Παρακολουθώντας τη «σιδηρά κυρία» της αμερικανικής «Vogue», πάντα με το τέλεια στρωμένο σακάκι και τη χαρακτηριστική καρέ κουπ, αγέλαστη και ασυγκίνητη, να αρνείται, στο ντοκιμαντέρ που υποτίθεται πως έχει τη σφραγίδα και τον αδιάλειπτο έλεγχό της, να αποχωριστεί τα μαύρα της γυαλιά, ταυτόχρονα κατευθύνοντας την κουβέντα προς την προσωπική της πορεία από το λονδρέζικο πόστο της στην καρδιά των γεγονότων, φοβήθηκα πως το «In Vogue: Τhe ’90s» θα εξελισσόταν σε μια πρόωρα επικήδεια αυτοβιογραφία, ένα ενδελεχές πορτρέτο της υπογεγραμμένο από την ίδια, καθώς δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να ασχοληθεί μαζί της χωρίς τη δική της έγκριση, όπως ακριβώς κάνει για κάθε σελίδα του περιοδικού που έστησε και ανέστησε από τις στάχτες ενός περασμένου μεγαλείου και μιας ξεπερασμένης αισθητικής, με τα επαναλαμβανόμενα εξώφυλλα κοντινών λήψεων υπερμακιγιαρισμένων κοριτσιών, κολλημένων στα λιμνάζοντα, φλούο ’80s και άσχετων με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Με οπτικοακουστικό φόντο, για να μην ξεχνιόμαστε, το «Vogue» της Μαντόνα, στο πρώτο μέρος της σειράς έξι επεισοδίων η Άννα Γουίντουρ καταλαμβάνει τη δέουσα περίοπτη θέση και δεν παραλείπει να τονίσει πως με δική της πρωτοβουλία μετέτρεψε έναν ιστορικό τίτλο σε ενεργό κέντρο αποφάσεων, προσλαμβάνοντας μια ομάδα ανθρώπων με ταλέντο και συχνά αντίθετη άποψη από τη δική της, «μάτια» που παρατηρούσαν τις τάσεις, εγνωσμένης αξίας αλλά και με όρεξη να ανακαλύψουν και να προτείνουν το καινούργιο.
Με οπτικοακουστικό φόντο, για να μην ξεχνιόμαστε, το «Vogue» της Μαντόνα, στο πρώτο μέρος της σειράς έξι επεισοδίων η Άννα Γουίντουρ καταλαμβάνει τη δέουσα περίοπτη θέση και δεν παραλείπει να τονίσει πως με δική της πρωτοβουλία μετέτρεψε έναν ιστορικό τίτλο σε ενεργό κέντρο αποφάσεων.
Ευτυχώς, τα πρόσωπα που την πλαισιώνουν μπαίνουν γρήγορα στο κάδρο και μαζί με τους πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης, από τα διάσημα μοντέλα και τους εμβληματικούς σχεδιαστές μέχρι τις τότε πιο γνωστές ηθοποιούς, μας συστήνονται ως αφηγητές, μετατοπίζοντας έντεχνα το point of view στις βιωματικές τους εμπειρίες.
Η Γκρέις Κόντινγκτον, με το πεισματάρικο βλέμμα της προς την αφτιασίδωτη καλαισθησία, ο χαμηλόφωνος πλέον Χάμις Μπόουλς της βρετανικής σχολής του ιστορικά σωστού γούστου, η ψύχραιμη ισορροπία της Τόνι Γκούντμαν και η εύφλεκτη, larger than life Καρλίν Σερφ ντε Ντουτζέλ με τα σπαρταριστά «booooring» επιφωνήματά της, είναι όλοι οι «άνθρωποι της προέδρου», ακούραστοι εργάτες με προσωπικότητα και ερευνητικές διαθέσεις, οι οποίοι θέτουν τις βάσεις ενός εκδοτικού φαινομένου μέσα από τις ανεκδοτολογικές τους αναμνήσεις και τη συνδυαστική εξιστόρηση της δουλειάς τους μέσα στη «Vogue» με μια μόδα που γεννιόταν και εκφραζόταν στους δρόμους.
