ΟΤΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ του δημοφιλούς newsletter «La Pause Simone», Κλοέ Τιμπό, ισχυρίζεται πως το σινεμά έχει θρέψει την κουλτούρα του βιασμού, εννοεί το σύνολο των απεικονίσεων που δικαιολογούν και ωραιοποιούν τις σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον των γυναικών. Τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Η συγγραφέας του Επιθυμώντας τη βία: Αυτό/αυτοί που η pop κουλτούρα μάς έμαθε να αγαπάμε (Desirer la violence: Ce(ux) que la pop culture nous a appris a aimer, εκδόσεις Les Insolentes) υποστηρίζει σε πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό «Numero» πως, εκτός από το τέλος της ανδρικής κυριαρχίας στον τομέα της σκηνοθεσίας ταινιών με βασικό θεματικό άξονα την εκδίκηση, είναι φανερό πως οι κακοποιητές δεν είναι γκάνγκστερ με παραμορφωμένα πρόσωπα, αλλά, όπως στην περίπτωση του Κώδικα Κινδύνου, ο υπεράνω πάσης υποψίας Τσάνινγκ Τέιτουμ, ένας λευκός, πάμπλουτος γόης με ιδιόκτητο νησί που ζητάει συγγνώμη μπροστά σε κάμερες μόνο και μόνο για να συνεχίσει ανενόχλητος την ποινικά κολάσιμη δράση του.
Η Ζόι Κράβιτς σκηνοθετεί και η Ναόμι Άκι πρωταγωνιστεί και σώζει την παρτίδα, όπως περίπου έκανε αρκετά χρόνια πριν η Ματίλντα Λουτζ στο Revenge, την «όνομα και πράγμα» ταινία με την ηρωίδα που μένει όρθια μέχρι το παρά πέντε, όταν όλα δείχνουν πως τελείωσαν, και με μια καραμπίνα αποτελειώνει τον διώκτη της. Πρόκειται για το περιπετειώδες θρίλερ που έβαλε στον χάρτη την Κοραλί Φαρζά, πριν προχωρήσει σε πιο πολύπλοκο κινηματογραφικό φεμινισμό, με το συναρπαστικό και πολυσυζητημένο Substance να εξαπολύει μια αιματοβαμμένη επίθεση στον ηλικιακό ρατσισμό, όπως τον διατυπώνει το Χόλιγουντ εδώ και δεκαετίες, στοιχειώνοντας τις ψυχές και τα πρόσωπα των γυναικών που ενσαρκώνουν τα πρότυπα αλλά και όσων τις ακολουθούν ευλαβικά. Η Columbia, ο Άντριου Μπέργκμαν και, όπως είχε αναφερθεί, 20 εκατομμύρια δολάρια τούμπαραν την Ντεμί Μουρ να πετάξει το σουτιέν της στο διαβόητο Striptease του προηγούμενου αιώνα, αλλά χρειάστηκε μια Γαλλίδα σκηνοθέτις να την πείσει να κοιταχτεί στον καθρέφτη, γυμνή και χαρακωμένη από την απόρριψη, στον ρόλο της ζωής της.
Οι woke απόπειρες της Marvel με τις Eternals, τη Madame Web και, βέβαια, την Captain Marvel, όλες στα πλαίσια της ενεργοποίησης ενός κοριτσίστικου κοινού που μετρήθηκε από τους εγκεφάλους των στούντιο ως πρόθυμο να ταυτιστεί με ηρωίδες, προσέκρουσαν σε τοίχο αδιαφορίας ή χλιαρής ανταπόκρισης.
• Η διαφορά ανάμεσα στη βραβευμένη με Όσκαρ Σεναρίου Υποσχόμενη νέα γυναίκα της Έμεραλντ Φένελ ή ακόμη και στο Jennifer’s Body της –κοίτα σύμπτωση– βραβευμένης με Όσκαρ Σεναρίου Ντιάμπλο Κόουντι, εκεί όπου η δαιμονισμένη Μέγκαν Φοξ ξεπαστρεύει τους αρσενικούς συμμαθητές της, και στο ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενο Μη Αναστρέψιμος του Γκασπάρ Νοέ είναι η ηδονοβλεπτική ματιά του σκηνοθέτη, τουλάχιστον σύμφωνα με την Τιμπό, «μια κοκορομαχία που μας κάνει να πιστεύουμε πως ο σύντροφος και ο πρώην σύντροφος του θύματος ενεργούν ανατρεπτικά ή ρεαλιστικά, ενώ ουσιαστικά κεφαλαιοποιούν τη βία εναντίον των γυναικών για χάρη του θεάματος». Αν και σε επίπεδο κινηματογραφικής αισθητικής διαφωνώ με τη συγγραφέα, κατανοώ την ιδεολογική της θέση. Είναι μια ακτιβιστική τοποθέτηση, ένα γενναίο πίβοτ μακριά από την κατεστημένη ανδρική ματιά στις γυναίκες αλλά και τη δικαιωματική «αρσενική» αφήγηση όπως έρρεε χωρίς εμπόδια και αντιρρήσεις.
