«Εσύ δεν θα πεθάνεις» είναι ο στίχος από το ποίημα που έγραψε ο Μιχάλης Γκανάς για τη μητέρα του, αλλά και το πρώτο που σου έρχεται στον νου για μια απώλεια που μοιάζει σχεδόν ανήκουστη. Όχι, ο θάνατος δεν ταιριάζει στον άνθρωπο που τον δόξασε και τον οικειοποιήθηκε όσο λίγοι, μέσα από ένδοξες ποιητικές χειρονομίες, από βουτηγμένες στο αίμα μνήμες, από μικρές οπές της ημέρας που χώρεσαν στις έναστρες νύχτες, από κάθε συμφιλίωση που πετύχαινε μέσα από τις λέξεις.
Ο Μιχάλης Γκανάς, όπως έγραψαν οι κριτικοί, γεννήθηκε μεγάλος, όχι μόνο ως προς την τέχνη του αλλά και ως προς τη βεβιασμένη ενηλικίωση ενός ανθρώπου που ήξερε από μικρός πως τίποτα δεν είναι αθώο: ακόμα και η μαγεία στα μάτια του έμοιαζε με τον «Άψινθο», δηλαδή με εκείνο το φυτό από όπου έβγαινε το αψέντι, ορισμένο να ποτίζει τις συνειδήσεις, ή με το αστέρι που πέφτει, κατά την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, και δηλητηριάζει τα πάντα, τα ύδατα και τις ψυχές. Δεν επέλεξε, άλλωστε, τυχαία αυτόν τον τίτλο για την πιο εσχατολογική και περίτεχνη συλλογή του, όπου οι ζώντες και οι τεθνεώτες συνομιλούν επί ίσοις όροις στον σκοτεινό κόσμο που ορίζει αλλιώς το άνυδρο μέλλον. Καμία, όμως, απληστία δεν είναι ικανή να ακυρώσει το ανθρώπινο γένος, το οποίο ήταν ορισμένος ως ποιητής να εκπροσωπεί για πάντα: «Αυτοί σταμάτησαν να τραγουδούν, εγώ συνεχίζω». Και συνέχισε γνωρίζοντας πως το συλλογικό είναι απλώς η ανάσα του καθενός από εμάς, είναι η σάρκα μιας χώρας που χώρεσε με άνεση στους δωρικούς του στίχους.
Όλα τα άγρια γεγονότα που βίωσε η Ελλάδα γράφτηκαν μέσα του από τα πρώτα ήδη χρόνια της ζωής του: γεννημένος το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, ένα χωριό της Ηπείρου πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο φύσει και θέσει Ηπειρώτης Μιχάλης Γκανάς έζησε από μικρός τις σκοτεινές επιπτώσεις της φυγής και του πολέμου. «Κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας», έγραφε, και αυτήν τη διαπίστωση την ένιωσε από τεσσάρων χρονών, όταν βρέθηκαν μαζί με την οικογένεια να καταφεύγουν, κυνηγημένοι από τον Εθνικό Στρατό από το χωριό τους, στη γειτονική Αλβανία. Κρυμμένοι για καιρό σε μια σπηλιά, πάνω στο βουνό, στη Λακότρυπα, πέρασαν αναγκαστικά τα σύνορα, ξεκινώντας μια οδύσσεια που θα μείνει στη μνήμη του χαραγμένη για πάντα, μαζί με τις προφορικές αφηγήσεις που άκουγε στα ανοίκεια ξένα σύμπαντα. Επειδή η πάμφτωχη Αλβανία δεν μπορούσε να ταΐσει τα ταλαίπωρα μέλη της οικογένειας, μπαίνοντας παράνομα σε ένα πολωνικό φορτηγό βρέθηκαν στη Μεσόγειο, στα στενά του Γιβραλτάρ και κατόπιν της Μάγχης, για να καταλήξουν τελικά στη μακρινή Ουγγαρία.
