ΔΙΑΒΑΖΑ ΠΑΝΤΑ ΜΕ πολλή προσοχή εκείνους τους κοινωνικούς επιστήμονες που, πατώντας σε μια ποιοτική ανάλυση των δεδομένων, ισχυρίστηκαν ότι η ελληνική κοινωνία είναι πλειοψηφικά «κεντροαριστερή» και προοδευτική. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάταξη των κομμάτων όπως προκύπτει από τη μια ή άλλη εκλογική αναμέτρηση δεν αντανακλά πάντα τα βαθύτερα ρεύματα πεποιθήσεων και αξιών της κοινωνίας μας. Άνθρωποι με σημαντική εμπειρία στην πολιτική ανάλυση, όπως ο Γεράσιμος Μοσχονάς, επιμένουν να βλέπουν «προοδευτικά» πλειοψηφικά ρεύματα που αν δεν μεταφράζονται και σε πολιτική κυριαρχία, αυτό κυρίως οφείλεται σε λάθη τακτικής και σε άλλες αστοχίες από τις κομματικές ηγεσίες της αριστεράς.
Έχοντας με τη σειρά μου βαρεθεί να ακούω διαρκώς για «δεξιά στροφή» κάθε φορά που υποχωρούσαν τα ποσοστά ή μια κρίση αποδιοργάνωνε τα κόμματα πέραν της δεξιάς, έβρισκα κι εγώ ενδιαφέρουσα αυτή την εικόνα μιας κοινωνίας που διατηρεί πολλά από τα αποθέματα του ιστορικού, μεταπολιτευτικού προοδευτισμού. Άλλωστε, αυτή η εικόνα μιας Ελλάδας «αριστερόστροφης» συντηρούνταν (με άλλο σκεπτικό φυσικά) και από φιλελεύθερους και συντηρητικούς παρατηρητές των ηθών, που θεωρούσαν ότι οι μεταρρυθμίσεις εμποδίζονται και υπονομεύονται από «σοβιετικές» νοοτροπίες και κοινωνικές έξεις. Η Ελλάδα, ως τελευταία «σοσιαλιστική χώρα» της Ευρώπης, είναι, άλλωστε, μοτίβο πολλών χρόνων.
Η στροφή προς τα δεξιά σχετίζεται περισσότερο με την εμπέδωση στάσεων επιθετικής απογοήτευσης ή με την αναζήτηση «αντικομματικών» ειδώλων από το πουθενά.
Εδώ και κάποιο καιρό όμως αυτή η ιδέα μού φαίνεται όλο και πιο λάθος. Θα έπρεπε να έχει αναθεωρηθεί. Στη δική μου αίσθηση των πραγμάτων η στροφή προς τα δεξιά έχει αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος, μάλιστα την ίδια στιγμή ακριβώς που το κυβερνών κόμμα χάνει έδαφος στις μετρήσεις. Μιλώντας όμως εδώ για «στροφή προς τα δεξιά», διευκρινίζω ότι δεν έχω κατά νου τη δημοσκοπική ώθηση της Αφροδίτης Λατινοπούλου ή τα ποσοστά του Κυριάκου Βελόπουλου με τις καλές, τοπικές (βορειοελλαδίτικες) διακυμάνσεις τους.
Δεν ταυτίζω τη δεξιά στροφή με το διακριτό θέμα μιας πολιτικής ακροδεξιάς ή μιας εκ δεξιών κριτικής στην κυβέρνηση. Δίνω πολύ μεγαλύτερη σημασία στα «τεκμήρια» μιας κοινωνίας της κόπωσης. Η στροφή προς τα δεξιά σχετίζεται περισσότερο με την εμπέδωση στάσεων επιθετικής απογοήτευσης ή με την αναζήτηση «αντικομματικών» ειδώλων από το πουθενά. Φαίνεται εντονότερα από τη διάδοση –και σε τμήματα των νεότερων ηλικιών– ενός επιβιωτικού ρεαλισμού που το αντίστοιχό του στη διεθνή αρένα είναι μια γεωπολιτική συμφεροντολογία η οποία μπορεί πια να τα δικαιολογήσει όλα (στον βωμό των εθνικών/ κρατικών συμφερόντων ή των επιχειρηματικών συμμαχιών).
Δεν βρίσκω έτσι καθόλου πειστική την άποψη ότι η κοινωνία μας συνεχίζει να είναι «κεντροαριστερών» ευαισθησιών επειδή, προφανώς, πολλοί συμπολίτες μας θα ήθελαν τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα ή πιο γενναίες αυξήσεις μισθών από αυτές που εξασφαλίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ούτε μπορεί να υποστηριχτεί ότι αξίες της αριστεράς έχουν ευρύ αποτύπωμα επειδή οι έρευνες δείχνουν πως μια πλειοψηφία συναινεί στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ή ότι δεν ενοχλείται από κάποια μορφή διαλόγου και συνεννόησης με την Τουρκία (άρα αποδοκιμάζει τη στάση του Αντώνη Σαμαρά στο θέμα αυτό).
