ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΑ ΤΗ ΜΕΡΑ που έμαθα για την ύπαρξη της Αφροδίτης Λατινοπούλου. Ήταν Ιούνιος του 2021. Το βίντεό της για το πώς «καταστρέφεται η κοινωνία μας, η κοσμοθεωρία μας» από γυναίκες που «αναδεικνύουν τα τριχωτά σημεία του σώματός τους» είχε γίνει viral. Είχε ξεκινήσει τότε ένας μισοσοβαρός-μισοαστείος σχολιασμός όσων έλεγε και το βίντεο σύντομα οδήγησε σε μερικά βραχύβια μιμς. Τίποτα ξεχωριστό δηλαδή, άλλη μια μέρα που με κάτι ασχολούμαστε στο ίντερνετ. Όπως είχε γράψει τότε μια σχολιάστρια, «σήμερα μάθαμε το όνομά της και ελπίζω αύριο να το ξεχάσουμε».
Τις ειδήσεις αυτής της τριετίας που συνόδευαν το όνομα της Αφροδίτης Λατινοπούλου τις ενέτασσα πάντα στα λίγο γραφικά της ημέρας. Κάτι με τις δηλώσεις της για το πώς είναι προνόμιο να παίρνουν οι ομοφυλόφιλοι απαλλαγή απ’ τον στρατό, κάτι με τη συνεργασία με τον Μπογδάνο, κάτι με σχολιασμούς μακριά απ’ την πραγματικότητα, η δημόσια παρουσία της είχε συνδεθεί με το ευτράπελο. Ή, τέλος πάντων, με το ασόβαρο.
Διαβάζοντας τα ξημερώματα της 10ης Ιουνίου την πρόβλεψη ότι θα παιχτεί μια έδρα ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Πύρρο Δήμα της ΝΔ, σκέφτηκα ότι επείγει να αναθεωρήσω το τι σημαίνει γραφικό.
Βλέποντας από αυτές και τις προηγούμενες ευρωεκλογές το είδος της δημόσιας παρουσίας που έχουν κάποιοι ευρωβουλετές και κάποιες ευρωβουλεύτριες, αισθάνομαι ότι η συλλογική πίστη στην ύπαρξη κάποιας «σοβαρότητας», δηλαδή κάποιου πράγματος στιβαρού, με σημασία για τις ζωές μας, φθίνει.
Σε σχέση με τη δημόσια εικόνα μας, από παιδιά μαθαίνουμε να ντρεπόμαστε. Ποιος δεν έχει ακούσει τη φράση «καλά, δεν ντρέπεσαι;» όταν ένα παιδί συνετίζεται για κάποια απαράδεκτη πράξη. Η ντροπή λειτουργεί αποτρεπτικά. Είναι ένα νοητό όριο ανάμεσα σ’ εμάς και το φέρον κοινωνική απαξία.
Αυτό με έχει προβληματίσει. Με αφορμή την εκλογή της Αφροδίτης Λατινοπούλου, έβαλα σε λέξεις κάτι που κύλαγε γύρω από πολιτικές συζητήσεις, αλλά δεν είχα διαγνώσει με ακρίβεια, ότι δεν μπορώ πια να καταλάβω τι είναι γελοίο και τι πολιτικά αξιοσημείωτο. Δεν ξέρω πότε κάποιος θα έπρεπε να ντρέπεται για όσα πρεσβεύει και πότε να σκεφτώ ότι εξασφαλίζει το ψωμί του (το οποίο μπορεί να είναι πολύσπορο και χωρίς γλουτένη, με τον μισθό των ευρωβουλευτριών να φτάνει τα 7.853,18 ευρώ καθαρά) σε μια στιγμή που αυτή η εξασφάλιση δεν είναι ποτέ δεδομένη.
Η πολιτική είναι, θεωρητικά, μια σοβαρή υπόθεση. Το Ευρωκοινοβούλιο είναι, θεωρητικά, ένας σοβαρός θεσμός. Οι έννοιες και οι θεσμοί, ωστόσο, δεν μπορούν να έχουν ύψος μεγαλύτερο από των ανθρώπων που τους εκπροσωπούν. Βλέποντας από αυτές και τις προηγούμενες ευρωεκλογές το είδος της δημόσιας παρουσίας που έχουν κάποιοι ευρωβουλευτές και κάποιες ευρωβουλεύτριες, αισθάνομαι ότι η συλλογική πίστη στην ύπαρξη κάποιας «σοβαρότητας», δηλαδή κάποιου πράγματος στιβαρού, με σημασία για τις ζωές μας, φθίνει.