Ο Έντουαρντ Ένινφουλ δίνει τη διάσταση της καίριας τομής που συντελέστηκε στην αυγή της νέας δεκαετίας: πρώην μοντέλο και ιθύνων νους του καινοτόμου «i-D», υπήρξε ένας από τους καταλυτικότερους συντελεστές του βρετανικού αντικατεστημένου, λανσάροντας την απέριττη λιτότητα της Κέιτ Μος, την ίδια στιγμή που η αμερικανική «Vogue» έκανε τη δική της πολυτελή επανάσταση, αποθεώνοντας την αγία τριάδα των μοντέλων Κρίστι Τέρλινγκτον - Ναόμι Κάμπελ - Λίντα Εβανγκελίστα με τα θρυλικά shoots των δεινότερων φωτογράφων εκείνης της περιόδου.
Οι δυο αντιθετικοί κόσμοι συνέκλιναν μέσω της πιο απροσδόκητης street μόδας που κυριάρχησε προς τα μέσα των ’90s, το grunge, που εύλογα απεχθανόταν η απερίστροφα glamorous και «καθαρή» Γουίντουρ, αλλά, τι να κάνει; Εμπιστεύθηκε την ορμητική τάση και τη επίμονη Κόντινγκτον, ασπάσθηκε αυτό που ανέκαθεν ευαγγελιζόταν, δηλαδή τη φωνή του κόσμου, πιστή στην πεποίθηση πως η δική της «Vogue» δεν θα αποστρέψει ποτέ το βλέμμα της απ’ ό,τι πιο συναρπαστικό κινείται εκεί έξω.
Το δεύτερο επεισόδιο επικεντρώνεται στους Βρετανούς σχεδιαστές, τον Αλεξάντερ Μακουίν, τη Στέλα Μακάρτνεϊ και κυρίως τον Τζον Γκαλιάνο, που αναδείχθηκαν με το θράσος, την τόλμη και τη μαεστρία τους στο Παρίσι, κερδίζοντας μια ανήκουστη θέση στο τιμόνι ιστορικών οίκων μόδας και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο. Επίσης, στρέφει τον προβολέα στους Ιταλούς, από τη βακχική πολυχρωμία του Βερσάτσε ως τον intellectual μοντερνισμό της Μιούτσια Πράντα, και στην έκρηξη που δημιούργησε το αξέχαστο show του Τομ Φορντ για την Gucci, όταν αναστάτωσε μια σκονισμένη φίρμα με τσάντες, logo και loafers με τις αισθησιακές γραμμές και την ηδυπαθή επαναφορά των sexy ’70s.
Με το τέμπο να στρώνει, κάποια ενδιαφέροντα θέματα, όπως οι συνέπειες του heroin chic και τα ντόμινο διαδοχής μέσα στη βιομηχανία της μόδας, να θίγονται εμβόλιμα καθώς και μεγάλα ονόματα να συμμετέχουν πιο ενεργά στην on camera κουβέντα (το In Vogue δεν έχει επίσημο σκηνοθέτη στα credits και βασίζεται σε πρόσφατο podcast του περιοδικού, ουσιαστικά οπτικοποιώντας την προφορική ιστορία), το τρίτο κεφάλαιο φτάνει στην εικόνα της βίβλου της μόδας όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, δηλαδή στο επιτυχημένο φλερτ με το Χόλιγουντ, που μέχρι τότε αγνοούσε την έννοια του στυλίστα και επίτηδες δεν έδινε σημασία στο κόκκινο χαλί, με ηθοποιούς όπως η Κλερ Ντέινς και η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ να ντύνονται μόνες τους και να θυμούνται πως μια υπερβολικά επιμελημένη εμφάνιση θα προκαλούσε βάσιμες αμφιβολίες για τη σοβαρότητα των καλλιτεχνικών τους προθέσεων.