«Μερικοί κριτικοί με έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της εντοπιότητας, του γενέθλιου τόπου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνο αυτό. Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής. Πού; Στην παιδική ηλικία, ίσως την πραγματική πατρίδα όλων μας», εξομολογείται.
«Στην Ουγγαρία κρύο πολύ. Κουβαλάγαμε ψείρες. Περνούν τα ρούχα μας από κλίβανο, μας βάζουν στα μπάνια. Μια μισοσκότεινη αίθουσα γεμάτη ατμούς και γυναίκες. Εκείνο το μαύρο χαμηλά στην κοιλιά το ‘βλεπα πρώτη φορά. Εγώ πήγαινα σχολείο, είχαμε Έλληνες δασκάλους και Ουγγαρέζους. Ούτε που μ’ άρεσε, ούτε που δε μ’ άρεσε το σχολείο τον πρώτο καιρό. Μετά, το ‘χα σε καμάρι να λέω στους δασκάλους: "Δε ξέρω". Το κάναμε πολλά παιδιά, στους Ουγγαρέζους περισσότερο», γράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο στο αυτοβιογραφικό πεζό έργο του, που θα κυκλοφορήσει πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, με τον τίτλο «Μητριά πατρίδα» (εκδόσεις Μελάνι). Η Ελλάδα ήταν πάντα σκαλισμένη σαν μόνιμος καημός αλλά και σαν στολίδι σε κάθε στίχο που χάραζε, όπως οι παλιοί Ηπειρώτες τεχνίτες τα περίτεχνα κοσμήματα. Η Ελλάδα του Γκανά είχε απογοήτευση αλλά και προσδοκία: «Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε, ένας δίσκος με αντίδωρα, κανένας δεν τη χόρτασε».
Στάθηκε, όμως, ο ίδιος στο μέσο της σαν ιδανικός παρατηρητής και μοναδικός προφήτης: «Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω», έγραφε με αυτήν τη διορατική δύναμη που έχουν οι μάντεις ή οι κάτοικοι του άλλου κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλούσε εξ ονόματός τους, ενσωματώνοντας στο χοϊκό του κόσμο τα μοιρολόγια και τις προφορικές αφηγήσεις, την απέραντη πραγματικότητα της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» –τις οποίες διασκεύασε με τον δικό του τρόπο– αλλά και των αγαπημένων του δημοτικών τραγουδιών. Στους στίχους του κατοικούσαν, άλλωστε, οι προσωπικοί αλλά και οι κοινοί μας νεκροί, υπαγορεύοντας ουσιαστικά ένα ελληνικό, δικό μας «Spoon River» – το ποιητικό έπος που τον επηρέασε βαθιά από τότε που το πρωτοδιάβασε. Η ανάδειξη των σκιών που έρχονται από το παρελθόν ταυτιζόταν στους στίχους του, όπως και σε αυτούς του Σεφέρη, με την αγωνία για το κοινό μέλλον: «Οι μέρες κι οι νύχτες μου/κι όλος ο χρόνος που πέρασε/Αφημένος εδώ/ενα τίποτα ή ένα σημάδι/κάτω από το γλόμπο του ήλιου. Καίει το σκοτάδι αθόρυβα/καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου./Όλα τούτα προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;» αναρωτιέται ρητορικά ο Μιχάλης Γκανάς στο «Οι μέρες κι οι νύχτες μου».
