Το «Juror #2» είναι η 40ή ταινία του Κλιντ Ίστγουντ πίσω από τον φακό. Πιθανότατα και η τελευταία. Φήμες θέλουν τον σπουδαίο Αμερικανό δημιουργό να διαβάζει σενάρια, αναζητώντας την επόμενη δουλειά του, αλλά δεν γνωρίζουμε αν το σημερινό στουντιακό σύστημα θα διευκολύνει μια παραγωγή που, εξοργιστικά, δεν λογαριάζει ως εύλογη κίνηση, μα ως χατίρι. Σκεφτείτε ότι κι ετούτη δεν θα την παρακολουθήσουμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Θα επεκταθούμε παρακάτω επί του θέματος, προηγείται το σινεμά.
Ο ήρωας στο φιλμ είναι πρώην αλκοολικός, με περιστατικά οδήγησης υπό την επήρεια μέθης στο μητρώο του. Σύντομα πρόκειται να γίνει πατέρας – κρατήστε το αυτό. Με τη σύζυγο ετοιμόγεννη, δέχεται κλήση από το δικαστήριο για να διατελέσει ένορκος σε υπόθεση ανθρωποκτονίας. Καθώς παρακολουθεί τις εξελίξεις, συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε να βρίσκεται ο ίδιος στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντί για τον κακοποιητικό σύντροφο του θύματος, καθώς σε μια νύχτα βροχερή, σκοτεινή, δύσκολη για τον ίδιο, στο σημείο που βρέθηκε η νεκρή την επομένη, είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο του κάτι, μα θεώρησε πως ήταν διερχόμενο ελάφι. Τα γεγονότα (;) εκτίθενται, μάρτυρες δίνουν ένορκες καταθέσεις, η εισαγγελέας, που βρίσκεται σε περίοδο εκλογών (σ.σ. σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ οι εισαγγελείς είναι αιρετοί) και ο συνήγορος του κατηγορουμένου αγορεύουν, το στάδιο της δίκης ολοκληρώνεται και οι 12 ένορκοι ετοιμάζονται να συνεδριάσουν.
Στο «Juror #2» αναδεικνύονται (προσοχή, δεν καταδεικνύονται) όλες οι αντιφάσεις, όλες οι συγκρούσεις και τα προβλήματα του αμερικανικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με μια σειρά από προβληματικές που απασχόλησαν τον Ίστγουντ στο σύνολο της καριέρας του.
Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στα πρώτα 20 λεπτά, σε μια ταινία απίστευτα σφιχτοδεμένη, που δεν σε κοροϊδεύει ποτέ και δεν έχει δευτερόλεπτο για χάσιμο, στην παράδοση του κλασικού αμερικανικού b-movie. Η ίντριγκα παραπέμπει μεν σε μεταφορές Τζον Γκρίσαμ, που στα ’90s διέπρεπαν στα ταμεία και στοίχειωναν τον προγραμματισμό της εγχώριας αμερικανικής τηλεόρασης, αλλά είναι σκηνοθετημένη σπαρτιάτικα, δίχως τους εντυπωσιασμούς και τις κορώνες εκείνου του σινεμά, δίχως εκπτώσεις και στο σασπένς της, το οποίο θα υπερβεί στα τελευταία δεκαπέντε λεπτά, όταν τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια μας κι εκείνη η ταινία που είχαν εντοπίσει ήδη οι πεπειραμένοι ιστγουντικοί περνάει εμφανώς στο προσκήνιο – πάντα εκεί ήταν, δηλαδή, απλώς για ακόμα μια φορά μερικοί θα επιλέξουν να δουν μόνο μια καλοφτιαγμένη ταινία είδους.
