Είναι αρχές του 14ου αιώνα στην κεντρική Ιταλία. Στη Σιένα, την πόλη της Τοσκάνης, μια από τις πιο ελκυστικές πόλεις της Ιταλίας ακόμα και σήμερα, ανατέλλει μια χρυσή στιγμή για την τέχνη, καταλύτης μεγάλων αλλαγών.
Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα, η Σιένα ήταν μια από τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ιταλίας. Αν και δεν ήταν λιμάνι, κατείχε στρατηγική θέση στη σημαντική αρχαία οδική και προσκυνηματική διαδρομή «Via Francigena», η οποία ξεκινούσε από τον καθεδρικό του Canterbury, έφτανε μέσω Γαλλίας και Ελβετίας στη Ρώμη και μετά στην Απουλία, από όπου έφευγαν πλοία για τους Άγιους Τόπους. Προσκυνητές, έμποροι, αξιωματούχοι, πάπες, βασιλιάδες και αυτοκράτορες περνούσαν τις πύλες της Σιένα, επιτρέποντας στους Σιενέζους καλλιτέχνες να γνωρίσουν πολλά αντικείμενα που έφερναν αυτοί οι ταξιδιώτες, οι οποίοι με τη σειρά τους αγόραζαν και παράγγελναν έργα ενώ βρίσκονταν στην πόλη.
Μετά από μια σημαντική στρατιωτική νίκη επί των Φλωρεντινών το 1260, οι Σιενέζοι αφιέρωσαν την πόλη τους στην Παναγία, η εικόνα της οποίας ήταν αποτυπωμένη σε όλα τα επίσημα έγγραφα με την επιγραφή «Είθε η Παναγία να προστατεύει την αρχαία Σιένα, την ομορφιά της οποίας διατηρεί». Το 1285, ένα εκλεγμένο συμβούλιο εννέα ηγετών επιλέχθηκε για να κυβερνήσει την κοινότητα και τον λαό της. Τότε ξεκίνησε μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας, η οποία περιγράφεται συχνά ως χρυσή εποχή, μέχρι το 1355, όταν η πανώλη εξάλειψε τον μισό πληθυσμό της πόλης, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τους καλλιτέχνες των οποίων τα έργα εκτίθενται στο ΜΕΤ.
Οι πολύχρωμες σκηνές που ρέουν στα πάνελ, τα κινούμενα σώματα, τα πρόσωπα με αποτυπωμένη επάνω τους τη συγκίνηση, το δραματικό ύφος των σκηνών είναι κάτι που κανένας δεν είχε δει προηγουμένως. Στην έκθεση ζωντανεύει μια πόλη καλλιτεχνών που συνεργάζονται, μαθαίνουν και αναζητούν. Αυτό το τοπικό καλλιτεχνικό φαινόμενο έκανε πάταγο διεθνώς.
Οι καλλιτέχνες, ειδικά οι ζωγράφοι, μεταμόρφωσαν τη Σιένα, ωθώντας την τέχνη τους στα όριά της για να δημιουργήσουν μεγάλα διακοσμητικά σχέδια για κοσμικά και θρησκευτικά κτίρια, ενώ παράλληλα παρήγαγαν εκλεπτυσμένους πίνακες ζωγραφικής μικρής κλίμακας, οι οποίοι συλλέγονταν και θαυμάζονταν πολύ πέρα από τα τείχη της πόλης.
Η έκθεση «Siena: The Rise of Painting, 1300-1350» στο ΜΕΤ της Νέας Υόρκης, η οποία συνδιοργανώνεται με τη National Gallery του Λονδίνου και θα διαρκέσει μέχρι τις 26 Ιανουαρίου 2025, είναι η πρώτη εκτός Ευρώπης που επικεντρώνεται στο εξαιρετικό επίτευγμα των Σιενέζων καλλιτεχνών το 1300. Εξετάζει προσεκτικά τέσσερις αξιόλογους ζωγράφους –τον Duccio di Buoninsegna, τον Simone Martini και τους αδελφούς Pietro Lorenzetti και Ambrogio Lorenzetti– των οποίων οι καινοτομίες διαμόρφωσαν έναν νέο τρόπο ζωγραφικής.
