125 λεπτά με την Πόπη Διαμαντάκου/ Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω» Facebook Twitter
«Αισθητικά μάς αξίζει κάτι καλύτερο στην τηλεόραση. Με κουράζουν η υπερβολή του θεάματος και η μεροληψία». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Δεν υπάρχει τηλεκριτική σήμερα, όλα είναι δημόσιες σχέσεις»

0

Η Πόπη Διαμαντάκου έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στις μεγαλύτερες εφημερίδες και ως αρθρογράφος έγινε γνωστή από τη στήλη της που έκανε τηλεκριτική. Εκτός από μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), κάποια στιγμή είχε αναλάβει και επικεφαλής του. Εδώ και πολλά χρόνια εξακολουθεί να πυροδοτεί αντιδράσεις με τα αιχμηρά κείμενα, τα σχόλια και τις αναλύσεις της και οι απόψεις της συχνά συνοδεύονται από ένα ντόμινο δηλώσεων.

Αν και δεν γράφει πλέον σε εφημερίδες, οι δημόσιες τοποθετήσεις της τη φέρνουν συχνά στο επίκεντρο της κριτικής, όπως συνέβη το τελευταίο διάστημα με κάποιες διαδικτυακές αναρτήσεις που αφορούσαν τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και τη σειρά της ΕΡΤ για τη Μαρία Κάλλας. Με αυτή την αφορμή τη συναντώ σε γνωστό καφέ της πόλης. Κατά τη συνομιλία μας διακρίνω μια δημοσιογράφο που μιλά με ηρεμία, ακούει με προσοχή, έχει χιούμορ και σε κάθε ερώτηση απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια τηλεκριτικό που διαθέτει τεράστια εμπειρία και δεν τη νοιάζει αν οι απόψεις της θα είναι αρεστές ή όχι. Στη συνέντευξη που ακολουθεί σχολιάζει με τον γνωστό, καυστικό τρόπο της πρόσωπα και καταστάσεις της ελληνικής τηλεόρασης, περιγράφει τις εποχές που μεσουρανούσε σε δύο κορυφαίες εφημερίδες και εξηγεί γιατί στα τριάντα χρόνια της πορείας της έχει ακούσει πολλά – έχει δεχτεί μέχρι και απειλές κατά της ζωής της από πασίγνωστο άνθρωπο της τηλεόρασης.   

«H τηλεόραση δεν με άλλαξε. Έγραφα πάντα με πείσμα και επιμονή την αλήθεια μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει: "Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι αυτό με το οποίο μου έσπαγες τα νεύρα θα το έκανες επάγγελμα"».   

— Πώς πήρατε την απόφαση να επανέλθετε στις τηλεκριτικές, αλλά μέσω αναρτήσεων στο Facebook; Γιατί κανείς δεν σας έχει προτείνει να γράφετε σε κάποιο μέσο;
Νομίζω ότι οι εφημερίδες σήμερα δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Επίσης, ως προσωπικότητα είμαι μια δύσκολη περίπτωση. Παραμένω ατίθαση και θα επιμείνω να γράψω αυτό που θέλω. Πάντως, είναι πολλά τα χρόνια που λείπω από τον χώρο.

Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω» Facebook Twitter
«Κάποτε η Ελένη Βλάχου της "Καθημερινής" μου είχε πει: "Δεν με ενδιαφέρει η εφημερίδα μου να έχει πρώτη την είδηση για ένα γεγονός. Αυτό, ωστόσο, που θέλω είναι το κείμενο που θα γραφτεί γι’ αυτό το γεγονός να είναι το καλύτερο απ’ όλων των υπόλοιπων εφημερίδων". Αυτή έγινε η αρχή μου και με καθόρισε». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Αποχωρήσατε το 2012. Σωστά;
Ναι, εκείνη τη χρονιά ήταν που παραιτήθηκα από τα «Νέα». Η οικονομική κρίση κυριαρχούσε. Διαλυόταν ο κόσμος μας και, ταυτόχρονα, ο κόσμος μου. Η εφημερίδα που ήξερα γκρεμιζόταν. Ο ΔΟΛ κατέρρεε μαζί με τη χώρα. Συγχρόνως, είχε φύγει απ’ τη ζωή ο Λέων Καραπαναγιώτης, ο άνθρωπος που μου είχε προτείνει να πάω στα «Νέα». Τον θυμάμαι πάντα με συγκίνηση και νοσταλγία γιατί ήταν ένας κορυφαίος διευθυντής και σπουδαίος δημοσιογράφος. Μάλιστα, ευτύχησα να είμαι μέρος μιας μικρής ομάδας που είχε την ευκαιρία να κάνει ενδιαφέρουσες συζητήσεις εκτός γραφείου.

