Την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025, στις 20:00, στο Auditorium Theo Angelopoulos του Γαλλικού Ινστιτούτου, το αθηναϊκό κοινό θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει ένα γνήσιο παιδί του θεάτρου, τον «αρχιτέκτονα» των τελετών έναρξης και λήξης της μεγαλύτερης γιορτής του αθλητισμού, των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων του 2024 στο Παρίσι, που ξεσήκωσε θύελλα με την επιλογή να βγάλει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων από το στάδιο και να τη φέρει στον κόσμο, στις όχθες του Σηκουάνα και γύρω από τον ποταμό που διασχίζει την παρισινή πρωτεύουσα.
Ο Thomas Jolly (Τομά Ζολί) θα μιλήσει με τον συγγραφέα και δημιουργό ραδιοφωνικών ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών εκπομπών τέχνης και πολιτισμού Γιώργο Αρχιμανδρίτη για τις δυνατές στιγμές αυτών των τελετών, για τις πηγές της έμπνευσής του, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις έντονες συγκινήσεις που έζησαν ο ίδιος και οι συνεργάτες του, για την προετοιμασία και το αποτέλεσμα αυτών των μεγάλων γεγονότων που προκάλεσαν πολλές συζητήσεις διεθνώς και έγραψαν τη δική τους ιστορία στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ακόμα και όσοι διαφώνησαν με τις επιλογές του Thomas Jolly για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουν τον Γάλλο σκηνοθέτη, που έγινε σε μία ημέρα γνωστός παγκοσμίως, για το ταλέντο, την τόλμη, το γούστο του, τη θεαματική του προσέγγιση αλλά και την ικανότητά του να εκπλήσσει και να συγκινεί το κοινό.
Από τους πιο ξεχωριστούς σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Thomas Jolly, τολμηρός και καινοτόμος, συνεχίζει να ενσωματώνει νέες τεχνικές και ανατρεπτικές ιδέες στο έργο του, παραμένοντας πάντα πιστός στο πνεύμα του κλασικού θεάτρου, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία σκηνικών εμπειριών που ξεπερνούν το παραδοσιακό θέατρο, χρησιμοποιώντας σύγχρονα μέσα και εστιάζοντας σε ισχυρούς συμβολισμούς και στην ανανέωση του θεατρικού λόγου.
Αν θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα αυτόν τον καλλιτέχνη της εποχής μας που ξεχειλίζει από ιδέες και έγινε από ανερχόμενο αστέρι διάσημος και δημοφιλής σε λιγότερο από μια δεκαετία, με παραστάσεις συχνά ακραίες και ως προς τη μορφή και ως προς τη διάρκεια, θα πρέπει να πάμε πίσω, στα παιδικά του χρόνια.
Ο Thomas Jolly γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε σε μια ταπεινή οικογένεια στην ύπαιθρο γύρω από τη Ρουέν, σε ένα περιβάλλον που δύσκολα άνοιγε προοπτικές προς την τέχνη. Ήταν οκτώ ετών όταν κάποιος του χάρισε το βιβλίο του Pierre Gripari «Sept farces pour écoliers» («Επτά φάρσες για μαθητές»), μια συλλογή σύντομων θεατρικών έργων για παιδιά και εφήβους, από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα στη Γαλλία.
Στο παιδί ενός τυπογράφου και μιας νοσοκόμας που ζούσε στη γαλλική επαρχία της δεκαετίας του ’90 αποκαλύφθηκε ένας ολόφωτος καινούργιος κόσμος. Άρχισε να ζωντανεύει τις σκηνές από τα σκίτσα του βιβλίου με τους φίλους του στο δωμάτιό του. Από τότε ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης, και βρήκε έναν ασφαλή τόπο ονείρων. «Βρήκα έναν χώρο όπου αυτό που ήμουν δεν ήταν η ερώτηση αλλά το εργαλείο», λέει. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν μπήκε στην ομάδα παιδικού θεάτρου Théâtre d'enfants της Nathalie Barrabé και στη συνέχεια παρακολούθησε το γυμνάσιο Jeanne-d'Arc επιλέγοντας την κατεύθυνση του θεάτρου και δουλεύοντας υπό την καθοδήγηση ηθοποιών από το Théâtre des Deux Rives.