«Μερικοί κριτικοί με έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της εντοπιότητας, του γενέθλιου τόπου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνο αυτό. Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής. Πού; Στην παιδική ηλικία, ίσως την πραγματική πατρίδα όλων μας», εξομολογείται –πάντοτε ο λόγος του ήταν εξομολογητικός– στην επιλογή από τα «Αγαπημένα» έργα άλλων ομοτέχνων του (εκδόσεις Μεταίχμιο), εξηγώντας το πέρασμα από την αθωότητα στην ωριμότητα και από τον σκληρό κόσμο των νεκρών σε εκείνον των ονείρων. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, αφήνοντας πίσω του τα δύσκολα εφηβικά χρόνια της προσφυγιάς, κατεβαίνει στην Αθήνα, που φαντάζει μια πόλη εχθρική, η οποία τον καλεί να προσαρμοστεί, σαν ήρωας του Μπαλζάκ, στην επίπλαστη βιτρίνα της: «Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι», γράφει για εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια της αργής προσαρμογής στην πόλη. Η αγωνία σύντομα όμως γίνεται λόγος και η απόγνωση δημιουργία, με τον ίδιο να ανακαλύπτει έναν δικό του τρόπο να φτιάχνει από το χάος τον κόσμο: την ποίηση. Αυτή ήρθε και τον βρήκε όταν έπεσε στα χέρια του η συλλογή με ποιήματα του Καββαδία «Μαραμπού και Πούσι» από τις εκδόσεις Γαλαξία – αν και η πρώτη επαφή με τον ανεξάντλητο ποιητικό κόσμο είχε γίνει πιο πριν, όταν αναγκάστηκε να προσποιηθεί, μαθητής ακόμα, τον άρρωστο για να τελειώσει την «Οδύσσεια» στη μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη.
«Το διάστημα που διάβασα πολύ ήταν από το 1962, όταν μπήκα στη Νομική (και δεν βγήκα ποτέ), μέχρι το 1969 που πήγα στρατιώτης, αλλά και την περίοδο 1972-3 που έγινα βιβλιοπώλης στη "Δωδώνη", το βιβλιοπωλείο του Βαγγέλη Λάζου, και μετά που έγινα "έμπορος κακός" στο "Δέντρο" από το 1973-6 και ξανά στη Δωδώνη τρέχοντας από το 1976-86», εξομολογείται ο ίδιος στη συλλογή με τα «Αγαπημένα». Στα βιβλιοπωλεία γνωρίζει τους πάντες, συναναστρέφεται με τον κύκλο των ποιητών και των λογοτεχνών, ακούει τις συμβουλές γνωστών και αγνώστων, όπως του Ρένου Αποστολίδη και του Παναγιώτη Κονδύλη, μπορεί και τοποθετεί τον καθένα στον μικρό και τον μεγάλο του ρόλο. Σχετίζεται με την ομήγυρη του Φίλιππου Βλάχου και το 1978 εκδίδει την πρώτη του συλλογή, «Ακάθιστος δείπνος», δίνοντας εξαρχής ξεχωριστό δείγμα γραφής: επρόκειτο για μια ποίηση βγαλμένη από τις ανεξίτηλες πληγές της Ιστορίας, που μιλούσε για όλους τους εσωστρεφείς, αφανείς ήρωες που πλέον μπορούσαν, σηκώνοντας ο καθείς το δικό του δοξαστικό δοξάρι, σαν ήρωες του Παπαδιαμάντη, να γίνουν άρχοντες του κόσμου. Ορίζοντας μια νέα θρησκεία που λεγόταν ποίηση, οι δικοί του ήρωες μπορούσαν να απελευθερωθούν μέσα από τις μεταφορές, να βρουν τα δικά τους όπλα.
«Είμαι και εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν» είναι ο στίχος του Λειβαδίτη από το «Υπόγειο» που του έδειξε τον δρόμο και την απελευθερωτική δύναμη της ποίησης. Από τους ομότεχνους και τη μούσα του παίρνει θάρρος και συνεχίζει: συναναστρέφεται τον Δάλλα, τον Κακναβάτο, τον Καψάλη, τον Κακουλίδη, όλη την παρέα των «Κειμένων» του Βλάχου, γίνεται στενός φίλος με τον Χρήστο Μπράβο, με τον οποίο μοιράζεται κοινές αγωνίες, ανοίγει έναν διάλογο με ζώντες και τεθνεώτες, όπως έλεγε ο φίλος του ο Παπαγιώργης, που δεν θα κλείσει ποτέ. Φαίνεται, επίσης, να έχει εξαρχής καλή υποδοχή στον πνευματικό κόσμο – μόνο που αντί να καταγράφει τις θετικές κριτικές προτιμά να περιγράφει περιστατικά από εκείνα τα χρόνια στα βιβλιοπωλεία.