Οι πολύχρωμες σκηνές που ρέουν στα πάνελ, τα κινούμενα σώματα, τα πρόσωπα με αποτυπωμένη επάνω τους τη συγκίνηση, το δραματικό ύφος των σκηνών είναι κάτι που κανένας δεν είχε δει προηγουμένως. Στην έκθεση ζωντανεύει μια πόλη καλλιτεχνών που συνεργάζονται, μαθαίνουν και αναζητούν. Αυτό το τοπικό καλλιτεχνικό φαινόμενο έκανε πάταγο διεθνώς. Επιχρυσωμένο γυαλί, φωτισμένα χειρόγραφα, ελεφαντόδοντο, χαλιά και μετάξια δείχνουν τη δημιουργική ενέργεια της Σιένα η οποία διαχέεται σε ζωγράφους, μεταλλουργούς, υφαντές και γλύπτες σε όλη την Ευρώπη.
Η έκθεση προσφέρει και μια ευκαιρία να δούμε τη Σιένα ως τόπο πρωτοφανούς καλλιτεχνικής καινοτομίας και δραστηριότητας, με καλλιτεχνική παραγωγή που καθόρισε τη δυτική ζωγραφική. Ενώ η Φλωρεντία συχνά θεωρείται το κέντρο της Αναγέννησης, η παρουσίαση αυτή προσφέρει μια νέα προοπτική για τη σημασία της Σιένα, από τη βαθιά επιρροή του Duccio –που το σπουδαιότερο έργο του, το διπλής όψης τέμπλο «Maestà», βρίσκεται σήμερα στον καθεδρικό της Σιένα– σε μια νέα γενιά ζωγράφων, μέχρι την ανάπτυξη των αφηγηματικών τέμπλων και τη διάδοση του καλλιτεχνικού αυτού στυλ πέρα από την Ιταλία.
Βασιζόμενη στις εξαιρετικές συλλογές του The Met και της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, καθώς και σε σπάνια δάνεια από δεκάδες άλλους σημαντικούς δανειστές, η έκθεση θα περιλαμβάνει περισσότερα από 100 έργα καλλιτεχνών της Σιένα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, μεταλλοτεχνία και υφάσματα, που κυμαίνονται από μεγάλα έργα που κατασκευάστηκαν για δημόσια έκθεση μέχρι προσωπικά αντικείμενα που δημιουργήθηκαν για ιδιωτική λατρεία. Παρόλο που κανένας από αυτούς τους καλλιτέχνες δεν επέζησε από την πανούκλα του 1350, τα επιτεύγματά τους είχαν ανυπολόγιστο αντίκτυπο στους ζωγράφους και τους θεωρητικούς στους αιώνες που ακολούθησαν.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες που γέννησε η πόλη
Μαζί με τη Φλωρεντία, η Σιένα ήταν το κύριο οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Τοσκάνης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές της Αναγέννησης. Αν και μόλις το 1559 η Σιένα έγινε μέρος του Μεγάλου Δουκάτου της Τοσκάνης υπό την κυριαρχία των Μεδίκων, η ακμή της ήταν αναμφισβήτητα δύο αιώνες νωρίτερα, μεταξύ 1287 και 1355, όταν η ανεξάρτητη κοινότητα διοικούνταν από εννέα δικαστές που προέρχονταν από μια περιορισμένη ολιγαρχία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ειρήνης και ευημερίας –που διακόπηκε από τον καταστροφικό λοιμό του 1348–, η πόλη είχε πολιτικούς δεσμούς με τη Γαλλία και τη Νάπολη, οι οποίοι βοηθούν να εξηγηθεί ο έντονα γοτθικός χαρακτήρας μεγάλου μέρους της αρχιτεκτονικής της Σιένα και η κομψότητα των πινάκων ζωγραφικής της.