Ως θεματική, η δικαιοσύνη έχει απασχολήσει τον Ίστγουντ στο σύνολο της καριέρας του. Δεν είναι ότι δεν πιστεύει στον θεσμό της, ούτε ότι αποστρέφεται το θετικό δίκαιο, όπως λανθασμένα εκτίμησε μερίδα της θεωρίας και της κριτικής. Απλώς δεν πιστεύει στους ανθρώπους που καλούνται να την εφαρμόσουν. Άνθρωποι ατελείς, κάποτε διεφθαρμένοι, συχνά ανερμάτιστοι – χαρακτηριστικά, στα «Μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού» ο δικηγόρος επικαλείται τον Τόμας Χομπς, ας πούμε έναν θιασώτη του φυσικού δικαίου, για να πάρει θέση υπέρ του θετικού. Ακόμα και οι «εκδικητές» του ποτέ δεν είναι τέτοιοι, δεν ικανοποιούν μια λαϊκή ρεβανσιστική φαντασίωση, όπως o Πολ Κέρσεϊ του «Death Wish». Στην πραγματικότητα είναι «εξισορροπιστές», φορείς αποκατάστασης μιας –ας την αποκαλέσουμε έτσι– συμπαντικής δικαιοσύνης, που έρχονται για να αποσβέσουν και να διορθώσουν αστοχίες και πλημμέλειες του ανθρώπινου συστήματος απονομής δικαιοσύνης, όποτε αυτές παρουσιαστούν. Σπάνια θα δεις να νιώθουν ικανοποίηση για το έργο που ανέλαβαν, σπάνια θα δεις και τον Ίστγουντ να κατακεραυνώνει τους ατελείς λειτουργούς της δικαιοσύνης (σ.σ. θεωρεί ότι είμαστε όλοι τέτοιοι), παρά μόνο όταν χρειάζεται να υπηρετήσει το είδος – μα ακόμα και τότε, θα βάλει, π.χ., τον Τζιν Χάκμαν στους «Ασυγχώρητους» να ψελλίζει ότι «μόλις είχε ξεκινήσει να φτιάχνει τη βεράντα του».
Στο «Juror #2» αναδεικνύονται (προσοχή, δεν καταδεικνύονται) όλες οι αντιφάσεις, όλες οι συγκρούσεις και τα προβλήματα του αμερικανικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με μια σειρά από προβληματικές που απασχόλησαν τον Ίστγουντ στο σύνολο της καριέρας του. Ο ήρωάς του –ένας εξαιρετικός και μετρημένος Νίκολας Χουλτ, το σουλούπι του οποίου, όχι τυχαία, παραπέμπει στον σκηνοθέτη του– έχει λάβει την πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία που στερήθηκαν τόσοι άλλοι στο σινεμά του Ίστγουντ, μα τη βλέπει να κινδυνεύει. Αξίζει αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία, αν για να την προστατεύσει θα πρέπει να στείλει έναν αθώο στη φυλακή; Και ακόμα κι αν εκείνος είναι αθώος για αυτό το έγκλημα, αλλά αποδεδειγμένα αχρείος, η κάθειρξή του δεν θα του στερήσει τη δική του δεύτερη ευκαιρία; Και πώς ο ίδιος να εκτελέσει σωστά το χρέος του ως Αμερικανός πολίτης, όταν αυτό θα έφερνε τη δική του φυλάκιση; Aν ο ένορκος του Χένρι Φόντα στο κορυφαίο «12 Angry Men» είχε τον αριθμό 8, ο αντίστοιχος ένορκος εδώ υπολείπεται αριθμητικά αλλά και ποιοτικά, έχει το νούμερο 2 – ένας διακειμενικός, εύστοχος συμβολισμός της ταινίας, που σε καίρια σημεία θα παραπέμψει στοχευμένα (και) στην ταινία του Σίντνεϊ Λιουμέτ.