Δούλευε στη Δωδώνη όταν, λίγο μετά την κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής, τον επισκέφτηκε στο βιβλιοπωλείο ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας επιβλητικός, όπως έλεγε, άνδρας με μαύρο παλτό και κόκκινο κασκόλ, και τον ζήτησε από τον ταμία. Όταν εκείνος έφτασε ενώπιόν του, ο Σαχτούρης του προέταξε το χέρι για χειραψία λέγοντάς του: «Συγχαρητήρια, εγώ που υπήρξα κυνηγός μπορώ να εκτιμήσω εκείνον τον στίχο σας, “μπεκάτσες εκθρονίζονται με θόρυβο”, χαίρετε, κύριε Γκανά». Επρόκειτο για ένα περιστατικό που ανέφερε πάντα στις συζητήσεις ως ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα στη ζωή του. Ήταν προφανώς η στιγμή που συγχωνεύτηκε στον νου η απτή πραγματικότητα με την αλήθεια του ποιητή, αυτή του μεροκάματου με την αφοσίωση της ποιητικής πράξης.
Αυτή την αντίφαση μεταξύ της επώδυνης εμπειρίας και της μαγείας της ποίησης τη βλέπουμε και στη δεύτερη συλλογή που κυκλοφορεί ο Γκανάς το 1981 από τον Καστανιώτη, τα «Μαύρα Λιθάρια». Είναι τότε που νιώθει, όπως λέει, ότι «η ποίηση τον τραβάει από το μανίκι», όπως έλεγαν οι ανανεωτικοί αριστεροί, διά στόματος Σαββόπουλου, για το Κόμμα. Επιτέλους νιώθει, όπως έλεγε, «το τσίμπημα του οίστρου», ευλογημένο και δοξαστικό, σε μια γλώσσα χθόνια, απτή και απέριττη, που είχε σκοπό να σώσει όχι μόνο τις μνήμες των προγόνων αλλά τα ρήματα μαζί και τα φωνήεντα, που επέμενε να δοξάζει ό,τι οι άλλοι πιστεύαν πλέον ότι δεν σώζεται.
Τι κρατούσε, πάντα, ο Μιχάλης Γκανάς από όλα αυτά; Τον τόπο, τη μνήμη και την αλήθεια του, την αγάπη για τους ανθρώπους και την απόλυτη αφοσίωση στις σκιές των νεκρών. «Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά / κι ανάτελλε τα ζωντανά του / καλούς ανθρώπους και κακούς / νυφίτσες, αλεπούδες / μια λίμνη ως κόρην οφθαλμού / και κάστρα πατημένα. / Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα / στο χιόνι και στον άγριο καιρό / γυάλινα και μαλαματένια. / Κι όσο πήγαινε η μέρα / σαν το βαπόρι σε καλά νερά / είδα και μιναρέδες κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν», γράφει στα μυθικά «Γυάλινα Γιάννενα» που εκδίδει το 1989, σίγουρος πια ότι ο τόπος όπως και η τέχνη του είναι αυτά που τον ορίζουν. Ξέρει πλέον ότι με τους στίχους του μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να τον κινητοποιήσει και να τον προβληματίσει, όπως εκμυστηρεύεται χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στη LiFO και στον Γιάννη Πανταζόπουλο. «Δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Έχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν. Γι αυτό: "Να μη κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Και η διάρκεια είναι πάθος"».