Καμία άλλη πόλη εκτός της Φλωρεντίας δεν παρήγαγε τόσο σπουδαία σχολή ζωγραφικής, με κορυφαίες μορφές της τους Duccio di Buoninsegna (δραστηριοποιήθηκε το 1278, πέθανε το 1318), Simone Martini (δραστηριοποιήθηκε το 1315, πέθανε το 1344) και Pietro και Ambrogio Lorenzetti (δραστηριοποιήθηκαν το 1320-44, 1319-47, αντίστοιχα).
Ο Duccio μπορεί να θεωρηθεί ο «πατέρας» της ζωγραφικής της Σιένα και είναι, μαζί με τον Giotto, ένας από τους θεμελιωτές της δυτικής τέχνης. Οι πίνακές του εισάγουν μια λυρική νότα και μια εκλεπτυσμένη αίσθηση του χρώματος στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. Ήταν ένας αξεπέραστος αφηγητής ιστοριών ή αφηγηματικός καλλιτέχνης. Αν και το πρώιμο έργο του δείχνει μια βαθιά επιρροή από το βυζαντινό προηγούμενο, μετά το 1295 ή το 1300 περίπου οι πίνακές του αποκαλύπτουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον χώρο και μια εξερεύνηση των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Το τεράστιο τέμπλο που ζωγράφισε για τον καθεδρικό ναό της Σιένα –η «Maestà»– είναι ένα από τα ορόσημα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Στην μπροστινή πλευρά απεικονίζει την Παναγία με το Βρέφος ενθρονισμένη, με αγίους και αγγέλους, ενώ στην πίσω πλευρά απεικονίζονται περισσότερες από πενήντα σκηνές από τη ζωή του Χριστού, με αστικές απόψεις, τοπία και εσωτερικά σκηνικά εκπληκτικής επινόησης. Ακριβώς όπως οι τοιχογραφίες του Giotto στο παρεκκλήσι Αρένα της Πάδοβας και στην εκκλησία της Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, που προέβλεψαν τη φλωρεντινή ζωγραφική για τους επόμενους δύο αιώνες, έτσι και η «Maestà» του Duccio έγινε σημείο αναφοράς για όλους τους καλλιτέχνες της Σιένα. Σε αυτήν συναντώνται δύο ρεύματα της ευρωπαϊκής τέχνης: η απόκοσμη, ιερή τέχνη του Μεσαίωνα, και η προσανατολισμένη στον άνθρωπο τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης.
Λίγα είναι γνωστά για το πώς έγινε ζωγράφος ο Duccio. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα τεκμηριώνεται για πρώτη φορά το 1278 και το 1279, όταν η κοινότητα της Σιένα τον πλήρωνε για να ζωγραφίζει χρηματοκιβώτια και εξώφυλλα λογιστικών βιβλίων. Άλλα αρχεία αποκαλύπτουν παραβάσεις για μη καταβολή φόρων και απείθαρχη συμπεριφορά, που οδηγούν μεταγενέστερους σχολιαστές στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας πρώιμος μποέμ καλλιτέχνης.
Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να ταξίδεψε στη Ρώμη και στο Παρίσι, η καριέρα του ξεδιπλώθηκε κυρίως στη Σιένα, όπου έλαβε σημαντικές παραγγελίες τόσο από πολίτες όσο και από θρησκευτικούς προστάτες. Η πρώιμη δουλειά του Duccio για μέλη του τάγματος των Δομινικανών στη Φλωρεντία βοήθησε στη διάδοση της φήμης του πέρα από την πατρίδα του. Στο απόγειο της καριέρας του, επιλέχθηκε να ζωγραφίσει το τέμπλο του καθεδρικού ναού της Σιένα. Εικάζεται ότι πολλοί από τους κορυφαίους ζωγράφους της πόλης, μεταξύ των οποίων οι Simone Martini και Pietro και Ambrogio Lorenzetti, δούλεψαν μαζί του στην αρχή της καριέρας τους.