Σε μια τρίτη πράξη που παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα χωρίς να έχουν ανέβει οι τόνοι –ακόμα ένα επίτευγμα της ταινίας– η εισαγγελέας της Τόνι Κολέτ εξελίσσεται στον άλλο πόλο μιας κινηματογραφικής πραγματείας περί δικαιοσύνης που μετατρέπεται σε αληθινή αμερικανική τραγωδία, με μια ανατριχιαστική τελευταία σκηνή, που κλείνει το μάτι στο «Mystic River» και την ίδια στιγμή απευθύνει ερωτήσεις στον θεατή. Γιατί το «Juror#2» ανήκει σε ένα σινεμά που πυροδοτεί συζητήσεις μετά την προβολή. Όχι για το πόσο ανέλπιστα καλή και αστεία ήταν η Αριάνα Γκράντε –που ήταν, αλλά θα τα πούμε όταν κυκλοφορήσει το «Wicked»– ή τι σημαίνει για το μέλλον του MCU η εμφάνιση του x χαρακτήρα Γ’ Εθνικής από την πινακοθήκη της Marvel. Συζητήσεις για το περιεχόμενό του και, κατ’ επέκταση, για τον κόσμο γύρω μας.
Είναι μια ταινία καμωμένη με την οικονομία ενός crime movie των ’40s και με την αμφισημία, τη μελαγχολία, αλλά και την ανησυχία μιας ταινίας των ’70s. Ατύχησε, όμως, να γυριστεί το 2024, όταν το τοπίο της βιομηχανίας έχει αλλάξει ριζικά και το πηδάλιο των στούντιο έχουν αναλάβει άνθρωποι σαν τον Ντέιβιντ Ζάσλαβ, πρώην CEO του Discovery και νυν της Warner. Άνθρωποι, δηλαδή που, στο όνομα της «δημιουργικής λογιστικής» δεν θα διστάσουν να κονιορτοποιήσουν έτοιμες ταινίες για πάντα. Που, διαβόητα, σε ένα meeting το 2022, ωρυόμενοι για τη χρηματοδότηση του «Cry Macho», θα πουν στα μέλη του Δ.Σ. «εδώ πέρα δεν κάνουμε χάρες σε φίλους, τρέχουμε μια επιχείρηση», αναφερόμενοι σε έναν δημιουργό που, εκτός των άλλων και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του έγκυρου Τομ Μπρούγκμαν του Indiewire, έχει φέρει με σημερινές τιμές πάνω από 9 δισεκατομμύρια δολάρια στο στούντιο. Κι αυτό το πέτυχε με ταινίες χαμηλότερου κόστους σε σχέση με τη μέση υπερηρωική παραγωγή του σήμερα και τακτικά με λιγότερες μέρες γυρισμάτων και φτηνότερα από τον αρχικό προϋπολογισμό.
Μιλώντας καθαρά για αριθμούς, που τόσο αγαπούν CEOs τύπου Ζάσλαβ, μέσα στην τελευταία δεκαετία ο υπερήλικας Ίστγουντ έχει γυρίσει το «American Sniper» με εισπράξεις 545 εκατομμυρίων δολαρίων στο παγκόσμιο box-office από αρχικό μπάτζετ 58 εκατομμυρίων, το «Sully» με εισπράξεις 243 εκατομμυρίων δολαρίων στο παγκόσμιο box-office από αρχικό μπάτζετ 60 εκατομμυρίων και το «Mule» με σούμα 174 εκατομμυρίων δολαρίων από αρχικό μπάζετ 50 εκατομμυρίων. Να, λοιπόν, και ένας επιχειρηματικός λόγος για να χρηματοδοτήσεις το «Cry Macho», ακόμα κι αν παραμερίσεις το καλλιτεχνικό σκέλος της απόφασης, τους οσκαρικούς θριάμβους του παρελθόντος και τη σχέση πέντε δεκαετιών του δημιουργού με το στούντιο – ο Ίστγουντ είναι, πιθανότατα, η σημαία της Warner.