Και αυτό έκανε ο Γκανάς ως ποιητής και στιχουργός μέχρι τέλους. Είχε κάτι από τους αρχαίους επιγραμματιστές η ακρίβεια του λόγου του, κάτι από την απλότητα του Αλκαίου η σοφία του, από τη δαψίλεια του Ομήρου η εκφραστική του δεινότητα. Τίποτε δεν έφευγε από το μικροσκόπιο της ποιητικής παρατήρησης, που μπορούσε να συλλέγει τα καλύτερα των εκφράσεων και των ανθρώπων: οι φίλοι του έγιναν πιστοί συνοδοιπόροι – ο Λάγιος που έφυγε νωρίς, ο σοφός Καψάλης και ο Κοροπούλης, ο Ευσταθιάδης που τον έβαλε στον κόσμο της διαφήμισης, ο Παπαγιώργης.
Και κολόνα ήταν πάντα η οικογένεια: η αγαπημένη του σύζυγος, Πόπη, η επίσης ποιήτρια, που όμως είχε χαράξει δικό της δρόμο, κόρη του, Μυρσίνη, ο ανήσυχος καλλιτεχνικά Γιάννης. Στην Πόπη, που σήμερα είναι υπεύθυνη των εκδόσεων Μελάνι, αφιερώνει μερικά από τα πιο όμορφά του ποιήματα: «Επειδή είναι δύσκολο ν' αγαπάς και δυσκολότερο να αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη και αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά και καμένα/ θέλοντας ο καθένας να 'ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο και πηγή, κατά τις περιστάσεις ή και όλα μαζί στην ανάγκη», γράφει στο «Προσωπικό». Αυτή η αγάπη τον ενδιέφερε πιο πολύ και από τα βραβεία, τα οποία ήρθαν πολύ πιο εύκολα από ό,τι και ο ίδιος θα περίμενε, όπως και οι ξένες μεταφράσεις από περίοπτους εκδοτικούς οίκους και ακαδημαϊκά κέντρα – βλέπε Πανεπιστήμιο του Yale.
Πέραν όλων των άλλων βραβείων, όπως του Κρατικού, στον Μιχάλη Γκανά είχε απονεμηθεί ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος και της Τιμής, ενώ του είχε δοθεί τιμητική διάκριση για το σύνολο του έργου του από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, που τελεί υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών. Δεν υποτίμησε κανέναν τίτλο, όπως δεν γύρισε την πλάτη στην άλλη του ιδιότητα, αυτήν του στιχουργού, που την εξήρε για τον τρόπο που έχει να βάζει την ποίηση στο στόμα των απλών ανθρώπων.
Τίποτα ανθρώπινο, άλλωστε, δεν του ήταν ξένο, είτε επρόκειτο για την αναγνώριση του Δήμου και των Σοφιστών, είτε για τις φευγαλέες αμφιβολίες. «Ο ρακοσυλλέκτης του Μποντλέρ αρχίζει να κρυφοκοιτάζει την πορφύρα του Βοναπάρτη» ήταν η φράση του Παπαγιώργη την οποία ξεχώριζε, γνωρίζοντας πως μπορούσε με άνεση να οικειοποιηθεί και τις δυο καταστάσεις και τιμές, αρκεί να του το επέτρεπαν η συγκυρία της στιγμής και ο λόγος. «Κάθεται μόνος του δίπλα στό τζάκι/δέν πίνει, δέν καπνίζει, δέ μιλάει./Στήν τηλεόραση χιονίζει/τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι/καί στίς παλιές φωτογραφίες,/γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν» γράφει στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» και θαρρεί κανείς πως δεν περιγράφει άλλον από τον εαυτό του. Ποτέ, όμως, δεν θα μπορούσε κάποιος να αναλογιστεί ότι οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν και ότι η φωτογραφία θα έδειχνε κάποτε τον ίδιο. Πάμε στοίχημα ότι ο Μιχάλης Γκανάς ζει και βασιλεύει; Είναι πολλά τα θεριά αυτού και του άλλου κόσμου που μπορούν να το επιβεβαιώσουν.