Ο Simone Martini, καλλιτέχνης με ασύγκριτη φινέτσα και περιγραφικές ικανότητες, έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους ζωγράφους της εποχής του. Το 1340 εγκαταστάθηκε στην παπική αυλή της Αβινιόν, όπου και γνώρισε τον Πετράρχη. Για λογαριασμό του ποιητή φιλοτέχνησε το πορτρέτο της αγαπημένης του Laura de Noves, γεγονός που επιβεβαιώνει ο ίδιος ο ποιητής σε δύο σονέτα του (Canzoniere 96 και 130), στα οποία εγκωμιάζει τον ζωγράφο.
Ήταν, επίσης, αυτός που έκανε τα περισσότερα από κάθε άλλο καλλιτέχνη για να διαδώσει την επιρροή της Σχολής της Σιένας. Πέθανε το 1344 στην Αβινιόν. Η τέχνη του οφείλει πολλά στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, στην εγχάραξη ελεφαντόδοντου και στην υαλογραφία, τεχνήματα που είχαν δημιουργηθεί από Γάλλους καλλιτέχνες και έφταναν στη Σιένα μέσω της Via Francigena.
Ο Martini οργάνωνε τον χώρο κάθε δημιουργήματός του χρησιμοποιώντας το φως και την πρωτόλεια, τότε, προοπτική. Οι μορφές του σχεδιάζονται με απαλές γραμμές, όχι γωνιώδεις, και τα χρώματά του δεν είναι έντονα αλλά είναι θερμά. Οι πλούσια διακοσμημένες επιφάνειες των έργων του και ο κομψός νατουραλισμός τους έγιναν η βάση της αυλικής τέχνης από το Παρίσι μέχρι την Πράγα – το λεγόμενο διεθνές γοτθικό στυλ.
Τo 1319 συνέθεσε, για λογαριασμό της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης στην Πίζα, ένα θαυμάσιο πολύπτυχο με θέμα την Παναγία. Πιθανόν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1320 άρχισε να ζωγραφίζει τις δέκα σκηνές, εμπνευσμένες από τα ιπποτικά ιδεώδη, από τη ζωή του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ, στο ομώνυμο παρεκκλήσιό του στην Ασίζη. Το έφιππο πορτρέτο (1328) που απεικονίζει τον Guidoriccio da Fogliano, στρατηγό της Δημοκρατίας της Σιένας, είναι ίσως το πρώτο έργο της σιενέζικης τέχνης που δεν εξυπηρετεί θρησκευτικό σκοπό. Αποτελεί, επίσης, τον σημαντικό πρόδρομο πολυάριθμων έφιππων πορτρέτων που θα εμφανίζονταν κατά την Αναγέννηση.
Από την άλλη, ο «Ευαγγελισμός», που τον ζωγράφισε για λογαριασμό του καθεδρικού ναού της Σιένας και σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία, είναι σκόπιμα ζωγραφισμένος εξωπραγματικά. Ο υπέροχος ρυθμός των γραμμών και οι σχεδόν εξαϋλωμένες μορφές του Γαβριήλ και της Μαρίας στο κεντρικό τμήμα του πίνακα αποτέλεσαν παράδειγμα που μιμήθηκαν πολλοί μεταγενέστεροι καλλιτέχνες, αλλά κανείς δεν κατάφερε να επιτύχει τόσο ζωηρές καμπύλες και τόσο εμπνευσμένες μορφές.
