Ο Άκης Δήμου δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη, παρ' όλη τη μεγάλη επιτυχία που σημειώνουν τα θεατρικά του έργα στην Αθήνα. Βέβαια, έχει κάθε λόγο, αφού από εκεί ξεκίνησε πριν από σχεδόν 30 χρόνια με τον μονόλογο «…και Ιουλιέτα» που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Φωτοπούλου. Φέτος το έργο ξαναπαίζεται στην πόλη του, ενώ συνεχίζεται η επιτυχία «Μάθε με να φεύγω» στο Hood art space της bijoux de kant και ένα ακόμα δικό του έργο, το «Αν ήμουν κόκκινο», που έχει ως αφορμή τα 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή στο θέατρο Σημείο.
Ο ιδιαίτερα παραγωγικός και χαρισματικός συγγραφέας μιλάει για τη Λούλα Αναγνωστάκη, στην οποία βασίζεται το τελευταίο του έργο, για το αθησαύριστο λογοτεχνικό υλικό μιας παλιότερης Ελλάδας που εξακολουθεί να τον εμπνέει, για τη Θεσσαλονίκη που κρύβει τις επιθυμίες της μέσα στα διαμερίσματά της και για το μέλλον του θεάτρου.
— Πόσα θεατρικά έργα έχετε στο ενεργητικό σας;
Δεν τα έχω μετρήσει. Νομίζω γύρω στα 25, μαζί με τις διασκευές και τις συνεργασίες μου με άλλους συγγραφείς.
— Κανονικό επάγγελμα, λοιπόν…
Είναι ένας πολύ ισχυρός έρωτας, τον οποίο πρέπει να υπηρετείς με όρους επαγγελματικούς. Η συγγραφή είναι πρώτα απ' όλα δουλειά.
«Βλέπετε κανέναν έρωτα σήμερα άξιο να αποτυπωθεί; Η Ντιράς έγραψε ότι "έχει περάσει η εποχή των μεγάλων μοιχειών", όπως η Καρένινα και η Μποβαρί. Ακόμα και στην απλούστερη ερωτική ιστορία αναδύονται πάρα πολλά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον εαυτό μας, με πολύ σκοτεινά πάθη και επιθυμίες μας, που έχουν να κάνουν με τον κοινωνικό περίγυρο μέσα στον οποίο ζούμε».
— Ξέρω ότι παρατήσατε τη δικηγορία για χάρη της.
Δούλεψα ως δικηγόρος μεταξύ 1992 και 2004. Για ένα σύντομο διάστημα στη μαχόμενη δικηγορία, κάτι που δεν μου πήγαινε, και μετά στο Κέντρο Ερευνών ως νομικός σύμβουλος σε θέματα για γυναίκες κοινωνικά αποκλεισμένες ή κακοποιημένες αλλά και πρόσφυγες, μετανάστριες κ.λπ. Κάποια στιγμή, το 2004, όταν παιζόταν η παράσταση «Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε» με την Πέμη Ζούνη, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω και τα δύο. Μάλλον, για να είμαι ακριβέστερος, ότι δεν με ενδιαφέρει να κάνω και τα δύο. Συνειδητοποίησα ότι, αν θέλω να συνεχίσω να γράφω, πρέπει να αφοσιωθώ σε αυτό. Ήταν εκείνο που μου έδινε χαρά, που μου επέστρεφε όλο τον κόπο και την αγωνία που επένδυα σε αυτό και ήταν το μόνο το οποίο με ένοιαζε. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Σκεφτόμουν ότι ίσως τα πράγματα να μην έβγαιναν όπως τα θέλω, τα οικονομικά δεν είναι ανθηρά, αλλά συγχρόνως ήταν εύκολη.
— Είχατε κάνει τουλάχιστον μία εμπορική επιτυχία, με το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Έγινε και ταινία.
Με την οποία δεν είχα καμία σχέση. Εννοώ καμία συνέργεια στο σενάριο, το οποίο δεν είναι ισάξιο με το θεατρικό. Ως παράσταση ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης με την Έφη Σταμούλη, σε σκηνοθεσία του σημερινού καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού, Γιάννη Μόσχου, με εξαιρετική επιτυχία, και στη συνέχεια ανέβηκε στην Αθήνα με τη Σοφία Φιλιππίδου από τον Σταμάτη Φασουλή. Μετά πήρε τον δρόμο του γιατί το έκανε η Μπεμπεδέλη στην Κύπρο και η Ουζουνίδου στο Θεσσαλικό. Όντως ήταν πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οφείλω να σας πω ότι είναι ένα έργο που το αγαπάω και ταυτόχρονα είμαι σκεπτικός απέναντί του γιατί έχει δραματουργικά ελλείμματα, που δεν φαίνεται να επηρέασαν καθόλου την πορεία του. Έγραψα την οριστική του εκδοχή μέσα στην καραντίνα.
