Κάθε είδηση που γράφεται για την Ελένη Παπαδάκη, μία από τις πιο επιφανείς ηθοποιούς που γνώρισε η Ελλάδα, πυροδοτεί το ενδιαφέρον∙ το ενδιαφέρον αυξάνεται λόγω των συνθηκών του θανάτου της, ενώ μέχρι σήμερα παραμένουν στο σκοτάδι κάποιες πτυχές των γεγονότων και των προσώπων που σχετίστηκαν με την ιστορία της.
Η εύρεση μιας μπομπίνας με υλικό από την τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο την περίοδο 1943-4, την «Εκάβη», θα μας επιτρέψει να δούμε και να ακούσουμε για λίγα λεπτά τη μοναδική αυτή ηθοποιό. Το τι συνέβαινε, το κλίμα που υπήρχε στην παράσταση αυτή εναντίον της Παπαδάκη περιγράφει ο Μάνος Ελευθερίου στο μυθιστόρημα που έγραψε για τη μεγάλη πρωταγωνίστρια με τίτλο «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», σε ένα διαφωτιστικό κείμενο με αφορμή την επέτειο του θανάτου της.
«… Ο Μυράτ αποφεύγει ακόμα να αναφέρει τον πόλεμο, τον παροξυσμό και τις λυσσαλέες επιθέσεις που δεχόταν η Παπαδάκη στα δύο τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής της και από συναδέλφους και από τα φύλλα μιας κατάπτυστης “εθνικόφρονης” εφημερίδας. Αυτά τα ήξερε και τα διάβαζε. Ποιος τα χαιρόταν όμως και ποιος τα υπαγόρευε; Και βέβαια θα ήξερε τις τελείως αντισυναδελφικές, πρόστυχες, μοχθηρές, εκδικητικές πράξεις της Ασπασίας Παπαθανασίου (η ίδια η Ασπασία τα γράφει χαρτί και καλαμάρι σε βιβλίο της) και της Αλέκας Παΐζη επάνω στη σκηνή, τις ώρες της παράστασης, όταν η Παπαδάκη υποδυόταν την Εκάβη στο Εθνικό Θέατρο, τον Δεκέμβρη 1943 ‒ και οι δύο κυρίες, νεαρές τότε, συμμετείχαν στον Χορό της ίδιας τραγωδίας! Παραλείπω τα κείμενα γιατί θα στενοχωρηθούμε όλοι».
Ήταν μια γυναίκα έξω από τις νόρμες της εποχής της, κάτι που δεν μπορούσαν να της το συγχωρήσουν. Αυτή η διαφορετικότητα, η ελευθερία, η αμφιλεγόμενη προσωπική της ζωή, οι φήμες για την ερωτική της σχέση με τον Ράλλη και άλλες τόσες για τη στενή προσωπική της σχέση με την Αιμιλία Καραβία έπαιξαν ρόλο ακόμα και στην πορεία της προς τον θάνατο.
Η «Εκάβη» του Ευριπίδη έκανε πρεμιέρα στις 13/12/1943 στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε μετάφραση Νίκου Ποριώτη και σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, με την Ελένη Παπαδάκη στον ομώνυμο ρόλο, τον Μήτσο Λυγίζο ως το φάσμα του Πολύδωρου, την Έλσα Βεργή ως Πολυξένη, τον Νικόλαο Πασχαλίδη ως Οδυσσέα, τον Νικόλαο Ροζάν ως Ταλθύβιο, τον Θάνο Κωτσόπουλο ως Πολυμήστορα κ.ά., όπως διαβάζουμε στο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου.
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης αφηγείται ότι «το φιλμ και το αρχείο της Ελένης Παπαδάκη βρέθηκαν τυχαία από τον αντιδήμαρχο πολιτισμού του Ναυπλίου Κώστα Καράπαυλο. Τα τεκμήρια που βρέθηκαν τα είχε χαρίσει στον δήμο Ναυπλίου ο Κώστας Καρακάσης, δημότης Ναυπλίου που δεν ζει πια και ήταν στενός φίλος του αδελφού της Ελένης Παπαδάκη, Μιχάλη. Ο Μιχάλης Παπαδάκης του είχε χαρίσει το αρχείο της, στο οποίο δεν υπήρχε μόνο η μπομπίνα που βρέθηκε αλλά και η βεντάλια της, φωτογραφίες της προσωπικές, από παραστάσεις, σπάνια προγράμματα θεάτρων που δύσκολα βρίσκει κανείς από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι το μοιραίο γεγονός του θανάτου της».
Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, ψάχνοντας, βρήκε το αρχείο σε μια αποθήκη, παραπεταμένο, κατάλαβε ότι έχει αξία και ζήτησε από τον κ. Γκόνη να μεσολαβήσει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας για να δουν τι περιείχε η μπομπίνα που βρήκαν.
«Επικοινώνησα με τη Μαρία Κομνηνού, πρόεδρο του Δ.Σ. της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, που μας φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα. Ζήτησε να της το στείλουμε, επικοινωνήσαμε πολλές φορές και τώρα που μιλάμε βρίσκεται σε ψυκτικό θάλαμο, σε χημική διαδικασία. Το φιλμ έχει πολλές αλλοιώσεις, όπως μου είπε η κ. Κομνηνού, στο “παρά πέντε γλίτωσε”, είναι εντελώς κατεστραμμένο, ένα δεκάλεπτο πιθανό να υπάρχει και να σωθεί. Πρόκειται για την “Εκάβη” με την Ελένη Παπαδάκη με εικόνα και ήχο και είναι κρίμα που δεν υπάρχει όλο το έργο ‒ έχει διαλυθεί. Ίσως το στείλουν αργότερα στην Μπολόνια, όπου υπάρχει ένα εργαστήριο που ψηφιοποιεί τέτοια κατεστραμμένα αρχεία. Αυτή είναι η ιστορία. Τη σωτηρία του αρχείου αυτού την οφείλουμε στον κ. Καράπαυλο και σκεφτόμαστε, επειδή κάνουμε ένα φεστιβάλ εδώ, στην Ακροναυπλία, που έχει μεγάλη απήχηση στον κόσμο, να κάνουμε του χρόνου, αν έχουμε και το φιλμ αυτό, κάτι για την Ελένη Παπαδάκη», λέει ο κ. Γκόνης. «Ίσως καταφέρουμε να έχουμε ένα ντοκουμέντο πολύ σπουδαίο».
Ο θεατρολόγος και ερευνητής Ηλίας Μαλανδρής μου λέει ότι μπομπίνα που βρέθηκε στην αποθήκη του Ναυπλίου είναι σε φιλμ 35mm και ότι η μαγνητοσκόπηση πρέπει να έγινε στο Εθνικό Θέατρο τον Δεκέμβριο του 1943 ή τον Ιανουάριο του 1944 (οι παραστάσεις διήρκεσαν από τις 13/12/1943 έως 09/01/1944). «Σαφώς είναι ένα μοναδικό ντοκουμέντο και γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την αποκατάστασή του. Υπάρχει ένα βιβλίο που εκδόθηκε από τον Μιχάλη Παπαδάκη το 1986 με πολλές φωτογραφίες από την παράσταση κι έτσι ίσως βοηθηθούν με αυτό στην αποκατάσταση. Έχει ήχο, αλλά και γι’ αυτόν δεν έχουμε ακόμα σχηματίσει εικόνα σε τι κατάσταση είναι».
Όπως επισημαίνει ο κ. Μαλανδρής, «τη φωνή της Παπαδάκη την έχουμε σε αρκετά τραγούδια γιατί τραγούδαγε οπερέτες. Υπάρχει μια ηχογράφηση από το BBC ‒όχι σε ρόλο, μιλάει για κάποιους ηθοποιούς που γνώρισε‒ και άλλη μια που ζητά χρήματα για τους σεισμοπαθείς της Καλαμάτας εκείνη την εποχή – κάτι αντίστοιχο έχουμε και με την Κοτοπούλη. Πιθανότατα υπάρχει και σε μια εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη, αλλά δεν την έχουμε βρει ακόμα στην ΕΡΤ»
Πριν από πολλά χρόνια ο Ηλίας Μαλανδρής είχε κάνει μια εκπομπή με την Ολυμπία Παπαδούκα που έβγαζε τις προκηρύξεις κατά των Γερμανών στα υπόγεια του Εθνικού Θεάτρου. «Θέλω να καταθέσω ότι αυτό που μου είχε πει η Παπαδούκα για την Παπαδάκη», αφηγείται ο κ. Μαλανδρής, «παρότι βρίσκονταν σε αντίπαλα, ας πούμε, στρατόπεδα, ήταν πως η Παπαδάκη ήταν μια εξαιρετική γυναίκα, πολύ μορφωμένη, γερμανοτραφής βεβαίως, ήξερε άψογα γερμανικά ‒ τότε οι μεγάλοι μύστες του αρχαίου δράματος είχαν σπουδές στη Γερμανία. Αυτό που γνωρίζουμε για τις σχέσεις της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη ήταν ότι υπήρχαν πολύ πριν από την Κατοχή. Με αυτό δεν δίνουμε συγχωροχάρτι, αλλά δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες αυτής της εποχής, δεν πρέπει να κρίνουμε ελαφρά τη καρδία. Η Παπαδούκα μου έχει πει ότι η ίδια ευνοήθηκε από τη σχέση με την Παπαδάκη, όταν συνελήφθη μεσολάβησε εκείνη και την άφησαν ελεύθερη. Οπωσδήποτε δεν ήταν καταδότρια. Διαβάζοντας τις εφημερίδες της εποχής καταλαβαίνεις ότι σε σκότωναν για ψύλλου πήδημα, η ιδεολογία χρησιμοποιούνταν και για ίδια συμφέροντα, σε κατέδιδαν για κομμουνιστή ή για το αντίθετο».