Με τίμησε και αναγνώριζε πάντα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια είχαμε και την αποχώρηση του Παντελή Καψή, αφού ο Σταύρος Ψυχάρης του άλλαξε πόστο και τον οδήγησε συνειδητά σε μια «τιμητική» παραίτηση. Όπως αντιλαμβάνεστε, σε μια Ελλάδα που κατεδαφιζόταν, δεν υπήρχε περίπτωση να γράψεις τηλεκριτική. Άλλωστε, ποιον αφορούσε; Ο κόσμος έχανε τα σπίτια του, τις ζωές του, κι εγώ θα έγραφα για την τηλεόραση;

— Στα «Νέα» ήσασταν δεκατέσσερα χρόνια και στην «Καθημερινή» δεκαπέντε. Παραιτηθήκατε, όμως, και από τα δύο μέσα.
Από την «Καθημερινή» έφυγα με μεγάλη μου λύπη. Υποχρεώθηκα να το κάνω. Ήταν απόρροια της ισχυρής πίεσης, ουσιαστικά, να μην είμαι ο εαυτός μου. Πάντα ήξερα τι ήθελα να κάνω και δεν προσκύνησα ποτέ, παρά το ψυχολογικό και σεξιστικό bullying που έχω δεχτεί από γνωστά πρόσωπα στον χώρο της δημοσιογραφίας. Ήταν κάτι που συνειδητά αρνήθηκα να πράξω στη δημοσιογραφική μου πορεία. Παρέμεινα πάντοτε ανυποχώρητη.

Ξέρετε, ξεκίνησα κάπως κακομαθημένη γιατί στην αφετηρία της διαδρομής μου είχα μέντορες εξαιρετικούς δημοσιογράφους και ανθρώπους όπως ο Τέλης Σαμαντάς, οι οποίοι με έμαθαν να μην υποχωρώ ποτέ και να αντιστέκομαι στις πιέσεις όταν τα κείμενά μου είναι πλήρως στοιχειοθετημένα. Θήτευσα στην «Αυγή» του Γρηγόρη Γιάνναρου, του Σοφιανού Χρυσοστομίδη και του Τέλη Σαμαντά, όπου δεν μπορούσες να γράψεις κάτι χωρίς να έχεις «κατεβάσει» μια ολόκληρη βιβλιοθήκη. Αυτοί ήταν άνθρωποι-ορόσημα στην προσωπική μου πορεία. Σήμερα μπορώ να σας πω ότι όταν έφυγα από τα «Νέα» δεν είχα εισοδήματα, ούτε χρήματα, ούτε σπίτια, ούτε είχα φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης. Έζησα με τη στήριξη φίλων και το λέω για πρώτη φορά. Την πλήρωσα, λοιπόν, την απόφαση αυτή και την πληρώνω ακόμα.

Από την «Καθημερινή» έφυγα με μεγάλη μου λύπη. Υποχρεώθηκα να το κάνω. Ήταν απόρροια της ισχυρής πίεσης, ουσιαστικά, να μην είμαι ο εαυτός μου. Πάντα ήξερα τι ήθελα να κάνω και δεν προσκύνησα ποτέ, παρά το ψυχολογικό και σεξιστικό bullying που έχω δεχτεί από γνωστά πρόσωπα στον χώρο της δημοσιογραφίας.

— Σήμερα, πώς βλέπετε τη δημοσιογραφία;
Δυστυχώς, όλα έχουν γίνει δημόσιες σχέσεις. Αναλογιστείτε ότι έκανα καριέρα στις δύο μεγαλύτερες εφημερίδες που οι ιδιοκτήτες τους είχαν συμφέροντα από το προϊόν και το μέσο που εγώ έκρινα τόσο αυστηρά. Οι πιέσεις που δεχόμουν, ωστόσο, δεν είχαν να κάνουν με αυτό αλλά με πτυχές του χαρακτήρα μου και την άρνησή μου να υποκύψω σε διάφορες συμπεριφορές. Αναμφίβολα, η κρίση δημιούργησε ένα κενό. Το χειρότερο ήταν ότι την εποχή εκείνη αναγκάζονταν συνάδελφοι να δουλέψουν αμισθί – και το δέχονταν. Αυτό με έκανε έξαλλη, γιατί έστω και ένα ευρώ αμοιβή θα διατηρούσε την αγορά. Δεν μπορείς να αυτοκαταργείσαι. Υπήρξε ραδιοφωνικός σταθμός –η ιδιοκτήτριά του δεν ζει σήμερα– όπου πήγαιναν αξιόλογοι συνάδελφοι και έκαναν εκπομπές χωρίς να πληρώνονται· και φιγουράριζε ως ο ελεύθερος και ανεξάρτητος σταθμός τη στιγμή που δεν έδινε χρήματα σε κανέναν.

— Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή για σας και ποιο κείμενο σάς δημιούργησε πρόβλημα;
Θεωρώ ότι μία από τις καλές μου στιγμές ήταν η συνέντευξη με τον γνωστό δημοσιογράφο του CNN, Πίτερ Αρνέτ, γιατί ήμουν και πολύ νέα. Υπήρξαν πολλές δυνατές δημοσιογραφικές στιγμές γιατί έχω καλύψει γεγονότα όπως η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η στρεβλή εδραίωση της, η «Καταιγίδα της Ερήμου», η πτώση των Δίδυμων Πύργων. Υπήρξαν, όμως, και πιο προσωπικές στιγμές. Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και ήταν η γραμματέας του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Ανησύχησα. Ήμουν μόλις δύο-τρεις μήνες στην εφημερίδα. Ήθελε να μου πει ότι σ’ εκείνο το φύλλο είχα γράψει το καλύτερο κείμενο. Μιλάμε για έναν διευθυντή που καθόταν στο τυπογραφείο και διάβαζε ολόκληρη την εφημερίδα μέχρι τέλους για να δει αν υπάρχει κάποιο λάθος. Ήταν άλλες εποχές που δεν τις συναντάς σήμερα. Βέβαια, θυμάμαι ότι στην επίσης πολύ καλή «Καθημερινή» ποτέ δεν μου είχε πει κάποιος μια καλή κουβέντα, σε σημείο που νόμιζα ότι με διάβαζαν ελάχιστοι. Η αποχώρησή μου από κει ανήκει στις χειρότερες και πιο δύσκολες στιγμές. Τουλάχιστον αποχώρησα με το κεφάλι ψηλά.

— Ζήτησαν ποτέ την απόλυσή σας;
Πάρα πολλοί. Άλλωστε, συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές. Την είχαν ζητήσει και από τον καλλιτεχνικό και από τον δημοσιογραφικό χώρο, αλλά και συνάδελφοί μας που έκαναν μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση. Ευτυχώς, με προστάτευαν πάντα οι διευθυντές μου.

— Ως μέλος του ΕΣΡ τι αποκομίσατε;
Νόμιζα ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια καλύτερη τηλεόραση, αλλά όταν το ζεις εκ των έσω, αποδεικνύεται ότι τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Είναι έτσι δομημένο το νομικό πλαίσιο που ως δημοσιογράφος έρχεσαι σε σύγκρουση με τη συνείδησή σου γιατί δεν μπορείς να παρέμβεις. Οι πολίτες έχουν την εντύπωση ότι το ΕΣΡ κάνει τηλεοπτική κριτική και παράγει πρόγραμμα. Αυτό είναι ένα από τα ελαττώματα του συστήματος. Στη χώρα αυτή ποτέ δεν μάθαμε πώς ακριβώς λειτουργεί η τηλεόραση και τηλεοπτικά μείναμε αναλφάβητοι. Ένα από τα καλύτερα τηλεοπτικά συμβούλια που είχαμε ποτέ ήταν εκείνο με τον Παύλο Σούρλα στην προεδρία και αντιπρόεδρο τον Αντώνη Μανιτάκη, κορυφαίες προσωπικότητες που οδηγήθηκαν σε παραίτηση εξαιτίας αναδρομικών κυρώσεων που ήθελαν να επιβάλουν για τρεις επίμαχες αποφάσεις και το υπουργείο τότε τους είχε ζητήσει να τις ανακαλέσουν.

125 λεπτά με την Πόπη Διαμαντάκου/ Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω» Facebook Twitter
«Νόμιζα ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια καλύτερη τηλεόραση, αλλά όταν το ζεις εκ των έσω, αποδεικνύεται ότι τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Ποια τηλεοπτική στιγμή κρίνετε ως τη χειρότερη;
Έχω ζήσει στο πετσί μου την τηλεόραση των εντυπώσεων, που ναρκισσεύεται με την «αμεσότητα» της τεχνολογίας της, σε συνδυασμό με την καλπάζουσα ανοησία. Πιστεύω ότι η υπόθεση του Σορίν Ματέι και ενός θανάτου σε ζωντανή μετάδοση ήταν κάτι το αδιανόητο, όχι μόνο για την ανικανότητα της αστυνομίας αλλά και για τον ρόλο της τηλεόρασης. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου 1998 όταν όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε συγκλονισμένη ζωντανά στην τηλεόραση μία υπόθεση ομηρίας. Ο αρχηγός της Αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, πίστεψε ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, γιατί πίστεψε την τηλεοπτική σκηνοθεσία.

