ΕΝΑ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟ, ΣΥΧΝΑ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΟΠΗΣ, «αντρίκιο» σινεμά και οι πολύπλοκες παράμετροι του οργανωμένου εγκλήματος συνθέτουν το κινηματογραφικό σύμπαν του συνεχιστή της υφολογίας και συχνά της θεματικής του Μάικλ Μαν και του Σίντνεϊ Λιούμετ, Αυστραλού Τζάστιν Κερζέλ, και το «The Order» δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα του.
Το αστυνομικό δράμα, που μοιάζει να βγήκε από τα '70s, όπως και ο κεντρικός χαρακτήρας του ντετέκτιβ, Τέρι Χασκ, δανείζεται την τραχιά, ασυμβίβαστη ορμή του Ποπάι Ντόιλ/Τζιν Χάκμαν από το σαφώς πιο μητροπολιτικής ατμόσφαιρας «French Connection» του Φρίντκιν, και συνδέει την εξτρεμιστική ομάδα νεοναζί που έδρασε τρομοκρατικά στις αραιοκατοικημένες βορειοδυτικές Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του '80 με τα φαινομενικά άτακτα γκρουπούσκουλα των διψασμένων για αίμα Ρεπουμπλικανών οπαδών του Τραμπ που μπούκαραν στο Καπιτώλιο το 2021, αμέσως μετά τις χαμένες εκλογές και την παραίνεση του απερχόμενου Προέδρου για μπάχαλο, μέσω ενός εγχειριδίου με τον τίτλο «Turner Diaries», που μοιραζόταν σε κατηχητικές συγκεντρώσεις και προέτρεπε ανενδοίαστα και συστηματικά σε οργανωμένη επανάσταση και στη σύλληψη, τη βιαιοπραγία εναντίον και τον απαγχονισμό των «ληστών» της λευκής Αμερικής.
Ξεγλιστρώντας συνέχεια, ο Μάθιους συναντιέται σε λίγες αλλά καίριες σκηνές με τον διώκτη του, ενίοτε ποιητικά και τραβηγμένα, όταν ο Κερζέλ θέλει να παίξει και λίγο σκάκι με την πλοκή ή να δημιουργήσει δραματικές παρενθέσεις πιο θεαματικές από τον αργό ρυθμό της νωθρής, σαθρής αμερικανικής επαρχίας.
Η ανατριχιαστική παλιννόστηση ενός άριου έθνους γινόταν ακόμη πιο δύσκολο να εντοπιστεί στα βουνά και τα δάση προ ψηφιακής εποχής, γι’ αυτό και ο Χασκ του μεγαλοπρεπούς Τζουντ Λο, ένας ραγισμένος αλλά επίμονος τύπος χωρίς άγκυρα, προχωρά ακάθεκτος εκεί που οι τοπικές αρχές διστάζουν να ενοχλήσουν μια νέα τάξη, που ενδεχομένως δεν υποψιάζονται καν. Παρέα με έναν ευσυνείδητο αστυνομικό (ο πάντα φιλότιμος Τάι Σέρινταν) ψάχνει ενοχοποιητικά στοιχεία μετά την εξαφάνιση ενός κατοίκου, ρωτά –συχνά αγενώς– για να μάθει πόσο ευρεία είναι η κινητοποίηση της κρυφής ομάδας, και καταλήγει στον εμπνευστή Μπιλ Μάθιους (Νίκολας Χουλτ, ο οποίος είχε παίξει και στο «True History of the Kelly Gang», του ίδιου σκηνοθέτη), έναν όμορφο άνδρα αψυχολόγητης ψυχρότητας με ιδιαίτερα προσόντα ηγέτη αίρεσης, από εκείνες τις σαγηνευτικές σφίγγες που εύκολα θα ξέφευγαν από τη λίστα υπόπτων.
Ξεγλιστρώντας συνέχεια, ο Μάθιους συναντιέται σε λίγες αλλά καίριες σκηνές με τον διώκτη του, ενίοτε ποιητικά και τραβηγμένα, όταν ο Κερζέλ θέλει να παίξει και λίγο σκάκι με την πλοκή ή να δημιουργήσει δραματικές παρενθέσεις πιο θεαματικές από τον αργό ρυθμό της νωθρής, σαθρής αμερικανικής επαρχίας. Ωστόσο, η δύναμή του βρίσκεται στο ανεβασμένο τέμπο, και το «The Order» αποκτά μεγαλύτερο νόημα όποτε ο Τζουντ Λο έρχεται ολοένα και πιο κοντά στον στόχο του, διαισθητικά κατανοώντας το μέγεθος ενός εγκλήματος μεγαλύτερου από ό,τι δείχνει.
Δυο προσηλωμένοι και αδιάφοροι για τις συνέπειες πρωταγωνιστές από διαφορετική εκκίνηση πάντα συνιστούν ένα ενδιαφέρον δράμα, και οι σπόροι της νέας «καυκάσιας» Τάξης για την οποία μας προειδοποιεί η ταινία συμπίπτει καλλιτεχνικά με τον παγκόσμιο συναγερμό γύρω από την άνοδο και την πολιτική επικράτηση της ρατσιστικής ακροδεξιάς.