Ο Ηλίας Μαλανδρής μου λέει πως, όπως του έχει πει η Παπαδούκα, αυτός που εκτέλεσε για λογαριασμό του ΚΚΕ τον εκτελεστή της Παπαδάκη, ο Νίκος Ανδρικίδης, ο οποίος παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, όταν βγήκε από τη φυλακή, μετά από είκοσι χρόνια, έστειλε μια επιστολή 14 σελίδων σε όλες τις εφημερίδες, στην οποία κατέγραφε όλα όσα του είχε πει σε αυτό το δικαστήριο που έγινε ο περίφημος «Ορέστης», ο εκτελεστής της Παπαδάκη, και από ποιους πήρε την εντολή. Δεν δημοσιεύθηκε σε καμία εφημερίδα. Ο Ανδρικίδης την έδωσε και στο Θεατρικό Μουσείο, απ’ όπου, όταν έκλεισε, σε μια διάρρηξη, εκλάπη ο φάκελος Παπαδάκη.
Μια ηθοποιός με άσβεστη φλόγα
Όπως λέει και ο Μάριος Πλωρίτης στην εκπομπή «Παρασκήνιο», η Παπαδάκη «ήταν μια ηθοποιός που απέπνεε αυτή την επιβλητικότητα, την πνευματικότητα που δεν είχαν άλλες ηθοποιοί. Είχε μεγάλη μόρφωση, ήξερε τραγούδι, αρχαία ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά».
Η Παπαδάκη είχε γεννηθεί στις 4 Νοεμβρίου 1904 στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία 17 ετών, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης του Σπύρου Μελά το 1925, στην παράσταση «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Λουίτζι Πιραντέλο. Η πρώτη παρουσία της χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως «αποκάλυψη». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την Κυβέλη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Νίκο Δενδραμή, τον Γιώργο Παππά, τον Π. Γαβριηλίδη. Το 1931 έπαιξε με δικό της θίασο στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισέπραξε ενθουσιώδεις κριτικές. Το 1933 ξεκίνησε τη συνεργασία της με το Εθνικό (τότε Βασιλικό) Θέατρο, όπου έμεινε ως το τέλος. Έπαιξε σε 32 παραστάσεις μαζί με τους κορυφαίους του καιρού της, Παξινού, Κυβέλη, Κοτοπούλη, Μανωλίδου, Βεάκη, Δενδραμή, Δημήτρη και Μιράντα Μυράτ, Παππά. Ο πρώτος της ρόλος ήταν στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόργκμαν» του Ίψεν και ο τελευταίος της στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, δέκα χρόνια αργότερα.
Ήταν μια γυναίκα έξω από τις νόρμες της εποχής της, κάτι που δεν μπορούσαν να της το συγχωρήσουν. Αυτή η διαφορετικότητα, η ελευθερία, η αμφιλεγόμενη προσωπική της ζωή, οι φήμες για την ερωτική της σχέση με τον Ράλλη και άλλες τόσες για τη στενή προσωπική της σχέση με την Αιμιλία Καραβία έπαιξαν ρόλο ακόμα και στην πορεία της προς τον θάνατο. Το ανήσυχο πνεύμα της και η υποκριτική της δεινότητα δημιούργησαν ένα κλίμα αντιπαλότητας και φθόνου μέσα στο Εθνικό. Οι παραγκωνισμοί την οδήγησαν να γράψει και να διαμαρτυρηθεί στο Δ.Σ. του θεάτρου.