Όλοι παρακολουθούσαμε στις οθόνες μας σαν να ήταν σόου την τηλεφωνική επικοινωνία του κακοποιού με τον Νίκο Ευαγγελάτο στον ΣΚΑΪ και τον διευθυντή ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη, έναν άνθρωπο ευφυή, αλλά με πολλές εμμονές που άφησαν «σκιές» στην καριέρα του. Η υπόθεση Σορίν Ματέι στο τηλεοπτικό της σκέλος είναι σφραγισμένη από τις μεθόδους του Νίκου Ευαγγελάτου. Μην ξεχνάτε ότι αναφερόμαστε στην εποχή της βιαστικής φιλοδοξίας, με την τεχνολογία της απευθείας μετάδοσης να χρησιμοποιείται ως μέσο προβολής και επιβολής του δημοσιογράφου στα γεγονότα. Ήταν η περίοδος που το περιεχόμενο ενός δελτίου αποτελούσε μια ασήμαντη λεπτομέρεια μπροστά στο κουτσομπόλικο ρίγος.

— Τι άλλο συγκρατείτε από την εποχή των τηλεπαραθύρων;
Το ότι το trash ήταν φθηνό και προσφερόταν αφειδώς. Θυμηθείτε ότι υπήρχαν κεντρικά δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης, π.χ. του MEGA με παρουσιαστή τον Νίκο Χατζηνικολάου, που είχαν πρώτο θέμα την «απόλυτη σταρ»  Άννα Βίσση η οποία μιλούσε αυτοπροσώπως για την πρεμιέρα της σε νυχτερινό μπουζουξίδικο της λεωφόρου Συγγρού. Και της απευθύνονταν σαν να ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και μιλούσε για την απόβαση στη Νορμανδία. Ήταν η εποχή που στα δελτία ειδήσεων συμπεριλαμβάνονταν από «θαύματα αγίων» μέχρι πρεμιέρες μπουζουκοαστέρων, που οι παρουσιαστές ενημερωτικών εκπομπών θεμελίωναν την καριέρα τους χαϊδεύοντας το λαϊκό κοινό τους.

Θυμηθείτε ότι υπήρχαν κεντρικά δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης, π.χ. του MEGA με παρουσιαστή τον Νίκο Χατζηνικολάου, που είχαν πρώτο θέμα την «απόλυτη σταρ»  Άννα Βίσση η οποία μιλούσε αυτοπροσώπως για την πρεμιέρα της σε νυχτερινό μπουζουξίδικο της λεωφόρου Συγγρού. Μεσουρανούσε ο συναισθηματικός λαϊκισμός του Γιώργου Παπαδάκη και του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου με τα ράτζα και τους τίτλους στις οθόνες «φέρτε πίσω τα κλεμμένα».

Ανατρέξτε στις εποχές που μεσουρανούσε ο συναισθηματικός λαϊκισμός του Γιώργου Παπαδάκη και του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου με τα ράτζα και τους τίτλους στις οθόνες «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Επρόκειτο για εκπομπές που τότε έβρισκαν κρεβάτι σε νοσοκομείο στον ασθενή, εργασία στον άνεργο και μοίραζαν υποσχέσεις για επίλυση της υπόθεσής τους από τον υπουργό on camera. Πίστευαν στην τηλεόραση της ηδονοβλεψίας και της σύγχυσης· στην τηλεόραση που ταυτίζει την υψηλή τηλεθέαση με την ύψιστη δημοκρατική λειτουργία και τα αιτήματα των πολιτών. Κάπως έτσι καθαγιάζονταν οι επιλογές τους που γίνονταν με όρους θεάματος και υπηρετούσαν ξεκάθαρα τον λαϊκισμό. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν έγινε καμία αυτοκριτική, μέναμε στις αυταπάτες μας. Βλέπω ακόμη πρωινές εκπομπές να λειτουργούν σαν να μην πέρασε μια μέρα.

— Σήμερα γιατί δεν υπάρχει τηλεκριτική στις εφημερίδες;
Γιατί ήταν ένα σπορ ακριβό και, κυρίως, ενοχλητικό.  

— Πάντως, οι αναρτήσεις σας αυτό το διάστημα προκάλεσαν τεράστιο σάλο και σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως. 
Μάλλον τους ξύπνησα παλιά πάθη. Έχω ακούσει πολλά αυτά τα τριάντα χρόνια, μέχρι που έχει απειλήσει ευθέως τη ζωή μου πασίγνωστος άνθρωπος της τηλεόρασης, προφανώς γιατί πάντοτε υπήρξα μαχητική. Μην ξεχνάτε τις δήθεν αποκαλύψεις με το ροζ βίντεο του Στέφανου Κορκολή στην εκπομπή «Ζούγκλα» του κ. Τριανταφυλλόπουλου. Ήταν η εποχή που η τηλεόραση είχε πιάσει πάτο.

