«Η τρισχιλιόχρονη ελληνική ποίηση συνεχίζεται αδιάκοπη μέχρι τις μέρες μας, το νήμα της δεν κόπηκε ποτέ. Ζωντανή απόδειξη αποτελεί και ο Μιχάλης Γκανάς, με μια ποίηση απλή και αθόλωτη, με γλώσσα απέριττη, με συγκίνηση, με δεκάδες στίχους που λάμπουν και αρκετά ολοκληρωμένα ποιήματα. Υπάρχουν ποιήματά του, όπως, επί παραδείγματι, η “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” από τα Γυάλινα Γιάννενα, που θα είχαν τη θέση τους σε κάθε ανθολογία της ελληνικής ποίησης από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όσο ευσύνοπτη και αν θα ήταν. Ο Γκανάς έχει τη σπάνια ευλογία να αναγνωρίζεται από τους νομοθέτες στων ιδεών την πόλι (Καβάφης) αλλά και από το πλατύ αναγνωστικό κοινό, και μάλιστα όχι μόνο για τους στίχους των τραγουδιών του αλλά και για τα ποιήματα των συλλογών του». Έτσι περιέγραψε ο συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Σταύρος Ζουμπουλάκης, μιλώντας στη LiFO, τον σπουδαίο μας ποιητή και στιχουργό Μιχάλη Γκανά.
Φέτος, του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, ενώ τού δόθηκε τιμητική διάκριση για το σύνολο του έργου του από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών. «Λυρικός, δραστικός και λιτός, αντλώντας τρόπους και ρυθμούς από το δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή λαλιά, ο Μιχάλης Γκανάς είναι ένας ποιητής που μοχλεύει τη συγκίνηση χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Με τα ποιήματα και τα μικρά πεζά του έστησε μια στέρεη γέφυρα ανάμεσα στον απελθόντα κόσμο της υπαίθρου και τη σύγχρονη ζωή, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη συλλογική μας ευαισθησία», σημείωσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της παρασημοφόρησής του. «Αναμφίβολα είναι μια μεγάλη τιμή για μένα, αλλά μερικές φορές σκέφτομαι ότι κάπως ακροβατεί, διότι μπερδεύεται με τον πολύ κόσμο», απαντά ο ίδιος για τη βράβευσή του.
Άνθρωποι χάθηκαν για πάντα εξαιτίας μιας πανδημίας και σήμερα εξελίσσεται πάλι ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Μου λείπουν οι στιγμές που οι άνθρωποι χαίρονταν με τα μικρά και τα λίγα. Όλα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τιμάται το ποιητικό του έργο: το 1994 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 2009 το βραβείο Καβάφη και το 2011 αυτό της Ακαδημίας Αθηνών και του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη. Ωστόσο, πριν από λίγες μέρες είχε προηγηθεί η άγονη εκλογή του στην έδρα της ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι η στιγμή που τον ρωτάω τι χρησιμεύουν οι ποιητές σε τόσο μικρόψυχους καιρούς. Με ύφος σοβαρό, δεν διστάζει να εκδηλώσει τη δυσφορία του γι’ αυτό που συνέβη: «Όλη αυτή η ιστορία με την άγονη εκλογή μου στην Ακαδημία Αθηνών με ενόχλησε γιατί δείχνει μια προχειρολογία και μια ανοργανωσιά. Και προφανώς δεν ταιριάζει όλη αυτή η διαδικασία με το ήθος και το πνεύμα που εκπέμπει αυτό το κατεξοχήν πνευματικό ίδρυμα».
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, ένα χωριό της Ηπείρου, χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας, σε ελάχιστη απόσταση απ’ τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Άγρια βουνά, απότομες χαράδρες, πλούσια νερά και καταπράσινες ρεματιές περιβάλλουν αυτό τo ερημωμένο πλέον μέρος. Μικρό παιδάκι γίνεται μάρτυρας των εμφύλιων συγκρούσεων και αργότερα έζησε για έξι χρόνια σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ο κόσμος της προσφυγιάς, ο ξεριζωμός και οι τραυματικές αναμνήσεις από την πατρίδα θα αποτυπώνονταν στην ποιητική συλλογή Ακάθιστος Δείπνος και στο πεζό Μητριά πατρίδα.
