Εικοσιπέντε ερμηνευτές –έντεκα ηθοποιοί, δώδεκα χορευτές και δύο DJs– έχουν πάρει θέση επί σκηνής. Η μουσική ξεκινά κι εκείνοι μπαίνουν σταδιακά σε τρανς. Ένας από αυτούς παραμένει ακίνητος για λίγα λεπτά, μέχρι να πλησιάσει το μικρόφωνο και να αρχίσει να απαγγέλλει το κείμενο του Ιβάν Βιριπάγιεφ. To «απαγγέλλει» στην προκειμένη δεν είναι απόλυτα σωστό. Η συνθήκη που έχει φτιάξει ο Γιώργος Κουτλής παρομοιάζεται εξαιρετικά με μια εικόνα που θα μου αναφέρει ο ίδιος λίγο αργότερα: η μουσική στην παράσταση είναι κύμα, ο λόγος είναι η σανίδα του σερφ και οι ηθοποιοί κάνουν ένα ταξίδι πάνω σε αυτήν τη σανίδα. Το κείμενο ακούγεται με τρόπο που βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε απαγγελία-αφήγηση, τραγούδι, ραπ και κανονική πρόζα. Και, όντως, αν δεν γνωρίζεις το κείμενο –όπως εγώ–, αν αγαπάς την ηλεκτρονική μουσική –όπως εγώ– και αν έχεις μια σχετική διάσπαση προσοχής –όπως εγώ–, μπορεί να δυσκολευτείς λίγο στην κατανόησή του. Όμως ο τρόπος που έχουν καθοδηγηθεί οι ερμηνευτές στους χωρισμένους σε δέκα κεφάλαια μονολόγους και διαλόγους του Οξυγόνου αίρει αυτό το «εμπόδιο», καθώς η ερμηνεία τους είναι οργανικά συνδεδεμένη με τη μουσική και την κίνηση. H παράσταση δεν είναι τρία διαφορετικά στοιχεία, είναι ένα, ενιαίο και αξεδιάλυτο, κι αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της – τουλάχιστον από το κομμάτι της πρόβας που είδα εγώ, έναν μήνα πριν από την πρεμιέρα της στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Μετα-θέατρο, μετα-συναυλία, μέτα-rave party, ένα υβρίδιο σύγχρονο και προκλητικό ως φόρμα και ως περιεχόμενο.
Ο Σάσα και η Σάσα είναι μια αφορμή για να μπούμε σε μια ιστορία και να φύγουμε σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας. Θυμίζει λίγο τον διαλογισμό, την ψυχανάλυση, που πρέπει να σκοτώσεις το Εγώ σου.
Το ορμητικό κείμενο του Βιριπάγιεφ, κορυφαίου εκπροσώπου το νέου ρωσικού θεάτρου, γράφτηκε σε μια άλλη εποχή, το 2001 –στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 2007 στο Αμόρε–, χαρακτηρίστηκε έργο-μανιφέστο των ‘00s και απευθυνόταν σε μια άλλη γενιά, στο μεταίχμιο της GenX και των millennials. O Κουτλής, γνωστός για την αγάπη του στο ρωσικό θέατρο –το μεγάλο μπαμ το έκανε με τους «Παίκτες» του Γκόγκολ, μία από τις πιο συζητημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, που ακόμα σημειώνει αλλεπάλληλα sold-out όποτε και όπου ανεβαίνει–, με τη συνδρομή του Βασίλη Μαγουλιώτη, μετέφρασε και «χτένισε» το κείμενο ώστε να γίνει ακόμα πιο σημερινό και να μιλά για την GenZ – εξάλλου, όλοι οι ερμηνευτές που βλέπουμε επί σκηνής, αυτό το ολόφρεσκο ensemble, ανήκουν ηλικιακά σε αυτό το γκρουπ.