Μάλιστα, αν τότε λειτουργούσε ο νόμος για τα προσωπικά δεδομένα, όλοι αυτοί θα ήταν σήμερα στη φυλακή. Ο Λιάγκας έχει τιμωρηθεί από το ΕΣΡ πλειστάκις. Όταν ήμουν μέλος του είχαμε κόψει την εκπομπή του για μια ολόκληρη εβδομάδα όταν ειρωνεύτηκαν τη φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον νεαρό που «ασέλγησε» πάνω της. Και είχαμε αναφερθεί σε παραβάσεις που αφορούσαν προσβολής της αξίας του ανθρώπου και της δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου. Και τι έγινε; Άλλαξε κάτι;   

Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω» Facebook Twitter
«Βλέπω ακόμη πρωινές εκπομπές να λειτουργούν σαν να μην πέρασε μια μέρα». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Τι σας ώθησε να γράψετε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και να μιλήσετε γι’ αυτόν υποτιμητικά ως «εραστή της βερμούδας», χαρακτηρίζοντάς τον ως «ατάλαντο»;
Καταρχάς, εξακολουθώ να βλέπω τηλεοπτικές σειρές. Και έχουμε δει πολύ ωραίες δουλειές στην ελληνική τηλεόραση όπως ο «Κίτρινος φάκελος», τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», η «Αίθουσα του Θρόνου» αλλά και τις σειρές της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Μεγάλο σουξέ και χιτάκι της εποχής είχε γίνει η «Αναστασία», μια σειρά όπου πατέρας και γιος μοιράζονταν την ίδια γυναίκα, προτού ο Παπακαλιάτης το κάνει με τη μάνα και την κόρη στο «Κλείσε τα μάτια». Στο «Maestro» μου άρεσαν πολύ η Μαρία Καβογιάννη, ο Γιάννης Τσορτέκης, το εύρημα με τη Χαρούλα Αλεξίου, οι μουσικές επενδύσεις, το ατμοσφαιρικό μοντάζ και τα μαγευτικά τοπία.

Και τι έγραψα; Ότι επειδή διαλέγει τους καλύτερους, δίπλα τους δείχνει ακόμη χειρότερος, αφού, ως ηθοποιός, είναι ατάλαντος. Διαφωνεί κανείς ότι έχει αφήσει πίσω του τις περιόδους που ο ίδιος ήταν νέος και μπορούσε να το παίζει εραστής και γόης; Έχει μεγαλώσει και έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Απολάμβανα το «Maestro» και μόλις ο ίδιος εμφανιζόταν αισθανόμουν ότι εκεί υπήρχε μια «μαύρη τρύπα». Παρακολουθούσες σκηνές φοβερού πάθους φτιαγμένες για τον θείο που θα κάτσει με τη νεολαία. Πρόκειται για μια μικροαστική αντίληψη. Να μην το πω;  

— Στη συνέχεια αναφερθήκατε στη σειρά της ΕΡΤ για τη Μαρία Κάλλας. Μάλιστα σε δελτίο τύπου η κρατική τηλεόραση απάντησε ανακοινώνοντας ότι: «Η κοινωνική βιογραφική σειρά 10 επεισοδίων επελέγη να λάβει μέρος σε ένα από τα πιο εμβληματικά φεστιβάλ της Ευρώπης, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, γνωστό ως Berlinale».
Έγραψα μια αιχμηρή ανάρτηση επειδή έχω μια ευαισθησία όσον αφορά τη μεγαλύτερη ντίβα. Και είπα ότι το όνομα Κάλλας προφανώς και δεν αρκεί για να δώσει λάμψη σε μια φτωχή παραγωγή που θυμίζει ΕΡΤ προ 30ετίας. Τι σημαίνει το γεγονός ότι θα συμμετάσχει σε αυτό το φεστιβάλ; Μαζί με αυτή θα συμμετάσχουν και άλλα τόσα σίριαλ απ’ όλον τον κόσμο. Δεν προτάθηκε και για Όσκαρ. Ό,τι έχει ο καθένας στέλνει, δεν σημαίνει ότι πήρε και βραβείο. Και που το επισημαίνει αυτό η ΕΡΤ είναι ακόμα χειρότερο, γιατί πάλι ρεζίλι θα γίνει. Δεν διακρίνουν ότι είναι ένα φθηνό προϊόν;  

— Ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης αναφέρθηκε σ’ εσάς λέγοντας ότι: «Δεν μπορεί να γράφει κριτική ο καθένας, όταν δεν έχει ιδέα από μυθοπλασία. Άλλο κριτική, άλλο σχόλιο, άλλο “μου αρέσει”, άλλο “δεν μου αρέσει”, άλλο γνώμη και άλλο σχόλιο στο ίντερνετ».
Ήταν κάτι που με στενοχώρησε πάρα πολύ. Ήμασταν πολύ φίλοι για πολλά χρόνια και με πείραξε αυτό που είπε ότι δεν μπορεί να κάνει κριτική «ο καθένας». Συμπορευτήκαμε, έχουμε γελάσει πολύ, έχουμε πάει διακοπές μαζί και τον θεωρώ εξαιρετικό άνθρωπο. Αλλά ίσως κουβαλά μια πικρία επειδή με τα χρόνια απομακρυνθήκαμε, όχι με δική μου ευθύνη. Όμως έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια να μη με αγγίζουν οι επιθέσεις. Έχω ασκηθεί σε αυτό και δεν κάνω δημόσιες σχέσεις ούτε γλείφω.

Δεν εξαρτώμαι από τη δημοσιότητα. Έχω υπέροχους φίλους. Βεβαίως, το άκρως ενοχλητικό είναι όταν κάποιοι επιδίδονται σε μια ψυχανάλυση για μένα χωρίς καν να με γνωρίζουν. Μολονότι δεν με επηρεάζει, το θεωρώ ανήθικο. Άκουσα γνωστή ηθοποιό να λέει ότι «δεν διάβασα την κριτική αλλά μου την είπαν». Μα είναι δυνατόν; Εκφράζεις άποψη για κάτι που δεν έχεις διαβάσει; Αυτό δεν είναι μια ανηθικότητα, ειδικά όταν λέγεται από φτασμένη ηθοποιό. Αλλά τι να κάνουν; Να αρνηθούν να μιλήσουν στον Λιάγκα; Πώς να αντισταθείς σε αυτόν τον ψυχαγωγικό κανιβαλισμό;  

— Ποιους ξεχωρίζετε και τι σας αρέσει στην τηλεόραση;
Αναμφίβολα ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος και ανήκει στους αγαπημένους μου – ακόμα γελάω με τις σειρές του. Συνεχίζω να απολαμβάνω τους «Απαράδεκτους» που ανανέωσαν την τηλεοπτική κωμωδία. Εξακολουθώ να γελάω με τον χαρακτήρα της Ντένης Μαρκορά στους «Δύο Ξένους». Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να μην έχουμε κωμωδίες, να κυριαρχεί η προχειρότητα. Αισθητικά μάς αξίζει κάτι καλύτερο στην τηλεόραση. Με κουράζουν η υπερβολή του θεάματος και η μεροληψία. Εκτιμώ τον Παύλο Τσίμα και τον Γιάννη Πρετεντέρη. Και σ’ αυτό το τηλεοπτικό «παρδαλιστάν» ξεχωρίζει, επίσης, η Ναταλία Γερμανού. Σέβεται τους καλεσμένους της και μένει μακριά από αδιάφορες κουβεντούλες εσωτερικής κατανάλωσης.

Οφείλω να πω ότι ο πατέρας της εκπροσωπούσε μια σχολή δημοσιογραφίας που δεν υπάρχει πια. Δείτε πάλι τις εκπομπές του και παρατηρήστε αν έχει κάποιο κοντινό πλάνο στον εαυτό του. Πάντα ήταν πλάτη στην κάμερα και όλη η προβολή αφορούσε τους καλεσμένους του. Κάποτε είχα γράψει γι’ αυτόν ένα αυστηρό κείμενο, είχα κάνει αρνητική κριτική σ’ έναν άνθρωπο που λάτρευε ο πατέρας μου και είχα μεγαλώσει μαζί του. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Τα θερμά μου συγχαρητήρια. Συμφωνώ απολύτως. Εξαιρετικό κείμενο. Θα γίνετε μεγάλη δημοσιογράφος. Χαίρομαι που γράψατε αυτό που πιστεύατε». Άλλα ήθη.

— Έχουμε και επιστροφή του Λάκη Λαζόπουλου με υψηλές τηλεθεάσεις. Πώς το σχολιάζετε;
Έχει τηλεθέαση επειδή διαμόρφωσε ένα κοινό και εκφράζει διαχρονικά έναν θυμό. Ο Λάκης Λαζόπουλος άφησε εποχή μόνο με τους πρώτους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Και τότε ασκούσε πολιτική και κοινωνική κριτική, αλλά στη συνέχεια η εκπομπή του παρεξέκλινε σε κάτι άλλο. Πλέον, στοχεύει στο εύκολο και στο να «ξυπνά» το θυμικό του κόσμου. Όπως έχω επισημάνει και στο παρελθόν, ο κ. Λάκης Λαζόπουλος ουδέποτε έκρυψε την αδυναμία του στις «αυλές» της εξουσίας. Αλλά, προσωπικά, νιώθω αποστροφή για τη φτηνιάρικη –όχι φτηνή– τηλεόραση που προσβάλλει το κοινό, το οποίο τη χειροκροτεί. Ο ίδιος έχει επιδοθεί πολλές φορές στην άμεση ιδεολογική καθοδήγηση του κοινού του. Δεν πέφτω από τα σύννεφα.