Επέστρεψε για λίγο στο χωριό και μετά ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει. Παράλληλα εργαζόταν σε εργοστάσιο στον Πειραιά για να βιοποριστεί. Τελικά εγκατέλειψε τη Νομική για χάρη της ποίησης. Αν και ο πατέρας του τον προόριζε για δικηγόρο, ο ίδιος δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον εαυτό του με κοστούμι και γραβάτα ή να τακτοποιεί νομικές εκκρεμότητες στις μεγάλες πόλεις της Ηπείρου. Τα πρώτα του βιβλία τα βρήκε σε καροτσάκια στην πλατεία Μοναστηρακίου, αφού δεν τολμούσε να περάσει το κατώφλι των μεγάλων βιβλιοπωλείων της εποχής.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, μου λέει ότι τον επηρέασε βαθιά το γεγονός πως έφυγε νωρίς από τον γενέθλιο τόπο του. Θυμάται, βέβαια, ότι ανάμεσα στους στόχους του ήταν να γίνει δημοσιογράφος ή να ασχοληθεί με οτιδήποτε σχετικό με τη συγγραφή. Έπειτα έγινε βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία. Του αρέσει να λέει ότι ως «ένας παραστρατημένος βιβλιοπώλης» έζησε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Τα περισσότερα χρόνια της επαγγελματικής του ζωής τα πέρασε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Η συζήτησή μας γίνεται μεταξύ ενός κεντρικού καφέ στο Κολωνάκι και της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Στη συνομιλία μας διακρίνω έναν άνθρωπο δωρικό, σεμνό και ευγενή. Μετρημένος, καυστικός αλλά και προσηνής, αιχμηρός όταν πρέπει και σιωπηλός όταν εκείνος το κρίνει. Ένας γητευτής των λέξεων και ένας ιχνηλάτης της μνήμης, που διατηρεί ακόρεστη την όρεξή του να «σκαλίζει» στίχους. Μια πνευματική φυσιογνωμία που με τον ποιητικό της λόγο καθόρισε τον πολιτισμό και με την αφηγηματική της ποίηση εξέφρασε πτυχές της μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας.
Σήμερα πώς σχολιάζει την εποχή μας; «Έρχονται νύχτες βροχερές, βαμβακερές ομίχλες;» τον ρωτώ, θυμίζοντάς του έναν δικό του στίχο από την προσωπική του συλλογή με τίτλο Παραλογή. Κι εκείνος απαντά: «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι μια καλή εποχή αυτή που ζούμε. Πολλές έγνοιες, φόβοι και ανησυχίες. Πρόσφατα πέρασα μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και δεν σου κρύβω ότι με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι πολύ περίεργο. Σκεφτόμουν το μαρτύριο της συνέχειας στην περίπτωση που γινόμουν καλά. Αναλογιζόμουν πόσο θα ζήσω ακόμη μέσα σε τούτο τον κόσμο; Γύρω μας παντού αρρώστιες, θάνατοι, πίκρα, δυστυχία και δυσβάστακτες απώλειες. Με έχει κουράσει πια αυτή η κατάσταση. Μοιραία φέρνω στη μνήμη μου το γνωστό μοιρολόι που λέει: “Σήκω Μαριόλα από τη γη κι από το μαύρο χώμα. Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια”. Μια ανηφόρα η ζωή μας. Ένας ατελείωτος ψυχικός πόνος, μια λύπη, ένας θρήνος. Άνθρωποι χάθηκαν για πάντα εξαιτίας μιας πανδημίας και σήμερα εξελίσσεται πάλι ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Μου λείπουν οι στιγμές που οι άνθρωποι χαίρονταν με τα μικρά και τα λίγα. Όλα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα».
Συγχρόνως του επισημαίνω ότι προέρχεται από τον ανήσυχο κόσμο της αριστεράς και εκείνος χαριτολογώντας αναφέρει ότι ακόμη ψηφίζει ΚΚΕ εσωτερικού. «Η αριστέρα σήμερα όχι μόνο δεν έχει αντοχές αλλά δεν βλέπω να έχει και μέλλον», λέει με μελαγχολικό ύφος.