Στη μεγάλη επιχείρηση απόδρασης από τον πλανήτη των υπερμοντέλων, η Γκουίνεθ Πάλτροου, σε λήψεις εξίσου ρηξικέλευθα φυσικές με εκείνες της Μαντόνα από το 1989, έγινε η πρώτη καθαρόαιμη σταρ που φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο, έστω κι αν χρειάστηκαν τέσσερις συνεδρίες και ένα αυθόρμητο, λυτρωτικό φιλί από τον τότε αρραβωνιαστικό της Μπραντ Πιτ, για να έρθει το ιδανικό αποτέλεσμα.
Η κερκόπορτα άνοιξε διάπλατα για δεκάδες απενοχοποιημένες πλέον σταρ, με το μεγάλο break να γίνεται με τη Νικόλ Κίντμαν και το κεντημένο chartreuse (πρασινοκίτρινο) φόρεμα από τον Γκαλιάνο (για τον Dior) στην απονομή των Όσκαρ του 1997 – αυτό το ρούχο έχει τη δική του σελίδα στη Wikipedia, όπως άλλωστε και το περίφημο ροζ Ralph Lauren που φορούσε η Πάλτροου τη φορτισμένη βραδιά που βραβεύθηκε με Όσκαρ για τον Ερωτευμένο Σαίξπηρ.
Η «Vogue» διατείνεται πως όχι απλώς προξένεψε τους σχεδιαστές στις σταρ αλλά διαμόρφωσε το κατάλληλο κλίμα για να αποκτήσει η υψηλή ραπτική ορατότητα στην τελευταία φάση ακμής της κινηματογραφικής και της μουσικής βιομηχανίας, όταν το MTV παρακολουθούσαν, εκτός από τους μουσικόφιλους, εκατομμύρια διψασμένοι fashionistas και η τηλεόραση και οι live απονομές βραβείων επηρέαζαν και σήμαιναν κάτι για τα νέα παιδιά, λίγο πριν το internet πραγματικά «τα αλλάξει όλα» – η πρόταση-κλειδί των πρωταγωνιστών του ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνεται σαν mantra με αυτή την ενθουσιώδη έκπληξη που διακρίνει τους δημιουργούς των τάσεων μπροστά στη θεία παρουσία ενός μοντέλου ή ενός ρούχου.
Το σύμπαν της μόδας, όσο κι αν τρέφεται από τη φαντασία των καλλιτεχνών, το ταλέντο των τεχνιτών και τις επινοήσεις των εφήβων που δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν όταν κάνουν το κέφι τους με τα ρούχα που επιλέγουν, δεν παύει να είναι ένας μικρόκοσμος που μεγαλοποιεί την εξωτερική εμφάνιση και εκλογικεύει την αυθαιρεσία του γούστου, συνήθως αδιαφορώντας για την πολιτική, την τέχνη και την κοινωνία.
Η διαφορά είναι πως η «Vogue» το κάνει επιστημονικά και οι διάκονοί της είναι λόγιοι σε σύγκριση με τον υπόλοιπο χώρο, καταρτισμένοι και έμπειροι επαγγελματίες, αφοσιωμένοι και απερίσπαστοι σε μια αποστολή που πιστεύουν ολόψυχα και υπηρετούν συνήθως για μακρύ και επίπονο χρονικό διάστημα.
Στο λυκόφως της καριέρας της, καθώς οι φήμες για αποχώρηση βοούν και αναιρούνται εξίσου συχνά εδώ και αρκετές σεζόν, η Γουίντουρ, ατάραχη απέναντι στον πεζό ρεαλισμό, πάντα οχυρωμένη στο chic πατρικίας, ομολογεί διστακτικά μερικές από τις αδυναμίες της και προσπαθεί, μαζί με την εκλεκτή της ομάδα, να μας πείσει πως η δεκαετία της έλευσής της στο προσκήνιο ήταν η πιο κρίσιμη και επαναστατική στον χώρο της μόδας, συμπλέοντας έτσι με την επίκαιρη άποψη πως μόνο στα ’90s συνέβη ότι αξίζει να θυμόμαστε. Ως έναν βαθμό το καταφέρνει, ακολουθώντας την προσφιλή της τεχνική: αφήνει τους άλλους να συμφωνούν μαζί της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.