Έχω την εντύπωση ότι εδώ και κάποιο καιρό στην ελληνική κοινωνία έχει αυξηθεί ο αριθμός όσων πιστεύουν πως δεν γίνεται κάτι ουσιαστικό (με πολιτικούς όρους) για τη ζωή τους. Έχει μεγαλώσει η περίμετρος εκείνων που πιστεύουν πως μετράει μόνο η στενή οικογενειακή/ φιλική κλίμακα και το να περνά κανείς καλά (αφού εκεί έξω βασιλεύει το χάος και η λαμογιά). Είναι πολλοί/-ές που θεωρούν ότι τα συνθήματα για αναδιανομή του πλούτου εκφράζουν κυρίως τον φθόνο των losers ή κάποιες θολές ουτοπίες – παρότι οι ίδιοι άνθρωποι παραπονούνται για τις αυθαιρεσίες των τραπεζών ή εξοργίζονται με την ακρίβεια. Το ότι δυσφορούν για ποικίλες υλικές και πρακτικές δυσκολίες της καθημερινότητας δεν καθιστά τους πολίτες διαθέσιμους για εναλλακτικούς δρόμους (και ποιους ακριβώς;).
Ακόμα και σε μέρος των νεότερων ηλικιών που μπορεί να βρίσκει κανείς περισσότερα άτομα που υποστηρίζουν την Παλαιστίνη ή φάνηκαν να συγκινούνται με την τραγωδία των Τεμπών (με έναν είδος πολιτικού συναισθήματος), το ποσοστό όσων ευαισθητοποιούνται έμπρακτα για υποθέσεις όπως το περιβάλλον ή τα κοινωνικά δικαιώματα είναι πολύ μικρό. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη συναισθηματικών νησίδων αντικυβερνητικής ή πιο ριζοσπαστικής χροιάς –με την ανάλογη στήριξη από καλλιτεχνικούς χώρους– δεν σημαίνει τελικά κάτι σημαντικό για τη γενική κατάσταση.
Αντιθέτως, ο κτητικός ατομικισμός, η ελλιπής, αν όχι ανύπαρκτη συνειδητοποίηση του κλιματικού και κοινωνικού ζητήματος και παράλληλα ένας πικρόχολος ρεαλισμός (αυτό το περίφημο «έτσι κάνουν όλοι» που δικαιολογεί τα πάντα) έχουν ριζώσει περισσότερο και πιο βαθιά από τις σποραδικές κοινωνικές, οικολογικές και ανθρωπιστικές ευαισθησίες.
Αν, λοιπόν, σε κάποιες περιπτώσεις του παρελθόντος η περίφημη «δεξιά στροφή» ήταν μια κοινότοπη εκδοχή που δικαιολογούσε απλώς τις εκλογικές ήττες ή κάποιες συνδικαλιστικές και πολιτικές αποτυχίες, τώρα φαίνεται πως αντιστοιχεί σε έναν συνδυασμό πολλών εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Ο πόλεμος σε διαφορετικά μέτωπα, οι εξοπλισμοί, οι συνεχείς συναγερμοί ασφαλείας, η κούρσα των τεχνολογικών μετασχηματισμών, η γελοιοποίηση κομμάτων και ανθρώπων, όλα αυτά δεν είναι άσχετα με ό,τι υπονοώ στο κείμενο: ότι μια κοινωνία (της) κόπωσης προσαρμόζεται επινοητικά στη διαφθορά, στις ανισότητες και σε πολλά μικρά και μεγαλύτερα συστήματα εκμετάλλευσης.
Ακόμα και αν τα άτομα ως ιδιώτες ή μέλη μιας επαγγελματικής συντεχνίας θυμώνουν με μια ρύθμιση, με έναν νόμο ή με τις ακριβές τιμές μιας υπηρεσίας, ο ορίζοντας της φαντασίας τους, είναι, το πολύ, μια πιο λειτουργική διοίκηση και ένα κάπως πιο αξιόπιστο κράτος. Δεν λέω ότι είναι στόχοι δίχως σημασία, μακριά από εδώ η αφ’ υψηλού περιφρόνηση στις διευκολύνσεις και στην ήπια βελτίωση της καθημερινότητας. Δεν συγκροτούν όμως κάτι διαφορετικό από στόχους που μοιράζονται οι πάντες πλέον στο πολιτικό σύστημα. Η κοινωνία της κόπωσης κινείται μεταξύ ισχνού φιλελεύθερου κέντρου και επιλεγμένων «δεξιών» ακροτήτων. Η καθημερινότητα γίνεται ο μοναδικός ορίζοντας, σαν ένα απόλυτο παρόν που δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση για κανένα διαφορετικό μέλλον.
Η στροφή προς τα δεξιά δεν είναι πάντα ή κυρίως ένα γεγονός της πολιτικής γεωγραφίας ή της εκλογικής κοινωνιολογίας όσο ένα σύνολο από κινήσεις πολιτικής παραίτησης, ατομικής απόσχισης και επιβιωτικής οχύρωσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.