Η Μιράντα Μυράτ τη μισούσε θανάσιμα, ενώ ήταν γνωστή η αντιπαλότητά της με την Κατίνα Παξινού. Για να διακόψουν την ερμηνεία της, συνάδελφοί της που συμμετείχαν στον Χορό συνήθιζαν να λιποθυμούν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αν και αποδεδειγμένα έσωσε πολλούς συναδέλφους της κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο μέγας Αιμίλιος Βεάκης, ως μέλος του Δ.Σ. του ΣΕΗ, πρωτοστάτησε στη διαγραφή της το φθινόπωρο του 1944 με άλλους επτά ηθοποιούς που χαρακτηρίστηκαν δωσίλογοι. «Θάνατος στην πουτάνα», ήταν το σύνθημα. Η διαγραφή της από το ΣΕΗ κατά πολλούς σήμανε την αρχή του τέλους. «Μέσα σ’ εκείνη τη φονική σιωπή δυστυχώς δεν ακούστηκαν δύο μεγάλες γυναικείες φωνές, ισάξιες του Βεάκη: της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Σαπφώς Αλκαίου. Ήταν οι τρεις ηθοποιοί μπροστά στους οποίους εκείνες τις φαρμακωμένες ώρες όλοι και όλες στέκονταν προσοχή, θέλοντας μη θέλοντας. Ήταν, όπως και να το κάνουμε, αυτό που συνηθίζεται να λέγεται για τέτοιες προσωπικότητες, “ιερά τέρατα”», γράφει ο Μάνος Ελευθερίου.
Ένα ζοφερό, άδικο τέλος
Η Ελένη Παπαδάκη εκτελέστηκε μετά τη σύλληψή της στις 21 Δεκεμβρίου 1944 από μέλη της πολιτοφυλακής Γαλατσίου-Πατησίων που τελούσε υπό την ηγεσία του φοιτητή Ιατρικής Κώστα Μπιλιράκη στο σπίτι του γραμματέα του ΕΑΜ Θεάτρου Δημήτρη Μυράτ, όπου είχε καταφύγει. Πέρασε από σύντομο ανταρτοδικείο μαζί με άλλους επτά εθνοφύλακες. Αρχικά ο καπετάνιος «Ορέστης» την προόριζε για όμηρο του ΕΛΑΣ, αλλά μόλις έμαθε την ταυτότητά της την καταδίκασε σε θάνατο.
Ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός αναφέρει ότι πρόσωπα όπως η Ελένη Παπαδάκη «αποτελούσαν προφανή στόχο ενός κόσμου που είχε υποφέρει από την κατοχική τρομοκρατία, τις εκτελέσεις, την πείνα και τα μπλόκα και καθοδηγούνταν πλέον από ένα αυθεντικό ταξικό μίσος, στοιχείο που πολλές φορές ξεπέρασε και τις κομματικές επιλογές», ενώ ο ιστορικός Παναγιώτης Δελής αναφέρει ότι η διαφαινόμενη ήττα του ΕΑΜ οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην αδιάκριτη δολοφονία πολλών ατόμων που δεν είχαν συμμετοχή σε πράξεις εναντίον του και ως παράδειγμα φέρνει την Ελένη Παπαδάκη που δολοφονήθηκε από «φανατικούς της Εθνικής Πολιτοφυλακής». Ο ιστορικός Αντρέ Γερολυμάτος αναφέρει πως η δολοφονία της ήταν αποτέλεσμα σκευωρίας από αριστερές συναδέλφους της Παπαδάκη, οι οποίες ζήλευαν την επαγγελματική της επιτυχία, και πως ενοχοποιήθηκε αδίκως παρά το γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκε τις επαφές της με τους Γερμανούς για να διασώσει πολλούς αντιστασιακούς.
Η κηδεία της έγινε έναν μήνα μετά τη δολοφονία της, τον Ιανουάριο του 1945. Αργότερα, ο γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης ζήτησε συγγνώμη. Οι υπαίτιοι, ο «Ορέστης» και ο εκτελεστής Βλάσης Μακαρώνας, δικάστηκαν από ανταρτοδικείο, το οποίο τους καταλόγισε πως έδρασαν κατ’ εντολή των Βρετανών για να δυσφημίσουν το ΕΑΜ, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δημόσια στην πλατεία Κολιάτσου.
Ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός έκλεισε τον επικήδειο που εκφώνησε με τη φράση «Ελένη, συγχώρεσέ μας!». Η Ελένη Παπαδάκη, ένας θεατρικός μύθος του 20ού αιώνα, θα αποτελεί πάντα ένα μυστήριο, μια γυναίκα που γνωρίζουμε μόνο μέσα από αφηγήσεις. Και ίσως ποτέ δεν θα καταφέρουμε να μάθουμε όλη την αλήθεια.