Παλαιότερα είχε γράψει: «Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση, κι εγώ που δεν διαβάζω, κινδυνεύουμε. Εσύ να χάσεις τα ποιήματα, κι εγώ τις αφορμές τους». Τι τον εμπνέει σήμερα; «Είναι ιαματική η ποίηση. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που γράφουν μόνο όταν το αισθανθούν καθώς και όταν αυτό που θέλουν να πουν έχει μέσα τους ωριμάσει. Νιώθω, ωστόσο, ότι στην καθημερινότητά μας πορευόμαστε σαν να είμαστε ναρκωμένοι». Όσον αφορά το εκδοτικό τοπίο και τη σχέση μας με τη ανάγνωση, επισημαίνει: «Σήμερα υπάρχει μια πληθώρα πεζογραφημάτων χωρίς κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Στην Ελλάδα πάντα είχαμε την τάση να γράφουμε περισσότερο και να διαβάζουμε λιγότερο, αλλά, παρά την τόση διάχυση της πληροφορίας, η ανάγνωση είναι κάτι πολύ ισχυρό για να χαθεί στη λήθη. Με ενοχλεί, όμως, να βλέπω κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας να ανεβαίνουν πλέον μαζικά στις εγχώριες θεατρικές σκηνές».
Σε μια εποχή που οι λέξεις χάνουν το βάρος τους, εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ποίηση είναι τα πάντα και το τίποτα. Ως ολιγογράφος πάντα επιθυμούσε, μέσω της ποίησης, να μετατρέπει σε λυτρωτική παραμυθία τις πίκρες και τα βάσανα. Να εστιάζει στις αναμνήσεις και να τις μεταστοιχειώνει σε στίχους. «Η ποίηση είναι ένας αδιάκοπος συνδυασμός. Αφενός μπορεί να αποτελέσει μια βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη και αφετέρου να εξελιχθεί σε μια πολυτελή κοινωνική συνθήκη. Παγιδεύεσαι στον ιστό των λέξεων, αλλά δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Ωστόσο μπορείς να τον κινητοποιήσεις, να τον προβληματίσεις. Δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Έχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν. Γι’ αυτό: “Να μην κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Κι η διάρκεια είναι πάθος”»», αφηγείται.
Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Νίκος Ξυδάκης. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον ποιητή και στον στιχουργό; «Η στιχουργική είναι μια στρατευμένη τέχνη. Γράφεις και ξέρεις ότι το τραγούδι πρέπει να γίνει επιτυχία. Πολλοί από τους στίχους που έχω γράψει ως ποιητής δεν θα μπορούσαν να μελοποιηθούν γιατί διαφέρει η εσωτερική διαδικασία και οι αφορμές. Το κοινό του τραγουδιού το έχεις πάντα στο μυαλό σου, δηλαδή ξέρεις πού απευθύνεσαι. Επίσης, παλιότερα γνώριζες εκ των προτέρων ότι οι ρόλοι ήταν διακριτοί. Υπήρχε ο συνθέτης, ο στιχουργός και ο ερμηνευτής. Στις μέρες μας ο τραγουδιστής είναι εκείνος που τα παίρνει όλα», αναφέρει.
Η διαδρομή του ήταν και παραμένει επηρεασμένη από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, του Γιώργου Σεφέρη και του Νίκου Γκάτσου, ενώ ο ξένος ποιητής που τον σημάδεψε ήταν ο Αμερικανός Έντγκαρ Λι Μάστερς. Πρόσφατα δεν δίστασε να διασκευάσει με έναν τρόπο ζωντανό και εύληπτο τα έργα του Ομήρου, την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, απευθυνόμενος κυρίως σε νέους. «Θέλησα να διασώσω ψήγματα του ανθηρού λόγου των Ελλήνων, του ποιητικού κυρίως, αλλά όχι μόνο. Έτσι ενσωμάτωσα στην αφήγηση στίχους επώνυμων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών αλλά και δημοτικών τραγουδιών, για να τους βρουν οι νεότεροι. Στην ουσία, αυτό που θέλησα να κάνω είναι μια ομαδική αυτοβιογραφία όλων μας. Επειδή όμως εγώ κρατάω το μαχαίρι εγώ και το πεπόνι, ως αφηγητής ανθολόγησα στίχους που με παρηγόρησαν και με βοήθησαν να πορευτώ. Γι’ αυτό και είναι από μνήμης, δεν έψαξα σε βιβλία. Ελπίζω να ενδιαφέρουν και τους άλλους, και ιδιαίτερα τους νέους», έχει πει στο παρελθόν.
