ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΡΕΣΟΥ παρατηρούσα τους άδειους δρόμους, τις κενές θέσεις πάρκινγκ και τα αδέσποτα γατιά να κοιμούνται ήσυχα πάνω σε χαρτόκουτα.Ο Γιόχαν είχε ξεκαβαλήσει το ηλεκτρικό πατίνι του και περπατώντας σχεδόν δίπλα μου προσπαθούσε να μου κάνει μια πρόχειρη ανάκριση από αυτές που δέχομαι συχνά από τουρίστες αποικιοκρατικών χωρών.
«Pu megaloses?»
«Posa plironeis rent?»
«Are you a trans?»
Ο ήλιος μας χτυπούσε κατακεφαλα και ο ιδρώτας έσταζε στην πλάτη μου.Το ανεμιστήρακι μου είχε αρχίσει να υπολειτουργεί και η φράντζα κολλούσε στο μέτωπο μου.
Από τα μπαλκόνια ακούγονταν ψίθυροι.
«Ποιος ξέρει τι τους κάνει και την αφήνουν να κυκλοφορεί ελεύθερη τέτοια μέρα»
«Προδότρα!»
Εγώ συνηθισμένη ως λόκαλ στις φωτιές και τους καπνούς στο κέντρο της Αθήνας, σταμάτησα και κάθισα στο κεφαλόσκαλο μιας πολυκατοικίας. Πριν προλάβω να στρίψω ένα τσιγάρο περνάει από μπροστά μας η μουστακαλού συνάδελφος του Γιόχαν με γκάζια στο πατίνι.
Δεν τους αδικώ, δεν είχαν περάσει παρά μόνο δύο Σάββατα από το τελευταίο μήνυμα από το 122 και την Υπηρεσία Τουριστικής Προστασίας που απαγόρευε την είσοδο σε μπαρ,κλαμπ,καφέ και σουβλατζίδικα των Εξαρχείων, λόγω μεγάλης τουριστικής προσέλευσης.
Ο Γιόχαν συνέχιζε τις ερωτήσεις.
«Ti lene?»
«Τίποτα, πάμε να πάρω τα αβοκάντο να τελειώνουμε»
Στρίβοντας στη Χαριλάου Τρικούπη τρακάραμε με τα τουριστικά πλήθη. Τζίντζερ μαλλιά, αρχαιοελληνικές τιάρες περιπτέρου, birkenstock σανδάλια, βεντάλιες και καρότσια λαϊκής φορτωμένα με προϊόντα –από ψάρια μέχρι καρύδες.
Χαμογελαστοί, ηλιοκαμένοι, ερωτευμένοι με την Αθήνα και ξένοιαστοι για το οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στη χώρα του φωτός.
«Stop!» πρόσταξε ο Γιόχαν και με το χέρι του μου έδειξε ένα ντουμάνι καπνού στον ορίζοντα.
Εγώ συνηθισμένη ως λόκαλ στις φωτιές και τους καπνούς στο κέντρο της Αθήνας, σταμάτησα και κάθισα στο κεφαλόσκαλο μιας πολυκατοικίας. Πριν προλάβω να στρίψω ένα τσιγάρο περνάει από μπροστά μας η μουστακαλού συνάδελφος του Γιόχαν με γκάζια στο πατίνι.
«Fotia sto Lycabetus!!!»
Οι τουρίστες με το καρότσι στο ένα χέρι και με το κινητό στο άλλο προσπαθούσαν να απαθανατίσουν τη στιγμή.
«Is that near to Acropolis?»
«Can I tag you on instagram?»
Στο κινητό μου σκάει μήνυμα από το 112.
«Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Αστική πυρκαγιά πλησίον των περιοχών Εξάρχεια–Κολωνάκι–Νεάπολη–Ομόνοια–Ευαγγελισμός–Γκύζη. Παραμείνετε σε ετοιμότητα και ακολουθείτε τις οδηγίες των αρχών»
Τα μπαλκόνια γέμισαν με κόσμο, πλαστικά λάστιχα ποτίσματος άρχισαν να σκάνε στο πεζοδρόμιο, τα γατιά ξυπνούσαν και έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από τα αυτοκίνητα.
Είχα ξεχάσει πια για ποιον λόγο βγήκα από το σπίτι, είχα ξεχάσει γιατί ήταν τόσο σημαντικό να φτιάξω πρωινό με αβοκάντο στον Τεφατζή, είχα ξεχάσει ότι βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας.
Άλλωστε, το κέντρο της Αθήνας είναι μέσα μου όπου και να βρίσκομαι.
Ακούγοντας όλα αυτά τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα σπαστά ελληνικά γύρω μου μού έλειπε ο βαλκανικός πανικός.
Αποζητούσα τις φωνές των γειτόνων από τα μπαλκόνια, την υστερία, τα μπινελικια και ας έβριζαν και μένα μέσα σε όλα.
Ας με κατηγορήσουν και για τις πυρκαγιές, έτσι κι αλλιώς εμάς βγάλανε πρώτες από τα σπίτια για να τα κάνουν Αirbnb, εμάς πρώτα μας έριξαν τους μισθούς, και εμάς πάντα ακόμα μας ζητάνε κάτι παραπάνω για να αποδείξουμε ότι παρά το ότι είμαστε κουήρ και τρανς θα είμαστε εντάξει στις υποχρεώσεις μας.
Λήξη συναγερμού. Ο καπνός ερχόταν από γνωστό στέκι της Τσακάλωφ όπου ένας Γάλλος διανοούμενος έστηνε χορτοφαγικό μπάρμπεκιου.
Ο Γιόχαν με παρότρυνε να σηκωθώ.
«Pami?»
Στρίβοντας στην Καλλιδρομίου η κίνηση της λαϊκής φαινόταν πεσμένη.
Ο Γιόχαν με ρωτούσε για τα κτίρια και για την ιστορία τους, λες και είχα καμία υποχρέωση να του κάνω και την ξεναγό.
Πριν το καταλάβω τον βλέπω να κρατάει ένα δίχτυ με αβοκάντο. Άπλωσα το χέρι μου και τα έβαλα μέσα στην τσάντα.
«Pami volta?», μου λέει και μου κλείνει το μάτι. Προφανώς και δεν είχε ξεχάσει ότι κάτι του χρωστούσα για τη μεγάλη χάρη που μου έκανε.
«Πάμε», του λέω και αρχίζω να περπατάω πρώτη στην Καλλιδρομίου με σκοπό να φτάσουμε μέχρι Σπύρου Τρικούπη και να επιστρέψουμε.
Αλλά εκεί στη διασταύρωση με την Ιουστινιανού κάτι μίλησε μέσα μου.
«Θέλεις να σου πω μια ιστορία για το τι συνέβη κάποτε εδώ;»
«Ja! Deepthroat!» απάντησε και με πλησιασε.
Ανάμεσα στη Στέλλα και τη Στρέλλα, ανάμεσα στην ελευθερία και τον περιορισμό, ανάμεσα στον Γιόχαν και τον Τεφατζή άνοιξα την τσάντα έβγαλα το νεροπίστολο μου και είπα:
«Φύγε Γιόχαν, κρατάω νεροπίστολο!».