Ο κ. Λάκης Λαζόπουλος ουδέποτε έκρυψε την αδυναμία του στις «αυλές» της εξουσίας. Αλλά, προσωπικά, νιώθω αποστροφή για τη φτηνιάρικη –όχι φτηνή– τηλεόραση που προσβάλλει το κοινό, το οποίο τη χειροκροτεί. Ο ίδιος έχει επιδοθεί πολλές φορές στην άμεση ιδεολογική καθοδήγηση του κοινού του.

Ο Έλληνας αγαπά το Δελφινάριο. Πάντα γέμιζαν ασφυκτικά τα καθίσματά του. Και ο Μάρκος Σεφερλής γεμίζει τα θέατρα του. Αυτού του είδους τα αστεία που κυριαρχούν στα τηλετσαντίρια του λαϊκισμού εγκλωβίζουν, όμως, το κοινό στην Ελλάδα των Λαζόπουλων. Δυστυχώς, έχουμε συνδέσει την τηλεοπτική λειτουργία με την πολιτική επιρροή και επιστρέφουμε διαρκώς στις πιο κακόγουστες τηλεοπτικές εποχές μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κουτσοµπολίστικες πανελαρίες που προάγουν, με όχημα τη μικροαστική ηθική, τον «επαρχιωτισμό». Και τον Ευαγγελάτο τον παρακολουθεί ακόμα πολύς κόσμος κυρίως για τα viral σκηνικά τα οποία αναπαράγει χιουμοριστικά. Το γεγονός ότι βλέπεις κάποιον δεν σημαίνει ότι τον εμπιστεύεσαι. 

— Τώρα με τι ασχολείστε;
Τα τελευταία σχεδόν δέκα χρόνια είμαι πολύ χαρούμενη γιατί από τότε που ήμουν πρόεδρος της Τεχνόπολης και σε συνεργασία με τον δήμο Αθηναίων υλοποίησα το καινοτόμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Το παιδί, η πόλη και τα μνημεία». Και είμαι ικανοποιημένη που οι τρεις τελευταίοι δήμαρχοι το έχουν αγκαλιάσει και το στηρίζουν ανελλιπώς. Στόχος του προγράμματος είναι να ενθαρρύνει την ανάπτυξη δεξιοτήτων ενεργού πολίτη στα παιδιά, δίνοντάς τους τα κατάλληλα ερεθίσματα για να γνωρίσουν καλύτερα την πόλη τους, να μάθουν να την αγαπούν και να προστατεύουν τα μνημεία της, διατηρώντας έτσι ζωντανή την ιστορία της. Για να το επιτύχει, προσφέρει σε παιδιά και εκπαιδευτικούς ένα σύνθετο σύστημα ερεθισμάτων και επιμορφώσεων, το οποίο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση εστιάζει στην υπαίθρια γλυπτική της Αθήνας και στη δευτεροβάθμια στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της και στο graffiti.

— Κάνοντας έναν απολογισμό, τι σας καθόρισε και κατά πόσο σας άλλαξε η τηλεόραση;
Κάποτε η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» μου είχε πει: «Δεν με ενδιαφέρει η εφημερίδα μου να έχει πρώτη την είδηση για ένα γεγονός. Αυτό, ωστόσο, που θέλω είναι το κείμενο που θα γραφτεί γι’ αυτό το γεγονός να είναι το καλύτερο απ’ όλων των υπόλοιπων εφημερίδων». Αυτή έγινε η αρχή μου και με καθόρισε. Τώρα, όσον αφορά το αν με άλλαξε η τηλεόραση… Δυστυχώς, ο πατέρας μου, στρατιωτικός στο επάγγελμα, πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε την τηλεόραση και μου έλεγε συχνά ότι αυτή η συσκευή θα αλλάξει τον κόσμο. Αλλά δεν έγινα δημοσιογράφος ή τηλεκριτικός γι’ αυτό. Οδηγήθηκα εκεί λόγω κάποιων συγκυριών στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Τέλης Σαμαντάς. Επομένως, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όχι, η τηλεόραση δεν με άλλαξε. Έγραφα πάντα με πείσμα και επιμονή την αλήθεια μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει: «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι αυτό με το οποίο μου έσπαγες τα νεύρα θα το έκανες επάγγελμα».  