Ήρωες του έργου είναι δύο πρόσωπα με το ίδιο όνομα, η Σάσα και ο Σάσα, αλλά αυτό είναι μόνο η αφορμή. Εκείνη είναι από τη Μόσχα, εκείνος κατάγεται από τη ρωσική επαρχία, «από εκεί που δεν διαβάζουν Ντοστογιέφσκι όταν περπατούν στους δρόμους, από εκείνα τα μέρη όπου το μόνο που γνωρίζουν είναι η βότκα και η ηρωίνη». Από το Ιρκούτσκ της Σιβηρίας έλκει την καταγωγή του και ο ίδιος ο Βιριπάγιεφ που υποδύθηκε τον Σάσα στο πρώτο ανέβασμα του έργου το 2002 στη Μόσχα – πλέον ο συγγραφέας είναι επικηρυγμένος από το καθεστώς του Πούτιν, έχει πολιτογραφηθεί Πολωνός και ζει με την οικογένειά του στην Πολωνία. Τα δέκα κεφάλαια που ερμηνεύονται σαν τραγούδια με κουπλέ και ρεφρέν αντλούν υλικό από την Καινή Διαθήκη και τις Δέκα Εντολές· ξεκινούν ανάποδα, από το «Ου φονεύσεις», από έναν φόνο, αλλά δεν χρειάζεται να αποκαλύψουμε περισσότερα.
«Στο πρώτο μισό μπαίνουμε σε ένα σύμπαν που φτάνει σε μια σύγκρουση και μετά, στο δεύτερο μέρος, κινούμαστε πιο ολιστικά, χωρίς τα alter ego του Σάσα και της Σάσα. Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ανατρέπονται όσα ειπώθηκαν στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι σαν ο Βιριπάγιεφ να έγραψε μια νέα Καινή Διαθήκη. “Ακούσατε τι είπε ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη; Εγώ λέω ότι στη ζωή γίνεται κάτι άλλο”. Το ιερό συγκρούεται με το βλάσφημο, η πνευματικότητα με την καθημερινή ζωή και μέσα από τη σύγκρουση ξαναβρίσκουμε τον λόγο για τον οποίο έχουμε ανάγκη αυτή την πνευματικότητα», μου εξηγεί ο Γιώργος Κουτλής στο διάλειμμα της πρόβας.
«Κατά 80% έχει κρατηθεί αυτούσιο το αυθεντικό. Έχει τρομερή μουσικότητα και ρυθμικότητα στη ρωσική γλώσσα, οπότε το αντιμετώπισα σαν να απέδιδα ποιητικό κείμενο. Το έχω “κουνήσει” πολύ για να βρει τη μουσικότητα και τη ροή του στα ελληνικά. Έχει πολλές αναφορές από την περίοδο κατά την οποία γράφτηκε και πράγματα που δεν θα λειτουργούσαν στον Έλληνα ακροατή. Μεταφέραμε κάποια στο εδώ και τώρα και στη δική μας συνθήκη, που δεν έχει μόνο δύο αφηγητές, αλλά πολλούς, που μιλούν για το τώρα. Στο δεύτερο μέρος διαλύεται το δίπολο άντρας - γυναίκα, αφού έχει επέλθει το τέλμα και η σύγκρουση».
Κλιματική κρίση, μεταναστευτικό, γυναικοκτονίες, ρατσισμός, θρησκευτικός φανατισμός, έμφυλες ταυτότητες και στερεότυπα, άνοδος της ακροδεξιάς, τα προνόμια του λευκού στρέιτ άντρα, «φάε φρούτα και πίνε φούντα»: όλα τα σύγχρονα θέματα και τα ηθικά διλήμματα της ατζέντας της GenZ περνούν από τα μικρόφωνα του Οξυγόνου με αφορμή τη σχέση του Σάσα και της Σάσα, που από μονόλογος γίνεται διάλογος και εξελίσσεται σε σύγκρουση, μάχη κανονική – σε κάποιο σημείο, μάλιστα, βλέπουμε και ένα εντυπωσιακό breakdance battle ανάμεσα στους χορευτές. Έτσι προκύπτει μια θεατρική παράσταση για μια γενιά που ασφυκτιά και προσπαθεί να βρει νόημα, να υπάρξει, να αφήσει στίγμα και εν τέλει να αναπνεύσει, μια γενιά για την οποία το «I can’t breathe» –φράση που συνδέθηκε με το κίνημα Black Lives Matter και τις δολοφονίες των Έρικ Γκάρνερ και Τζορτζ Φλόιντ, αλλά τελικά εξαπλώθηκε πολύ πέρα από τους Αφροαμερικανούς και την αστυνομική βία– δείχνει να είναι το μότο της.