Άκουσα με ενδιαφέρον το podcast του Άρη Δημοκίδη πάνω στο θέμα. Σύμφωνα με την έρευνά του, παλιότερα τα κόμματα επιθυμούσαν να στείλουν στην Ευρωβουλή βαριά πυροβολικά, συνταγματολόγους, νομικούς, γνώστες διεθνούς δικαίου, ανθρώπους που ήξεραν περί τίνος πρόκειται, γνώστες της νομικής επιστήμης και, κυρίως, άσημους για το ευρύ κοινό. Το είδος των επιστημόνων που στον τομέα τους είναι πασίγνωστοι και έξω απ’ αυτόν το όνομά τους δεν λέει τίποτα.
Βλέποντας τη Λατινοπούλου να πηγαίνει απ' το τίποτα στην Ευρωβουλή μέσα σε τρία χρόνια, με όχημα την παρουσία της στα social και το ότι εμφανώς αφουγκράστηκε μια ανάγκη, ενώ παράλληλα έχτισε μια ουσιαστική επικοινωνιακή σχέση με το όποιο κοινό την προτίμησε είτε γιατί εκφράζεται απ’ όσα αντιπαθεί είτε γιατί εγκρίνει το είδος της γυναίκας που πρεσβεύει, η κύρια απορία μου είναι «τελικά, γιατί όχι;».
Aν όλα όσα σχολιάστηκαν ως γελοία, αν όλα όσα θεωρήθηκαν ασόβαρα, τελικά κρίνονται επαρκή, αν αυτή η δημόσια παρουσία, η εύκολη προσβολή, η εσάνς απλοϊκής, «τσιτάτης» αμορφωσιάς δεν έχει ως απάντηση ουσιαστική κοινωνική απαξία αλλά, αντίθετα, γίνεται αποδεκτή από 120.000 Έλληνες και Ελληνίδες, γιατί να μην προσπαθήσουν κι άλλες γυναίκες να μπουν στην πολιτική –αν αυτό είναι πολιτική– με αυτόν τον τρόπο;
Πέρα απ’ το κούνημα το δαχτύλου, το μάθημα κοινωνικών αξιών και τη σημασία της ισότητας, ποιος είναι ο πρακτικός αντίλογος; Πού είναι η ήττα;
Δεν έχω γράψει πουθενά ακόμα τη λέξη «ακροδεξιά» κι αυτό γιατί, στην περίπτωση της Λατινοπούλου, δεν είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στον νου. Είναι κάτω κάτω, μετά τις λέξεις «τρίχες», «lifestyle», «προβοκατόρισσα». Πριν μπούμε σε συζήτηση για την ακροδεξιά, χρειάζεται να έχουμε ένα πολιτικό κριτήριο, οι έννοιες να είναι ορισμένες και λίγο ακίνητες για να μπορέσουμε να σταθούμε κι εμείς απέναντι και να τις κρίνουμε. Τίποτα όμως δεν στέκεται αυτές τις μέρες.
Aν και καλώς μας απασχολεί η άνοδος της ακροδεξιάς, πιστεύω ότι πρέπει να μας απασχολήσει και το ότι αρκετές και αρκετοί από εμάς δεν έχουμε προσαρμοστεί αρκετά γρήγορα στο τι σημαίνει «πολιτική» σήμερα, στο πώς αυτή επιτελείται και από ποια πρόσωπα· και το τι βλέπουμε όταν πρόσωπα εκλέγονται σε θεσμούς που απαιτούν από εμάς να σεβαστούμε το κύρος τους. Προσωπικά, έχω αρχίσει στο πρόσωπο των εκλεγμένων να μη βλέπω πολιτικούς παρά ανθρώπους που βρήκαν τρόπο να εξασφαλίσουν έναν υψηλό μισθό για κάποια χρόνια. Αυτό κάτι λέει για την αξιοπιστία του θεσμού και του οργάνου.
Και όταν, συλλογικά πια, δούμε στο πρόσωπο των εκλεγμένων άτομα και όχι θεσμούς, το τέλος του κύρους θα είναι κοντά.