Γιατί λοιπόν δεν θα δούμε το «Juror#2» στα σινεμά; Γιατί, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Μπιλτζ Εμπίρι στο Vulture, ο Ίστγουντ «είναι το glitch στο στουντιακό matrix που ο σύγχρονος executive καλείται να διορθώσει». Εκπροσωπεί ένα ενήλικο σινεμά που ο τελευταίος αδυνατεί να καταλάβει, που θα φέρει τα λεφτά του πίσω, συχνά θα φέρει και κέρδος, αλλά σπάνια θα κάνει ρεκόρ – και, ξέρετε, τα bonus των περισσότερων executives εξαρτώνται πρωτίστως από τα ρεκόρ του πρώτου τριημέρου στις ΗΠΑ. Είναι ταινία δημιουργού που θα πει όχι, που θα απαιτήσει final cut, που θα δοκιμάσει και κάτι ριψοκίνδυνο ίσως – πάντα στα μάτια ενός σύγχρονου executive. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κρίστοφερ Νόλαν, ένας άλλος σκηνοθέτης που για περίπου δυο δεκαετίες δούλευε αποκλειστικά για τη Warner, έφυγε άρον άρον από το στούντιο και, πάρα τις προσπάθειες του Ζάσλαβ να τον προσεγγίσει, αρνείται να επιστρέψει.
To «Juror #2» έχει κάνει ήδη 10 εκατομμύρια δολάρια σε 11 μέρες στις λιγοστές αγορές που η Warner του επέτρεψε να κυκλοφορήσει –η μέθοδος διανομής θυμίζει αυτή του «Glass Onion» από το Netflix–, βάζοντας φρένο σε λοιπά τοπικά γραφεία διανομής που θέλουν να παίξουν την ταινία. Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε σε 50 αίθουσες και, παρά τις sold-out προβολές και το αίτημα περισσότερων αιθουσαρχών για την ταινία, δεν πρόκειται να διανεμηθεί σε περισσότερες. Ο λόγος; Είπαμε, λογιστικός και επιχειρηματικός. Η ηγεσία της Warner εμφανώς δεν θέλει να ξοδέψει τα (λιγοστά, ας είμαστε σοβαροί) χρήματα προώθησης στις αίθουσες για μια ταινία που εκτιμά ότι δεν ανήκει εκεί, ασύμβατη με το γενικό πλάνο κινηματογραφικής διανομής. Σκεφτείτε ότι μέχρι πρότινος η Warner σχεδίαζε να την κυκλοφορήσει αποκλειστικά στο streaming, δίχως τη διενέργεια καμπάνιας για βραβεία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, την οσκαρική καμπάνια της ταινίας έχουν αναλάβει άτυπα και εξ ολοκλήρου μέλη της Ακαδημίας που ενθουσιάστηκαν μαζί της και τη διαδίδουν από στόμα σε στόμα – όπως στην περίπτωση της υποψηφιότητας της Άντρεα Ράιζμπορο για το φιλμ «To Leslie».
Eίναι πολύ πιθανό να προκύψουν οσκαρικές υποψηφιότητες για το «Juror #2». Η ποιότητά του τις υποστηρίζει, για τον υπογράφοντα είναι η καλύτερη αμερικανική ταινία του 2024, με διαφορά από τη δεύτερη. Κι αν αυτό συμβεί, θα πρόκειται για εντελώς ιστγουντική εξέλιξη. Οι καλλιτέχνες θα έχουν έρθει ως φορείς του… φυσικού καλλιτεχνικού δικαίου για να διορθώσουν τις πλημμέλειες του στουντιακού, αποκαθιστώντας την ισορροπία. Ναι, θα είναι μια πρόσκαιρη εξισορρόπηση, μια σταγόνα στον ωκεανό ίσως, αλλά να θυμίσουμε ότι στο παρελθόν ανάλογες στουντιακές πρακτικές έφεραν τη United Artists, την αυτοοργάνωση των καλλιτεχνών δηλαδή, και μαζί της απάτητες κορυφές του αμερικανικού σινεμά.
Προς το παρόν, ελπίζουμε σε μια πιο άμεση «εξισορρόπηση», ερχόμενη με την αλλαγή των κεντρικών πλάνων και την εγχώρια διανομή της ταινίας στις αίθουσες, έστω και την ύστατη ώρα. Δεν είναι απλώς κρίμα κι άδικο μια ταινία σαν αυτή να μην παίζεται στα σινεμά. Είναι αμαρτία.