σ’ ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να στραφεί σε άλλες, κοινωνικά αναγκαίες δραστηριότητες, μειώνοντας τον συνολικό χρόνο που οι κοινωνίες μας αφιερώνουν στη δουλειά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο λόγος που συνεχίζουμε να δουλεύουμε τόσο πολύ, ενώ ολόκληροι κλάδοι αυτοματοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς, είναι το γεγονός ότι οι τεχνολογίες της «αυτοματοποίησης» βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών (συνήθως δισεκατομμυριούχων). Ως εκ τούτου, η αυτοματοποίηση δεν αποσκοπεί στον περιορισμό του μόχθου των πολλών αλλά στη διόγκωση των περιουσιών των λίγων.
Ο Αριστοτέλης έγραφε: «Εάν κάθε εργαλείο μπορούσε να εκτελεί το έργο του κατ’ εντολήν –εάν, για παράδειγμα, οι σαΐτες των αργαλειών ύφαιναν από μόνες τους–, τότε ο αρχιμάστορας δεν θα είχε πλέον ανάγκη από βοηθούς, ούτε ο αφέντης από δούλους».² Το όνειρο του Αριστοτέλη έχει αρχίσει να υλοποιείται. Πλέον, όμως, μοιάζει περισσότερο με εφιάλτη: τα αυτόματα ταμεία στα σούπερ μάρκετ, οι αυτόματοι έλεγχοι στο αεροδρόμιο και τα επερχόμενα μη-επανδρωμένα φορτηγά δεν μας φέρνουν καμία χαρά, γιατί η ύπαρξή τους σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Οι μηχανές μάς καταδικάζουν –αντί να μας απελευθερώνουν– όταν χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν τα συμφέροντα του Elon Musk, του Jeff Bezos και του Bill Gates.
Τέλος, ένας ακόμα λόγος που συνεχίζουμε να εργαζόμαστε τόσο πολύ είναι η κουλτούρα αχαλίνωτης κατανάλωσης και κερδοσκοπίας που το οικονομικό μας σύστημα έχει δημιουργήσει. Αυτή η κουλτούρα οδηγεί στην ύπαρξη θέσεων εργασίας που, ενώ δεν είναι bullshit jobs –παράγουν αξία, ενίοτε παράγουν ακόμα και προϊόντα–, παραμένουν κοινωνικά άχρηστες.
Ας αναρωτηθούμε: χρειαζόμαστε, πράγματι, δεκάδες διαφορετικές εκδοχές σόδας και κόλας, καθώς κι έναν μικρό στρατό διαφημιστών που εγγυώνται τις αρετές της χ ή της ψ εκδοχής; Χρειαζόμαστε τα στελέχη των συμβουλευτικών, τα οποία παίρνουν μια μετοχή, κάνουν κάποια κόλπα και αυξάνουν την αξία της χωρίς ν’ αλλάξουν κάτι;³ Ο περιορισμός τέτοιων εργασιών θα εξάλειφε αμέτρητες ώρες άσκοπου ανθρώπινου μόχθου (αλλά και τόνους καταστροφικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης).
Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα αν χρειάζεται να δουλεύουμε τόσο πολύ είναι ένα σθεναρό όχι. Μπορούμε να καταργήσουμε τις bullshit jobs, να χρησιμοποιήσουμε την αυτοματοποίηση της εργασίας για το κοινό καλό και να περιορίσουμε την εργασία που τροφοδοτεί άχρηστες καταναλωτικές και κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Μπορούμε να δουλεύουμε πολύ, πολύ λιγότερο. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να ξεπεράσουμε ένα κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στο κέρδος.
[1] David Graeber, On the phenomenon of bullshit jobs, 2013, και David Graeber, Bullshit Jobs: Μια θεωρία, 2023, μτρφ. Χρήστος Πάλλας, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες. Ο Graeber υπολογίζει ότι το 40% των θέσεων στην Αγγλία είναι, στην πραγματικότητα, bullshit. Παρ’ όλα αυτά, άλλοι μελετητές έχουν αμφισβητήσει τη μεθοδολογία του, υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό ποσοστό είναι πολύ μικρότερο.
[2] Στο Πωλ Λαφάργκ, 1985 [1880], Το δικαίωμα στην τεμπελιά, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες, σελ. 27.
[3] Για μια εξονυχιστική ανάλυση του τι ακριβώς μάς προσφέρουν οι συμβουλευτικές, δείτε το Mariana Mazzucato και Rosie Collington, The Big Con, 2023.