— Άρα πρέπει κάποιος να το ξανανεβάσει.
Ναι, αλλά και να μην το ξανανεβάσει δεν με πειράζει.
—Για εμένα λειτουργεί πάρα πολύ ως καθρέπτης της αστικής Θεσσαλονίκης.
Προφανώς έχει τέτοια στοιχεία. Κάπως έτσι νομίζω ξεκίνησε και το γράψιμο, περισσότερο με εικόνες. Είτε από πράγματα που μου είχαν αφηγηθεί παλιότεροι Θεσσαλονικείς, είτε από δικές μου εμπειρίες από την περιήγησή μου στα διαμερίσματα του Πανοράματος, της λεωφόρου Νίκης, της παλιάς αστικής Θεσσαλονίκης, της Βασιλίσσης Όλγας.
— Με αρκετή δόση από Μαίρη Αρώνη - Πάστα Φλώρα.
Με αρκετή δόση από Μαίρη Αρώνη, γιατί και να θέλουμε να κρύψουμε τις επιρροές μας, δεν μπορούμε να κρυφτούμε από αυτές.
— Το σώμα των θεατρικών σας έργων βρίθει από αναφορές στην ελληνική λογοτεχνία και το θέατρο, όπως τώρα με το «Αν ήμουν κόκκινο», όπου η Άννα του «Διαμάντια και μπλουζ» συνομιλεί με τη δημιουργό της, Λούλα Αναγνωστάκη, μέσα σε μια σουίτα.
Ναι, η σύμβαση είναι ότι βρίσκεται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο όπου ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά της με μια έκπληξη που υποτίθεται ότι θα της κάνουν οι οικείοι της.
— Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε μια θεατρική φιγούρα της πόλης.
Πολύ σωστά, γι’ αυτό επέλεξα να την κάνω θεατρικό πρόσωπο. Είχα τη χαρά να τη γνωρίσω και προσωπικά, και κάποια στιγμή, φεύγοντας από το σπίτι της στην οδό Καψάλη, είχα σκεφτεί τι ωραίος ρόλος θα ήταν στο θέατρο η Λούλα. Όταν ήρθε η στιγμή και μου πρότεινε ο Αλέξανδρος Διαμαντής ένα έργο με δύο εμβληματικές γυναίκες, σκέφτηκα διάφορες. Οφείλω να ομολογήσω ότι κατέληξα στη Λούλα με πολλή αγάπη αλλά και με έναν φόβο για το πώς μπορεί κανείς να διαχειριστεί θεατρικά ένα πρόσωπο που είναι κοντινό μας.
Δεν είναι πολλά τα χρόνια που η Αναγνωστάκη δεν είναι ανάμεσά μας. Υπάρχουν άνθρωποι που την έχουν ζήσει και που τη θυμούνται. Η παρουσία της εξακολουθεί να είναι ισχυρή στην ελληνική δραματουργία, αλλά συγχρόνως, σκέφτηκα, δεν χρειάζεται να φοβάσαι, κάνε κάτι πολύ απλό. Πες ότι κάλεσες τη Λούλα ένα βράδυ στο σπίτι σου και την άφησες να μιλήσει η ίδια. Γι’ αυτό θα παρατηρήσατε ότι το κείμενο έχει αποσπάσματα συνεντεύξεών της, έχει βεβαίως και πολλά αποσπάσματα από έργα της.
— Έχει πολλές αναφορές, σχεδόν μια ανθολόγηση έργων της.