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Οθόνες / «Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Μια μεγάλη κουβέντα με τον σκηνοθέτη και μουσικό Γιάννη Βεσλεμέ που κυκλοφορεί ταυτόχρονα το νέο του άλμπουμ και η ρετροφουτουριστική του ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». (SPOILER ALERT)
M. HULOT
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Μυθολογίες / «Όταν είδα το "Climax", δεν μπορούσα να συνέλθω για ώρες»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Τι συνδέει τον Αρονόφσκι με τον Αλμοδόβαρ και τον Λάνθιμο με τον Βούλγαρη; Ο μουσικός Capétte φτιάχνει τη δική του αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
the last showgirl

Οθόνες / Πρεμιέρα προσεχώς: 10 ταινίες που θα ξεχωρίσουν το επόμενο δίμηνο

Η επιστροφή του Βάλτερ Σάλες, ένας στοχαστικός Κώστας Γαβράς, τα φαντάσματα του Γιώργου Ζώη, ο Ντίλαν κατά τον Τιμοτέ Σαλαμέ, το βάπτισμα της Πάμελα Άντερσον στην υποκριτική, ένα χαμηλόφωνο διαμάντι από την Ινδία και η μεγαλόπνοη αλληγορία του Μπρέιντι Κόρμπετ είναι μερικές από τις ταινίες που θα μας απασχολήσουν τον χειμώνα του 2025.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Pulp Fiction / Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Πέθανε στα 99 της χρόνια η Βρετανή ενδυματολόγος που έντυσε χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της αυθεντικότητας και στην αντίληψη της δραματικότητας του σεναρίου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε δια παντός την πραγματικότητα

Απώλειες / Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε διά παντός την πραγματικότητα

Το όνομα του Ντέιβιντ Λιντς (1946-2025) έγινε επιθετικός προσδιορισμός και οι ταινίες του μας προσκάλεσαν να βλέπουμε και να αισθανόμαστε αλλιώς τον κόσμο: με τα μάτια μιας απόκοσμης ψευδαίσθησης και την ψυχή της υπέροχης εμμονής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Μυθολογίες / «Μετά το “Blues Brothers” φορούσα μαύρα γυαλιά στην τάξη»: Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Έχοντας συμπεριλάβει στη λίστα του από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο, o συγγραφέας πιστεύει πως το τραγικό και το γελοίο συναντιούνται σε κάποιο σημείο, το οποίο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
pamela anderson

Οθόνες / H όψιμη δικαίωση της Πάμελα Άντερσον

Μια γυναίκα που επί δεκαετίες αντιμετωπιζόταν από τον πλανήτη ως αντικείμενο (ηδονής και χλεύης) βρίσκει στο «Last Showgirl» την ευκαιρία να αποδείξει ότι υπάρχει θέση γι’ αυτήν και σε άλλους ρόλους από εκείνους που της φόρεσε η βιομηχανία του θεάματος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχιώτες

Οθόνες / Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχειώτες

Ο Λευτέρης Τζώρτζης έχει συγκεντρώσει 50.000 τίτλους. Το όνομά του έχει αναφερθεί σε έργο της Κιτσοπούλου, «ξεπουλάει» Ταρκόφσκι και έχει ζήσει επικούς καβγάδες για ταινίες - πιο πρόσφατα για τα «Μαγνητικά Πεδία».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Οθόνες / Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Λίγο πριν από την κυκλοφορία του «Arcadia» του Γιώργου Ζώη στις αίθουσες, ο Βαγγέλης Μουρίκης μιλάει στη LiFO για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει έναν ρόλο, για τον Οικονομίδη, τον Γραμματικό, τα spoilers και τη χαμένη αρετή τού να ακούμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Μυθολογίες / «Αγάπησα τόσο τη "Lola Rennt" που βάσισα το καλλιτεχνικό μου όνομα πάνω της»: Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Λάρι Κλαρκ, Μίκαελ Χάνεκε, «Στρέλλα», «Κυνόδοντα» και Κωνσταντίνο Γιάνναρη περιλαμβάνει η δεκάδα αγαπημένων ταινιών του φωτογράφου Spyros Rennt.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
«Threads»: Η συγκλονιστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου /«Threads»: To βρετανικό «Chernobyl» εξακολουθεί να συγκλονίζει 40 χρόνια μετά

Οθόνες / «Threads»: Η ανατριχιαστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου

Σαράντα χρόνια κλείνει η σοκαριστική δημιουργία του BBC, που κάνει το «Chernobyl» του HBO να μοιάζει με τη «Mary Poppins» και αφορά τις πιθανές επιπτώσεις πυρηνικής επίθεσης σε μια βρετανική πόλη, όπως προκύπτουν μέσα από τις φριχτές δοκιμασίες των κατοίκων της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