Από τα πρόσφατα παραδείγματα δύο είναι αυτά που ξεχωρίζουν: το θρασύ queer θρίλερ Ματωμένος δεσμός της Ρόουζ Γκλας με την Κρίστεν Στιούαρτ και την Κέιτι Ο’Μπράιαν και το πιο στοχαστικό και αφοσιωμένο στον σκοπό του Ραντεβού με έναν serial killer της Άννα Κέντρικ. Ακόμα και η αινιγματική Μιλαίδη της Έβα Γκριν παρεμβαίνει δραστικά στην άρρηκτη αδελφότητα των πρόσφατων, λουσάτων Τριών Σωματοφυλάκων σαν παράγοντας χ σε μια κλασική αρσενική εξίσωση.
Τίποτα, βέβαια, δεν συγκρίνεται με το cult hit Strange darling, μια συναρπαστικά μη γραμμική μονομαχία παρανοήσεων μέχρι τελικής πτώσης μεταξύ του Δαίμονα (Κάιλ Γκάρνερ) και της Κυρίας (Γουίλα Φιτζέραλντ), όπου –spoiler alert– αξέχαστο μένει το καταματωμένο, ειρωνικό χαμόγελο της ύστατης γυναικείας τιμωρίας – το σκηνοθέτησε άνδρας ωστόσο, ο Τζέι Τ. Μόλνερ. Καμιά φορά το φύλο δεν προεξοφλεί την προκατάληψη. Πάρτε για παράδειγμα την τριλογία Χ του Τάι Γουέστ. Τα σημαδεμένα πρόσωπα της Μία Γκοθ επιβιώνουν διά πυρός και σιδήρου και αντιστρέφουν τη σωματική και ψυχική εκμετάλλευση ενός αιώνα, από την Pearl ως τη Maxxxine, σε μια επώδυνη και μοναχική μεν, αυτόνομη δε κατάκτηση του πολυπόθητου ονείρου.
• Εδώ και μία γεμάτη δεκαετία υπάρχει μια δόση ορμητικής εκδίκησης στην επιδίωξη της αποκατάστασης μιας ιστορικής αδικίας και της genre ισορροπίας. Ταινίες όπως το Ocean’s 8 ή το all female cast Ghostbusters γυρίστηκαν μάλλον ελαφρά τη καρδία πάνω στην πανηγυρική φούρια της πρώιμης αντίδρασης, σαν επινίκια του ΜeΤoo με ένα απλοϊκό «γιατί όχι κι εμείς;». Οι woke απόπειρες της Marvel με τις Eternals, τη Madame Web και, βέβαια, την Captain Marvel, όλες στα πλαίσια της ενεργοποίησης ενός κοριτσίστικου κοινού που μετρήθηκε από τους εγκεφάλους των στούντιο ως πρόθυμο να ταυτιστεί με ηρωίδες, προσέκρουσαν σε τοίχο αδιαφορίας ή χλιαρής ανταπόκρισης.
Στην περίπτωση ενός αναμενόμενου sequel μεγάλης επιτυχίας, όπως η Furiosa, που δικαιολογείται μέσα από την εξέλιξη των χαρακτήρων του Fury Road, πολλοί αναρωτήθηκαν ποιος ο λόγος ύπαρξης της ηρωίδας που παρατηρεί στη μεγαλύτερη διάρκεια της περιπέτειας αντί να πάρει τη δράση στα χέρια της από την αρχή. Μήπως ο Κουέντιν Ταραντίνο τα είχε πει καλύτερα στο Kill Bill, δεκαετίες πριν; Προφανώς, αντίθετη με τον διαχωρισμό της τέχνης από τη ζωή, η Τιμπό καταγγέλλει μια συνενοχή και επικαλείται την αλήθεια πίσω από τον μύθο για να τοποθετηθεί κάθετα: «Πώς γίνεται να παρακολουθήσουμε σήμερα το Kill Bill ως μια ταινία ενδυνάμωσης των γυναικών, όταν γνωρίζουμε πως ο Χάρβεϊ Γουάινστιν είναι ο παραγωγός της ταινίας και η πρωταγωνίστρια Ούμα Θέρμαν είχε εκμυστηρευθεί στον σκηνοθέτη της, τον Κουέντιν Ταραντίνο, πως της είχε επιτεθεί παραπάνω από μία φορές στο παρελθόν;».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.