Γιατί ζεις; Το ερώτημα ακούγεται στο πέμπτο κεφάλαιο και είναι ο πυρήνας του έργου. «Είναι τρελό πώς με λίγες αλλαγές η νέα γενιά του 2000 συζητά τα ίδια πράγματα με τη νέα γενιά του τώρα. Το έργο είναι καθαρά υπαρξιακό, είναι μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει μια ολόκληρη γενιά τη θέση της μέσα στο σύμπαν: ποιοι θέλουν να είναι και πώς να είναι. Ο Σάσα και η Σάσα είναι μια αφορμή για να μπούμε σε μια ιστορία και να φύγουμε σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας. Θυμίζει λίγο τον διαλογισμό, την ψυχανάλυση, που πρέπει να σκοτώσεις το Εγώ σου. Δημιουργούμε διογκωμένες, τερατώδεις μορφές, βγάζουμε όλα τα σκουπίδια, όλη τη βρομιά που έχουμε μέσα μας, για να μπορέσουμε, αφού δημιουργηθεί μια κένωση και καθαρίσουμε, να μπούμε στο υπαρξιακό και ψυχεδελικό δεύτερο μέρος», περιγράφει ο Κουτλής.
Οι πρωτότυπες ηλεκτρονικές μουσικές συνθέσεις του Jeph Vanger και των Reign of Time, τις οποίες έχει επιμεληθεί για τις ανάγκες τις παράστασης ο Jeph και θα παίξει επί σκηνής το αθηναϊκό ντούο, είναι τρομερά εθιστικές και καθώς ξεδιπλώνονται, κεφάλαιο το κεφάλαιο, περνούν από στοιχεία house, techno και ambient, ακόμα και από ήχους της Ανατολής, τα bpm αυξομειώνονται και ο ηχητικός σχεδιασμός λειτουργεί συνεχώς ως cue για τους ερμηνευτές. Το ιδρωμένο rave που φτιάχνουν φαίνεται αυτοσχεδιαστικό, αλλά είναι κουρδισμένο στην εντέλεια και χορογραφημένο από τον Αλέξανδρο Σταυρόπουλο. Άλλωστε, και η μουσική και οι χορογραφίες έχουν φτιαχτεί πάνω στη δραματουργία. «Προσπαθώ να δημιουργήσω εικόνες στη φαντασία του θεατή, ουσιαστικά χωρίς να υπάρχουν πραγματικές εικόνες στη σκηνή. Οι ηθοποιοί πέρασαν πρώτα από το task της κατανόησης, μετά έπρεπε να βρουν τη μελωδία που επικοινωνεί με την ατμόσφαιρα κάθε κομματιού και έπειτα το flow πάνω στη μουσική, χωρίς όλο αυτό να ολισθαίνει ούτε σε τραγούδι ούτε σε αφήγηση. Δεν το έχω ξανακάνει αυτό, ο Βιριπάγιεφ που το διδάσκει λέει πως αν ήταν να παίξει τον Άμλετ, δεν θα έπαιζε στανισλαφσκικά αυτά που νιώθει ο Άμλετ ούτε θα αφηγούνταν μπρεχτικά τα σχετικά με Άμλετ. Θα έλεγε, σαν να ήταν κολλητός του ο Άμλετ, τι νιώθει γι’ αυτά που πέρασε ο ήρωας. Οι ηθοποιοί εδώ είναι αφηγητές που μας μιλούν για κάποιον πολύ κοντινό τους άνθρωπο, οπότε έχουν ταυτόχρονα εμπλοκή και απόσταση».
Σε αυτό το σημείο της κουβέντας μας φτάνει στον χώρο των προβών ο ίδιος ο Ιβάν Βιριπάγιεφ, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα – ο Κουτλής το φύλαγε για έκπληξη στην ομάδα του και όλοι ενθουσιάζονται όταν βλέπουν τον σπουδαίο δραματουργό, που μελετούν τόσο καιρό, μπροστά τους. «Το έργο είναι ένα μανιφέστο που σε κάνει να ξανασκεφτείς όσα θεωρείς δεδομένα», θα τους πει. «Το να απαντήσεις σήμερα σε βασικές ερωτήσεις, στο “γιατί ζεις”, είναι απαραίτητο σαν το οξυγόνο».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση Οξυγόνο εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.