Μα αυτό ακριβώς προσπάθησα, να χτίσω έναν θεατρικό χαρακτήρα που να μπορεί να σταθεί στη σκηνή και να στηριχτεί από μια ηθοποιό με υλικά που δεν ήταν αποκλειστικά δικά μου αλλά που είχα αναλάβει την ευθύνη της σύνθεσής τους. Από εκεί και πέρα, ξαναδιαβάζοντας το έργο σήμερα, με τα σημερινά μου μάτια, εκείνο που μου αρέσει πάρα πολύ στο «Αν ήμουν κόκκινο» είναι ότι τελικά διαπιστώνω ότι προσπαθώ να περιγράψω –και νομίζω ότι ως έναν βαθμό τα καταφέρνω– τη διαδρομή που ακολουθεί αυτό που λέμε έμπνευση.
Το πώς φτάνει ένας συγγραφέας να εμπνευστεί και να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα και ο χαρακτήρας να γεννήσει από μόνος του ένα ολόκληρο έργο. Αυτή είναι η τελική μου θέση απέναντι στο έργο. Είναι ένας φόρος τιμής σε μια γυναίκα η οποία προσωπικά με έχει επηρεάσει πολύ, όχι τόσο στο γράψιμο όσο ως συμπεριφορά και στάση απέναντι σε αυτό που λέμε θεατρική κοινότητα. Γιατί η Αναγνωστάκη δεν υπήρξε ποτέ αγοραία. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που συναλλασσόταν, ήταν ένας άνθρωπος που παρατηρούσε τα πράγματα από μια απόσταση.
— Είχε την οικονομική δυνατότητα να τηρεί μια απόσταση, πάντως.
Αυτό που εγώ καταλαβαίνω, διαβάζοντας τα έργα της, όσο το δυνατόν αδιαμεσολάβητα από την παρουσία της ίδιας, είναι ότι το βλέμμα της επάνω στους ήρωές της και επάνω στην Ελλάδα είναι το βλέμμα ενός πραγματικού αριστερού ανθρώπου. Όχι με τους σημερινούς όρους. Καταλαβαίνετε, όχι με αυτήν τη γελοιότητα στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η αριστερά. Αλλά ενός ανθρώπου ο οποίος πραγματικά συμπάσχει με τους ήρωες. Και αυτό νομίζω ότι την κάνει εξαιρετική συγγραφέα, γιατί αν δεν τον καταλάβεις και δεν τον πονέσεις τον ήρωα που δημιουργείς και αν δεν τον αθωώσεις, ενδεχομένως, για όλα του τα ατοπήματα, δεν μπορείς να συνεχίσεις να τον γράφεις. Θυμηθείτε τη «Νίκη», αν και στα «Διαμάντια και μπλουζ» έχω την αίσθηση ότι για πρώτη φορά η Λούλα περιηγείται σε ένα περιβάλλον μεγαλοαστικό.
— Μοιάζει να το ξέρει επίσης καλά.
Ακριβώς. Είναι σαν η ίδια να θέλει να συνομολογήσει ότι ξέρει και μπορεί να κοιτάξει και την ίδια της την τάξη. Η Άννα είναι μια μεγαλοαστή αδικαίωτη, στερημένη από πολλά πράγματα. Ταυτόχρονα είναι μια γυναίκα εμμονική και νευρωτική.
— Το πιγκ πογκ μεταξύ των δύο γυναικών στο «Αν ήμουν κόκκινο» εμπεριέχει μια ενοχή ή ανοχή. Μιλάει με ένα δημιούργημά της που του επιτίθεται.
Μερικές φορές συμβαίνει να κυριεύεσαι από έναν άνθρωπο, μια εικόνα, μια αίσθηση, που ενώ σε ταλαιπωρεί και θέλεις να απαλλαγείς από αυτήν, δεν σε αφήνει η παρουσία του. Αυτόν τον διάλογο προσπάθησα να περιγράψω. Είναι μια συγγραφέας η οποία ενδεχομένως έχει αποφασίσει να μην ξαναγράψει τίποτα, παρ' όλα αυτά τής επιβάλλεται η Άννα. Της επιβάλλεται η ιδέα και ο μικρόκοσμος της Άννας. Και δεν την αφήνει σε ησυχία, μέχρι που στο τέλος κάνει αυτό που κάνουμε όλοι, παραδίνεται. Παραδινόμαστε όλοι και λέμε «τώρα θα καθίσω να το γράψω, γιατί αν δεν το γράψω, δεν θα ησυχάσω».
