Η ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΑΜΕΡΙΚΗ ΨΗΦΙΣΕ. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αυτοανακηρυχθεί ήδη 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Μια καθαρή νίκη για τον «πιο επιτυχημένο ψεύτη της εποχής μας», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει πολλά ξένα μέσα ενημέρωσης. Κανείς μέχρι χθες δεν μπορούσε να προβλέψει τη θριαμβευτική του νίκη. Έτσι, ο πρώην ένοικος του Λευκού Οίκου επιστρέφει στα παλιά του λημέρια. Όμως αυτή η εκλογική αναμέτρηση έχει μια ουσιαστική διαφορά συγκριτικά με την προηγούμενη. Ο Τραμπ είναι πλέον γνώριμος σε όλους. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ήξερε. Επομένως, η ψήφος υπέρ αυτού ήταν απολύτως συνειδητή.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό να έχει τέτοια ανθεκτικότητα στο πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ. Η απάντηση είναι οφθαλμοφανής. Ο Τραμπ μπορεί να είναι ένας τοξικός και απρόβλεπτος πολυεκατομμυριούχος, αλλά με την επικοινωνιακή του ικανότητα κατάφερε να εκφράσει το ισχυρό ρεύμα που αναδύεται στη «βαθιά Αμερική». Η οικονομία και η μετανάστευση ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα του, ενώ το ισχυρότερο όπλο του σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις και συνεντεύξεις ήταν ότι αυτός δεν έκανε πόλεμο όσο κυβερνούσε. Και διατυμπάνιζε ότι θα είναι αυτός που θα τελειώσει μέσα σε 24 ώρες τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο Τραμπ όχι μόνο κέρδισε σημαντικά σε πολυπληθείς πολιτείες όπως η Φλόριντα και το Τέξας αλλά ανέκτησε την εξουσία και στη Γερουσία, κάτι που τον καθιστά πλέον πανίσχυρο. Στον δρόμο προς τις κάλπες δεν δίστασε να σερβίρει τηγανητές πατάτες σε γνωστές αλυσίδες fast food αλλά και να μαζέψει σκουπίδια, ενώ είχε την αμέριστη υποστήριξη του Έλον Μασκ. Ακόμα και η στάση του ιδιοκτήτη της «Washington Post», Τζεφ Μπέζος, ο οποίος υπερασπίστηκε την απόφαση της εφημερίδας να μη στηρίξει κανέναν από τους δύο υποψηφίους, κάνοντας λόγο για «απόφαση αρχής», καταδεικνύει ότι η αμερικανική επιχειρηματική ελίτ δεν αντιμετωπίζει πλέον τον Τραμπ ως μια ενοχλητική και δυσάρεστη παρένθεση αλλά ως μια επιβεβλημένη πολιτική πραγματικότητα.
Έλαβε μια δεύτερη ευκαιρία, πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιστροφή στην αμερικανική πολιτική ιστορία, από το πολυπληθές εκλογικό σώμα των ΗΠΑ και όλοι αναμένουν να δουν αν ο κόσμος θα εισχωρήσει σε μια σκοτεινή περίοδο ή θα αντιστρέψει τις προβλέψεις που λένε ότι οι δεύτερες θητείες είναι πάντα πιο αποτυχημένες από τις πρώτες.
Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι η πολιτική των ταυτοτήτων και η woke ατζέντα δεν διαδραμάτισε κανέναν ουσιαστικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ ούτε το ακανθώδες θέμα των αμβλώσεων προσέλκυσε τόσο πολύ κόσμο στη δημοκρατική πλευρά. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι το προβάδισμα της Κάμαλα Χάρις έναντι του Τραμπ στις γυναίκες ψηφοφόρους είναι επίσης ισχνό, ενώ οι Λατινοαμερικάνοι ψήφισαν “δαγκωτό” τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, κάτι που καταγράφεται στα παράδοξα αυτών των αμερικανικών εκλογών.
Αξιοπερίεργο είναι και το γεγονός ότι τον δοξάζουν περισσότερο εκείνοι οι άνθρωποι για τους οποίους έχει κάνει τα λιγότερα, ενώ πολλοί τον ψηφίζουν κόντρα στα οικονομικά τους συμφέροντα. Αν ανατρέξουμε στην πρώτη του προεδρική θητεία, θα διαπιστώσουμε ότι ο Τραμπ είχε υποσχεθεί να φροντίσει τους ξεχασμένους εργάτες της Αμερικής, κάτι που δεν τηρήθηκε όταν μετακόμισε στον Λευκό Οίκο. Αντίθετα, περιόρισε τους φόρους για τους υπερπλούσιους, δηλαδή για τους ομοίους του. Ωστόσο, πάντα επέμενε σε μια πολιτική ορολογία που του έδινε πόντους, π.χ. ότι η κλιματική κρίση είναι fake news, ότι τα σχολικά εγχειρίδια είναι μολυσμένα από την αριστερά, ότι ο διαχωρισμός των φύλων θα καταργηθεί σύντομα καθώς και ότι οι παράνομοι μετανάστες κατακλύζουν την Αμερική. Όπως σημείωσαν στις αναλύσεις τους μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες, ο Τραμπ κατάφερε με κάποιον τρόπο να δημιουργήσει ένα είδος αλχημείας. Ειδικά μετά την επίθεση δολοφονίας εναντίον του, παρουσιάστηκε ως το θύμα, το αουτσάιντερ, ακόμα και ως ο υποψήφιος που θα φέρει την αλλαγή.