Το μαύρο και το σκοτεινό είναι ο μαγνήτης του, απόρροια των πρώτων, δύσκολων χρόνων της ζωής του. Έτσι, δεν έχει απάντηση στο τι είναι ευτυχία, προτιμά να προκρίνει τη λέξη «σοφία». Μάλιστα, φέρνει στη συζήτηση το παράδειγμα του Ρεμπό, ο οποίος μόλις στα δεκαεννιά του χρόνια είχε τελειώσει με την ποίηση και δεν αναζητούσε την απάντηση στο τι είναι ευτυχία.
Παντρεμένος με την Πόπη Γκανά των εκδόσεων Μελάνι, έχουν κάνει δύο παιδιά και έχουν δύο εγγονούλες. Τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή; «Σκέφτομαι διαρκώς ποιες σκέψεις θα κυριαρχούσαν στο μυαλό μου αν ήμουν παιδί. Νομίζω ότι τελικά το πρώτιστο στη ζωή είναι να καταφέρεις γίνεις αυτό που θέλεις. Πριν από λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου, έχοντας φτάσει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Τη μητέρα μου δυστυχώς την έχασα το 1985. Αυτό, λοιπόν, που θα ήθελα είναι να είχε ζήσει λίγα χρόνια ακόμα και να έβλεπε αυτά που κατάφερα. Πάντα ανησυχούσε για το τι θα έκανα στη ζωή μου. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της έγραψα για εκείνην το ποίημα “Εσύ δεν θα πεθάνεις”: “Εσύ δεν θα πεθάνεις. Μάζεψε τη φωτιά. Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν”. Επίσης, το μόνο που επιθυμώ από δω και πέρα είναι, όσο ακόμη ζήσω, αυτά τα χρόνια να είναι καθαρά. Άλλωστε, δεν έβλαψα ποτέ κανέναν».
Φεύγοντας, σκέφτομαι τον πυρήνα της ποίησης του Μιχάλη Γκανά. Η ξενιτιά, η οικογένεια, η φύση, ο μόχθος, η φυγή, η φιγούρα της μάνας, η πατρίδα, οι ρίζες, οι τόποι, τα βιώματα και η απώλεια αγαπημένων ανθρώπων συνθέτουν το ποιητικό του σκηνικό με στίχους ατόφιους και απέριττους. Πρόκειται για έναν εκπρόσωπο της γενιάς του ’70, λιτό, διεισδυτικό, ευθύβολο και περιεκτικό, που έγραφε όλα αυτά τα χρόνια για το ανέφικτο της επιστροφής και την αξία όλων αυτών που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Το έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό, είναι διανθισμένο με επιρροές από τη δημοτική παράδοση. O ίδιος συνεχίζει να χαρακτηρίζει τον εαυτό του «οικογενειακό ποιητή» κι αυτό το θεωρεί στάση ζωής. Τέλος, η ποίηση γι’ αυτόν παραμένει μοναχική περιπλάνηση και συνάμα λύτρωση.
Καθώς περπατώ στους δρόμους της πόλης, στο μυαλό έρχονται κάποιοι δικοί του στίχοι που περιγράφουν το δυσαναπλήρωτο κενό των ανεκπλήρωτων ερώτων. Είναι απ’ τον «Ύπνο του Καπνιστή»: «Εγώ τον πόνο τον βαστώ, την πίκρα την αντέχω, κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω». Αναντίρρητα, η ποίηση του Μιχάλη Γκανά συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και δημιουργίας, ένα ειλικρινές και δημιουργικό αντίδοτο στη φθορά από έναν άνθρωπο που όταν τον ρωτάς τι τον έχει διδάξει η ζωή σού απαντά: «Και τι να πω για τη ζωή, τη ζω, με ζώνει, με πονάει, και τι να πω για την αγάπη, δεν τη σπούδασα την ξέρω από στήθους».
O Mιχάλης Γκανάς φωτογραφήθηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Τα τελευταία βιβλία του «Ομήρου Οδύσσεια» και «Ομήρου Ιλιάδα» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.