— Το λέει η Αναγνωστάκη ή εσείς ως Άκης Δήμου;
Το λέω κι εγώ γιατί ενώ υπάρχουν περίοδοι που δεν θέλω να γράψω, έρχονται κάποιες αδέσποτες εικόνες και αισθήσεις, κάτι αδέσποτα πρόσωπα και αδέσποτες μνήμες που με στοιχειώνουν τόσο πολύ, που σχεδόν με υποχρεώνουν να κάτσω μπροστά στον υπολογιστή μου. Παρόλο που δεν το θέλω. Όταν όμως καθίσω, ξέρω ότι δεν θα ξανασηκωθώ αν δεν ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου με αυτό από το οποίο ξεκίνησα.
— Φταίει η Θεσσαλονίκη; Πολλοί σημαντικοί ποιητές και συγγραφείς δημιούργησαν αμυνόμενοι στην αποπνικτική της ατμόσφαιρα.
Δεν με έχει απασχολήσει αυτό. Ξέρω πάντως τι με ενοχλεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγα εκεί το 1982 για σπουδές. Ήταν ο πατέρας μου από εκεί βέβαια, αλλά εγώ μεγάλωσα στην Αμαλιάδα. Ήταν μια άλλη πόλη, μια άλλη υπόσχεση. Τότε με ενοχλούσε ενστικτωδώς, τώρα συνειδητά, ο αφόρητος μικροαστισμός της, ο επαρχιωτισμός της και αυτός ο συντηρητισμός ο οποίος έχει να κάνει και με μια υποκρισία. Μπορεί μέσα στα διαμερίσματα να γίνονται τέρατα. Δεν τα ομολογεί κανείς ποτέ. Δεν συμφιλιώνεται ποτέ κανείς με αυτό που κάνει μέσα στο διαμέρισμά του και όταν βγαίνει έξω επιμένει να ζει σαν ένας άλλος.
Χωρίς να πείθει, βέβαια, γιατί αυτή η ψαλίδα στον άνθρωπο φαίνεται. Το να είσαι αλλιώς μέσα στο σπίτι σου και να προσπαθείς να είσαι αλλιώς έξω από αυτό γράφεται και στην κίνηση και στη συμπεριφορά και σε όλα. Από την άλλη, πρέπει να πω ότι με τα χρόνια τη Θεσσαλονίκη την έχω συνηθίσει και την έχω αγαπήσει. Δεν είμαι σίγουρος αν έχω αγαπήσει τη Θεσσαλονίκη ή τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκα εκεί. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να φύγω από εκεί.
— Οι άνθρωποι είναι μέρος του σκηνικού. Οι μικροί δρόμοι, το συγκεντρωμένο κέντρο, η παραλία, αντανακλούν την ψυχολογία των ανθρώπων.
Την αντανακλούν και την υπαγορεύουν με κάποιον τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ό,τι καταγράφεται πολιτικά στα ποσοστά.
— Γιατί δεν έχει πάψει να είναι μια πόλη νοικοκυραίων.
Έχει λιμάνι, άρα έχει διαφυγή, κι ενώ θα μπορούσε να είναι ένα επικοινωνιακό κέντρο, που να δέχεται πράγματα, αισθάνομαι ότι για πολλούς ανθρώπους το λιμάνι δεν υπάρχει. Η θάλασσα δεν υπάρχει, είμαστε εδώ και η ζωή μας τελειώνει στην προκυμαία.
— Τα έργα που γράψατε, αν εξαιρέσουμε τις αναθέσεις, θα είχαν γραφτεί αλλιώς αν ζούσατε στην Αθήνα;
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω ότι πολλές αναθέσεις κατέληξαν να είναι πολύ προσωπικά έργα, όπως η «Λωξάνδρα» της Ιορδανίδου και η «Η μεγάλη πλατεία» του Μπακόλα. Για παράδειγμα, το «Αν ήμουν κόκκινο» κατέληξε να είναι ένα πολύ προσωπικό μου κείμενο. Δεν τα διαχωρίζω. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα έγραφα το ίδιο όπου και να ζούσα. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι δεν μπορεί παρά η πόλη, ο χώρος, η τοπογραφία και η ρυμοτομία ακόμη, το κλίμα, να σε επηρεάζουν με κάποιον τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, ανατρέχοντας στη δραματουργία μου, τα περισσότερα έργα μου έχουν γεννηθεί από εικόνες που τις έχω δει στη Θεσσαλονίκη. Κακά τα ψέματα. Δεν ξέρω τι έργα θα έγραφα αν βασίζονταν σε εικόνες που έχω δει σε μια άλλη πόλη.
— Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια σταθερή σχέση με την ομάδα bijou de Kant και τον Γιάννη Σκουρλέτη. Το «Μάθε με να φεύγω», βασισμένο στην επιστροφή του Οδυσσέα, σημειώνει καλλιτεχνική επιτυχία.
Πάντως ο αρχικός στόχος δεν ήταν να είναι ένα κείμενο διακειμενικού διαλόγου με την ιστορία του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Το πρωτοέγραψα το 2014 και είχε παρουσιαστεί στη σειρά αναλογίων που οργάνωνε το Φεστιβάλ με το Θέατρο Τέχνης. Το είχαν διαβάσει μάλιστα η Ρούλα Πατεράκη, ο Γιώργος Κέντρος και ο Δημήτρης Παπανικολάου. Ήταν ένα έργο σε εμβρυακή μορφή και κατά καιρούς επέστρεφα και το δούλευα μέχρι που έφτασε σε μια ολοκλήρωση. Μιλούσα με τον Γιάννη Σκουρλέτη, με τον οποίο είχαμε ξανασυνεργαστεί, ο οποίος έψαχνε ένα νέο έργο, το διάβασε και του άρεσε. Θυμάμαι ότι πρώτα μού επιβλήθηκε ο τίτλος και μετά ήρθαν όλα τα άλλα.
— Ο τίτλος είναι η προσωπική σας απάντηση σε κάποιον έρωτα;
Θα γελάσετε, αλλά αυτή είναι πάντα η απάντησή μου! Η πρώτη εικόνα ήταν μιας γυναίκας που ξεκαθαρίζει τις μνήμες της μπροστά στα λείψανα των εραστών της.
— Εγώ ακούω έναν μακρινό απόηχο της Ιοκάστης. Υπάρχει και το κουίρ στοιχείο.
Ως κείμενο πάντως δεν είναι κουίρ. Είναι μία γυναίκα και δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας είναι ομοφυλόφιλος. Απλώς είναι μια κατάκτηση του Γιάννη να το φτάσει στην υπερβολή του, να αναδείξει τα υπερβολικά στοιχεία που υπάρχουν στη γραφή, που είναι καλυμμένα. Εννοώ σε σχέση με πράγματα τα οποία λέγονται.
— Έχετε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Γιάννη Σκουρλέτη, ο οποίος έχει αναφερθεί στις συνεργασίες σας επάνω σε εμβληματικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα («Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», «Τα δάση στα γόνατα», «Παράφορα») ως τα ελληνικά πορτρέτα μέσω των οποίων ερμηνεύει εκ νέου την Ελλάδα. Αυτός είναι και ο δικός σας στόχος;
Αφετηρία είναι η πολύ μεγάλη αγάπη για τα κείμενα του προηγούμενου αιώνα. Θεωρούμε ότι υπάρχει ένα υλικό αθησαύριστο, το οποίο έχει όλες τις δυνατότητες να βάλει ένα στοίχημα και να το κερδίσει στη σκηνική του παρουσίαση. Σε ό,τι με αφορά, συνήθως ασχολούμαι με κείμενα λογοτεχνικά με τα οποία επιθυμώ να έρθω σε έναν διάλογο. Για μένα είναι αυτό που λέγαμε για τις αδέσποτες αισθήσεις και τους ανθρώπους που κυκλοφορούν ή ένα βλέμμα· για μένα και ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ερέθισμα.
Είναι κάτι που με αναστατώνει, είναι κάτι που με ξεβολεύει. Τα λογοτεχνικά κείμενα που έχω κάνει με τον Σκουρλέτη τα αγαπάω πολύ, το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Όλα είναι ιδέες που προέκυψαν από συζητήσεις μαζί του. Είναι σημαντικό ότι υπάρχει ένας σκηνοθέτης που μπορεί να συνομιλήσει με τον δικό μου θεατρικό και γλωσσικό κώδικα. Γιατί επίσης αυτό που μας συνδέει είναι η πολύ μεγάλη αγάπη και πίστη στην ελληνική γλώσσα.
