Ο ΤΖΕΡΙ ΛΙΟΥΙΣ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ να δει κανείς ποτέ την ταινία The Day the Clown Cried [Η μέρα που έκλαψε ο κλόουν]. Τουλάχιστον όχι κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ήξερε ότι αυτό που ήλπιζε ότι θα ήταν ένα αριστούργημα είχε στην πραγματικότητα αποδειχθεί μια μνημειώδης καταστροφή και ένα στίγμα στην καριέρα του.
Όταν παρέλαβε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 2013, είπε αναφερόμενος στην ταινία που είχε γυρίσει πριν από σαράντα χρόνια: «Κανείς δεν θα τη δει ποτέ επειδή ντρέπομαι για το πόσο κακή δουλειά ήταν. Ήταν όλα λάθος και ήταν λάθος επειδή είχα χάσει τη μαγεία».
Ο Λιούις, ο επονομαζόμενος βασιλιάς της κωμωδίας, κράτησε για τον εαυτό του τη μοναδική κόπια της «περιβόητης» ταινίας, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός κλόουν που φυλακίζεται στο Άουσβιτς επειδή κορόιδευε τον Χίτλερ και, σαν τον αυλητή με τον μαγικό αυλό, καταλήγει να οδηγεί υπνωτικά τα παιδιά του στρατοπέδου στους θαλάμους αερίων. Πριν από μερικές μέρες, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το ντοκιμαντέρ From Darkness to Light [Από το σκοτάδι στο φως], των Έρικ Φίντλερ και Μάικλ Λιούρι, το οποίο επιχειρεί να ρίξει φως σε μια ταινία που ο διάσημος κωμικός ήθελε να θαφτεί για πάντα και βασίζεται σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ και σε μια συνέντευξη του ίδιου του Λιούις.
Κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να γυρίσει το σενάριο αυτό με κεντρικό χαρακτήρα έναν ξεπεσμένο κλόουν ονόματι Χέλμουτ Ντορκ, ο οποίος οδηγείται στο Άουσβιτς όπου εκνευρίζει διαρκώς τους Ναζί δεσμοφύλακες, διασκεδάζοντας τα μικρά παιδιά του στρατοπέδου.
Η ραχοκοκαλιά του From Darkness to Light προέρχεται από το The Last Laugh [Το τελευταίο γέλιο, 2016] της Φερν Πέρλστιν, η οποία παίρνει συνεντεύξεις από διάσημους κωμικούς. Η καρδιά της ταινίας όμως προέρχεται από μια συνέντευξη που έδωσε ο Λιούις στον Φρίντλερ, λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του το 2017 σε ηλικία 91 ετών. Πρόκειται για μια συνάντηση κατά την οποία ο κωμικός, ο οποίος ήταν πάντα εξαιρετικά επιφυλακτικός απέναντι στον Τύπο, μίλησε ανοιχτά για το «μεγάλο φιάσκο» της χαμένης ταινίας του.
Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ είχαν επίσης πρόσβαση στο αρχικό, ακυκλοφόρητο, υλικό της ταινίας, το οποίο ενσωματώνουν στο ντοκιμαντέρ – 30 λεπτά από το οποίο είχαν ήδη εμφανιστεί στο διαδίκτυο για ένα διάστημα το 2016. Ο Λιούις παραχώρησε το υλικό που ήταν αρχειοθετημένο στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, υπό τον όρο ότι δεν θα δημοσιοποιηθεί μέχρι το 2024. «Δεν πιστεύαμε καν ότι η ταινία υπήρχε», εμφανίζεται να λέει ο Μάρτιν Σκορσέζε στο ντοκιμαντέρ. «Νομίζαμε ότι ήταν ένας μύθος».
Όλα ξεκίνησαν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Γαλλία, όπου, αντίθετα από την πατρίδα του, ο Τζέρι Λιούις θεωρείτο μαέστρος του σινεμά και μάλιστα από τους πιο απαιτητικούς κριτικούς, οι οποίοι έβλεπαν στο έργο του ένα διακριτικά ειρωνικό όραμα του αμερικανικού τρόπου ζωής. Μετά από μια παράστασή του στο θέατρο Olympia στο Παρίσι, πήγε να τον βρει στα καμαρίνια ένας Ούγγρος παραγωγός, ο Νέιθαν Γουάσμπεργκερ, ο οποίος κατείχε τα δικαιώματα ενός σεναρίου γραμμένου από τους Τσαρλς Ντέντον και Τζόαν Ο’ Μπράιεν.
Κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να γυρίσει το σενάριο αυτό με κεντρικό χαρακτήρα έναν ξεπεσμένο κλόουν ονόματι Χέλμουτ Ντορκ, ο οποίος οδηγείται στο Άουσβιτς όπου εκνευρίζει διαρκώς τους Ναζί δεσμοφύλακες, διασκεδάζοντας τα μικρά παιδιά του στρατοπέδου.
Κάποια στιγμή φτάνει κι η σειρά του για εκτέλεση, αλλά σώζεται τελικά όταν οι Ναζί του προτείνουν να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για να οδηγεί χωρίς φασαρίες τα παιδιά μέχρι τους θαλάμους αερίων. Ο Ντορκ δέχεται και εκτελεί το έργο του χωρίς να συνειδητοποιεί ακριβώς τι κάνει. Στο τέλος, τα παιδιά κρέμονται από τον κλόουν και τον ρωτούν: «Πού πάμε, Χέλμουτ;» και όλοι μαζί, τραγουδώντας και γελώντας, μπαίνουν σε έναν θάλαμο αερίων. Οι πόρτες κλείνουν.
Ο Τζέρι Λιούις «τσίμπησε» αμέσως. Ήθελε να γίνει ένας αξιοσέβαστος κινηματογραφιστής, κι αυτή φαινόταν μια καλή ευκαιρία. Στις αρχές του 1972, έχασε σχεδόν 20 κιλά κατά τη διάρκεια της προ-παραγωγής της ταινίας στο Παρίσι και προσέλαβε τη Χάριετ Άντερσον για να υποδυθεί τη σύζυγο του κλόουν (δηλαδή του ίδιου). Στα μισά των γυρισμάτων στη Στοκχόλμη, ο Ούγγρος παραγωγός την κοπάνησε με μέρος των χρημάτων και όλες τις κάμερες, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Λιούις να ολοκληρώσει την ταινία. Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, πήγε το υλικό στο Λος Άντζελες. Εκεί, συντετριμμένος από το πόσο κακό του φαινόταν, αρνήθηκε να προχωρήσει περαιτέρω τη διαδικασία και το έργο θάφτηκε.
Τι πήγε τόσο στραβά; Η σεναριογράφος Τζόαν Ο’ Μπράιεν πιστεύει ότι έφταιγε το γεγονός ότι εκείνη κι ο Ντέντον είχαν γράψει την ιστορία ενός εγωιστή που αναζητά τη λύτρωση, αλλά ο Λιούις το ξαναέγραψε, αναζητώντας τη δική του εκδοχή στον «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάπλιν. Η Ο’ Μπράιεν πάλεψε για να ανακτήσει τα δικαιώματα του σεναρίου της, το οποίο είναι τώρα και πάλι διαθέσιμο, αν κάποιος άλλος σκηνοθέτης είναι πρόθυμος να το αναλάβει.
Τα αποσπάσματα της ταινίας που μπορεί να δει κανείς στο ντοκιμαντέρ αφήνουν την εντύπωση μιας ασύνδετης και άκαμπτης δουλειάς, είναι δύσκολο όμως να κρίνει κανείς στην πραγματικότητα. Σε μια σκηνή ο κλόουν αγκιστρώνει τη μύτη του στο συρματόπλεγμα. Δίπλα του, ένας άλλος κρατούμενος συλλογίζεται: «Όταν σε κυβερνά ο φόβος, το γέλιο είναι ο πιο τρομακτικός ήχος στον κόσμο». Αυτό που ακούγεται, ωστόσο, είναι οι φωνές των εβραιόπουλων που έχουν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν τον Χέλμουτ από την άλλη πλευρά του φράχτη. Αυτά τα παιδιά είναι εκείνα που θα τον ακολουθήσουν στον όλεθρο.
Υπάρχουν πάντως και εκείνοι που πιστεύουν ότι η ταινία απλά ήταν πολύ τολμηρή και μπροστά από την εποχή της. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο Ρομπέρτο Μπενίνι θα θριάμβευε στα Όσκαρ με την ταινία «Η ζωή είναι ωραία», ακολουθώντας σχεδόν την ίδια πλοκή.
Jerry Lewis - The Day the Clown Cried
Με στοιχεία από EL PAÍS