Αρκετοί εκλογικοί αναλυτές σημειώνουν ότι η υποψηφιότητα του Τραμπ ενισχύθηκε αρκετά λόγω του 39χρονου γερουσιαστή από το Οχάιο που επέλεξε ο Τραμπ για υποψήφιο αντιπρόεδρο. Από ακραίος επικριτής του Τραμπ έγινε ακραιφνής υποστηρικτής του, εκφραστής της Νέας Αμερικανικής Δεξιάς, και συνιστά το πολιτικό προφίλ του λευκού πετυχημένου ρήτορα. Να θυμίσουμε ότι το βιβλίο του «Το τραγούδι του χιλμπίλη», στο οποίο εξιστορεί πώς μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια αλλά και πώς ξεπέρασε μια ταραχώδη οικογενειακή ζωή με περιστατικά εθισμού σε ουσίες και ενδοοικογενειακής βίας, έγινε best seller. Ουσιαστικά, ενσαρκώνει πτυχές του αμερικανικού ονείρου, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προσέλκυση του δύσκολου νεανικού κοινού.
Από το αντίπαλο στρατόπεδο, το βέβαιο είναι ότι η Κάμαλα Χάρις δεν είχε πολύ χρόνο μπροστά της, μόλις 107 ημέρες από τότε που αποφάσισε ο νυν Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν να αποχωρήσει από την προεκλογική κούρσα· αναμφίβολα, άργησε πάρα πολύ να αποσυρθεί. Και η Χάρις χρεώθηκε τις αποτυχίες του, αφού ήταν εν ενεργεία αντιπρόεδρος, ενώ προφανώς πλήρωσε και την αντιδημοφιλία του. Να θυμίσουμε ότι στην έρευνα των «New York Times», μόνο το 28% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι ΗΠΑ κινούνται «προς τη σωστή κατεύθυνση». Επιπρόσθετα, δεν κατάφερε να εισχωρήσει στο πιο δύσκολο εκλογικό κοινό, δηλαδή τους ανθρώπους που νιώθουν αόρατοι και αποκλεισμένοι από το σύστημα, εκείνους που νιώθουν ανασφάλεια απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα σε οικονομικό, τεχνολογικό και πολιτιστικό επίπεδο. Συγχρόνως, φάνηκε πως οι κορυφαίες διασημότητες που στήριξαν τη Χάρις δεν έχουν πλέον καμία επιρροή στον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο. Δεκάδες σταρ της μουσικής και του κινηματογράφου έσπευσαν να στηρίξουν τη Χάρις. Ωστόσο, είναι φανερό ότι στους ψηφοφόρους που αισθάνονται ότι εξωθούνται κοινωνικά και οικονομικά στο περιθώριο τα λόγια τους δεν έχουν καμία ισχύ. Άλλες εποχές, άλλα ήθη.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που καυχιέται για τον σεξισμό του και τη φιλία του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν εξασφάλισε μια νίκη μεγαλύτερη από του 2016, λαμβάνοντας μια δεύτερη ευκαιρία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιστροφή στην αμερικανική πολιτική ιστορία, που έκανε δυνατή το πολυπληθές εκλογικό σώμα των ΗΠΑ, και όλοι αναμένουν να δουν αν ο κόσμος θα εισχωρήσει σε μια σκοτεινή περίοδο ή θα αντιστρέψει τις προβλέψεις που λένε ότι οι δεύτερες θητείες είναι πάντα πιο αποτυχημένες από τις πρώτες.
Τι ξημερώνει, άραγε, για τον κόσμο και την Αμερική; Κανείς δεν μπορεί να προβεί σε ασφαλείς προβλέψεις. Σε ένα ρευστό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον, το καταλυτικό ερώτημα είναι τι ακολουθεί. Ώσπου να δοθούν οι απαντήσεις, ένα είναι σίγουρο: η φαινομενικά άφθαρτη δημοτικότητα του Τραμπ αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα και είναι βέβαιο ότι αυτό κάτι δηλώνει για την Αμερική στις μέρες μας. Ή και για την Ευρώπη;