— Και η αμφισβήτηση για τα ελληνικά πράγματα;
Σαφώς. Ουσιαστικά δουλεύουμε με τα παλιότερα κείμενα ώστε μέσω αυτών να σχολιάσουμε τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Είναι η δικιά μου ερμηνεία επάνω σε ένα υλικό το οποίο μου έχει παραδοθεί και το οποίο δεν το αμφισβητώ με έναν τρόπο ο οποίος να το ακυρώνει. Πολλές φορές μπορεί να βρει κανείς πράγματα που είναι όντως ενοχλητικά στο σημερινό μας βλέμμα. Την ίδια στιγμή, μπορεί να βρει και πράγματα εξαιρετικά αποκαλυπτικά, που λόγω εποχής και συνθηκών αδυνατούσαν οι συγγραφείς τους να τα ομολογήσουν ευθέως. Αυτά ως αναγνώστης και συγγραφέας του 21ου αιώνα επιλέγεις να τα αναδείξεις.
— Αποτελούν οι κόσμοι του Πολίτη, του Κονδυλάκη και του Μάτεσι μια Ελλάδα πιο αθώα;
Αυτό είναι κάτι που με γοητεύει, αλλά ξέρω ότι είναι μύθος, η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ αθώα.
— Δεν κυριολεκτούσα, εννοούσα αμόλυντη. Ωστόσο, οι έρωτες σήμερα δεν είναι αυτοί που περιγράφονται στη λογοτεχνία του '30 ή ακόμα και του '70.
Βλέπετε κανέναν έρωτα σήμερα άξιο να αποτυπωθεί; Η Ντιράς έγραψε ότι «έχει περάσει η εποχή των μεγάλων μοιχειών», όπως η Καρένινα και η Μποβαρί. Ακόμα και στην απλούστερη ερωτική ιστορία αναδύονται πάρα πολλά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον εαυτό μας, με πολύ σκοτεινά πάθη και επιθυμίες μας, που έχουν να κάνουν με τον κοινωνικό περίγυρο μέσα στον οποίο ζούμε. Δεν έχει να κάνει με το σχηματικό, που κάποιος απατάει κάποια. Αυτό είναι απλώς μια αφορμή.
— Ξεκινήσατε πριν από 30 χρόνια με τον μονόλογο «…και Ιουλιέτα». Παρατηρείται έκτοτε μεγάλη ακμή του ελληνικού θεατρικού λόγου.
Χαίρομαι που είμαι μέλος μιας γενιάς που έχει βγάλει εξαιρετικούς θεατρικούς συγγραφείς. Έχει βγάλει τον Γιάννη Μαυριτσάκη, τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, τη Λένα Κιτσοπούλου, τη Γλυκερία Μπασδέκη, τον Θανάση Τριαρίδη, τον Γιάννη Τσίρο, τον Λεωνίδα Προυσαλίδη και όλο και θα ξεχνάω κάποιους. Και ακολούθησε ένα νέο κύμα.
— Ποιο είναι τελικά το μαγικό στοιχείο στο θέατρο, που δεν παύει να υπάρχει μέχρι σήμερα;
Ότι υποχρεώνει έναν αόριστο αριθμό ανθρώπων, από μερικές δεκάδες μέχρι εκατοντάδες, να σωπάσουν για να ακούσουν κάποιους να λένε κάτι, το οποίο ενδεχομένως να αποδειχθεί ότι είναι και δικό τους. Αυτή η αναγκαστική σιωπή που επιβάλλει το θέατρο στον θεατή εμένα τουλάχιστον με γοητεύει πάρα πολύ. Μην ξεχνάτε ότι ζούμε σε καιρούς απίστευτης φλυαρίας και μερικές φορές τη σιωπή την έχουμε ανάγκη. Αυτή η σιωπή μπορεί να κατοικηθεί από φωνές άλλων ανθρώπων που λένε κάτι που μπορεί να μας νοιάζει αλλά δεν το έχουμε σκεφτεί, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Για μένα αυτό είναι ευτυχία.
— Μελλοντικά θα επιβιώσει;
Νομίζω ότι θα αναγκαστεί να επανεφεύρει τον εαυτό του. Ενδεχομένως δεν θα είναι όπως το ξέρουμε, αλλά δεν θα πάψει να είναι αυτό που ήταν από τη γέννησή του. Λίγοι άνθρωποι επάνω στη σκηνή που θα αφηγούνται κάτι και από κάτω κάποιοι άνθρωποι να μένουν με ανοιχτό το στόμα.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Αν ήμουν κόκκινο» εδώ.
Τα θεατρικά έργα του Άκη Δήμου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Σοκόλη