Τα αδέρφια Pietro και Ambrogio Lorenzetti ήταν βασικά πρόσωπα της γενιάς μετά τον Duccio. Και οι δύο πιθανότατα ξεκίνησαν την εκπαίδευσή τους στο εργαστήριό του, αλλά αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα για να γίνουν δύο από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Σιένα. Μερικά από τα πρώτα έργα του Pietro ήταν μεγάλες παραγγελίες σε ιταλικές πόλεις εκτός της Σιένα. Οι μνημειακές του συνθέσεις αποκαλύπτουν μια συνειδητοποίηση και εκτίμηση της κλασικής γλυπτικής μορφής, ίσως ακόμη και μια εξοικείωση με τη Ρώμη. Η πρώιμη καριέρα του Ambrogio φαίνεται επίσης να τον έχει απομακρύνει από τη Σιένα.
Το 1327 εγγράφηκε στη συντεχνία της Φλωρεντίας στην οποία ανήκαν οι ζωγράφοι, την Arte dei Medici e Speziali. Οι τοιχογραφίες του για το δημαρχείο της Σιένα, που αποκαλύπτουν βαθιά γνώση της πολιτικής θεωρίας και της σύγχρονης λογοτεχνίας, είναι από τους σημαντικότερους κοσμικούς κύκλους νωπογραφιών της πρώιμης Αναγέννησης. Αν και ο καθένας είχε ένα επιτυχημένο δικό του εργαστήριο, ο Pietro και ο Ambrogio συνεργάζονταν. Μαζί ζωγράφισαν τοιχογραφίες για την πρόσοψη του νοσοκομείου της Σιένα και τέμπλα με σκηνές από τη ζωή της Παναγίας για τον καθεδρικό ναό της πόλης.
Έχοντας στο κέντρο τους τις βιβλικές ιστορίες, αυτοί οι πίνακες ήταν τα πρώτα αφηγηματικά τέμπλα στη Σιένα, μεταμορφώνοντας τις δυνατότητες του είδους. Έδιναν έμφαση στις βαθιές και πολύπλοκες χωρικές ρυθμίσεις και στην τρισδιάστατη κατασκευή φιγούρων, η οποία προήλθε από τη μελέτη τους στο έργο του Giotto. Ωστόσο, όπως ο Duccio και ο Simone Martini, είχαν μια εγγενή αίσθηση για τις πλούσιες χρωματικές αρμονίες και η δουλειά τους δείχνει ένα πρόωρο ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια.
Οι πίνακες του Ambrogio Lorenzetti είναι ίσως οι πρώτοι στην Ευρώπη που χρησιμοποιούν προοπτική ενός σημείου. Οι Σιενέζοι ζωγράφοι του 15ου και του 16ου αιώνα έψαχναν όλο και περισσότερο στη Φλωρεντία για έμπνευση, αλλά εξέχοντες καλλιτέχνες όπως οι Sassetta, Giovanni di Paolo, Neroccio de' Landi, Matteo di Giovanni και Beccafumi, διατήρησαν τη μεγάλη παράδοση που καθιέρωσαν οι πρόγονοί τους του 14ου αιώνα.
Τα έντονα κόκκινα, μπλε, ροζ, χρυσά και πράσινα χρώματα και η λεπτή αλλά αστραφτερή ομορφιά των έργων των τεσσάρων κορυφαίων ζωγράφων της Σιένα μας προκαλούν να τα φανταστούμε λουσμένα στο ιταλικό φως μέσα σε έναν ναό γεμάτο συγκινητικά ζωγραφισμένες βιβλικές σκηνές. Ποτέ πριν η ζωγραφική δεν ήταν πιο αφηγηματική, εστιάζοντας σε θρησκευτικές λεπτομέρειες, με αγίους που εξανθρωπίζονται και αγγέλους δίπλα σε υπηρέτες, δημιουργώντας μια οπτική ποικιλία με την αίσθηση της αφηγηματικής ενότητας.
Οι καλλιτέχνες των επόμενων αιώνων, από τον Ντα Βίντσι μέχρι τον Καραβάτζιο, μελέτησαν τους Σιενέζους δασκάλους τους, καθιστώντας τα θέματα των έργων τους καθολικά.