«Είμαι αποστάτης της τάξης μου. Προέρχομαι από μια επαρχιακή οικογένεια χωρίς κουλτούρα. Δεν πηγαίναμε σινεμά. Πηγαίναμε στο θέατρο μία φορά τον χρόνο. Είχα πολλούς δίσκους και είδα πολλές ταινίες γιατί είχαμε συνδρομή στο Canal+ − ποπ κουλτούρα για τα μεσαία στρώματα. Η εμπειρία της ζωής στην ύπαιθρο ήταν μια πολιτιστική έρημος, όπως την αποκαλούν», έλεγε. «Και μετά υπάρχει το γυμνάσιο, με τον εκφοβισμό του και όλα τα άλλα». Αργότερα, όταν θα συμφιλιωνόταν με την καταγωγή του, θα έλεγε: «Όλοι προερχόμαστε από οικογένειες μεσαίας τάξης, χωρίς καμία σχέση με τον κόσμο του πολιτισμού».
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Καν, όπου έφτιαξε και έναν πανεπιστημιακό θίασο, και αποφοίτησε το 1999 με πτυχίο Θεατρικών Σπουδών. Το 2003 άρχισε να φοιτά στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου της Βρετάνης στη Ρεν, και πάντα αναφέρεται στα δημόσια θέατρα και τις σχολές που επιτρέπουν σε ανθρώπους όπως αυτός να γίνουν μέρος ενός κόσμου τόσο μακριά από τον δικό του.
Είναι ένα γνήσιο προϊόν του εκδημοκρατισμού του πολιτισμού και συχνά δηλώνει ευγνώμων για το επιδοτούμενο θέατρο. Έχοντας συμφιλιωθεί με τη λαϊκή του προέλευση, επέστρεψε στη Ρουέν το 2006 και ίδρυσε τη La Piccola familia, τη δεύτερή του οικογένεια, ένα σημείο καμπής στην πορεία του. Ήταν 24 χρονών και το θέατρο έγινε καταφύγιο για αυτόν, «ένας ασφαλής χώρος». Άρχισε να σχεδιάζει τις πολιτιστικές δραστηριότητες της ομάδας του, χτίζοντας το σκηνοθετικό του στυλ ώστε να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Από εκεί και μετά, τα πράγματα κινήθηκαν γρήγορα. Από την πρώτη του σκηνοθεσία στο «Arlequin poli par l'amour» (2006) και την επόμενη, σε ένα ελάχιστα γνωστό θεατρικό έργο του Sacha Guitry, το «Toâ», που κέρδισε το βραβείο κοινού, μέχρι το 2015 που απέσπασε το βραβείο Molière Καλύτερης Σκηνοθεσίας σε Δημόσιο Θέατρο για την παραγωγή του «Ερρίκου ΣΤ’» και το 2023 που πήρε το ίδιο βραβείο για τα Καλύτερα Οπτικά και Ηχητικά Εφέ για την επαναδημιουργία του μιούζικαλ «Starmania», ο κόσμος κατάλαβε ότι έχει να κάνει με μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση. Στο Εθνικό Θέατρο της Βρετάνης σκηνοθέτησε την «Piscine (pas d'eau)» («Η πισίνα») του Μαρκ Ρέιβενχιλ το 2010 και τον «Ερρίκο ΣΤ’» του Σαίξπηρ το 2012. Είναι η πιο πολυσυζητημένη του παράσταση, ένα έργο σε 15 πράξεις με περίπου 150 χαρακτήρες, που παίχτηκε για 5 χρόνια σε διάφορες περιοχές της Νορμανδίας.
Η ολοκληρωμένη εκδοχή της έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2014, με τεράστια επιτυχία στο κοινό και τους κριτικούς. Το 2015 σκηνοθέτησε τον «Ριχάρδο Γ’» που παρουσίασε και σε ενιαία παράσταση διάρκειας 24 ωρών με τον «Ερρίκο ΣΤ'» το 2022. Το 2018 θεωρείται το αποκορύφωμα της καριέρας του, με την παράσταση «Θυέστης» («Thyeste») στην Cour d'Honneur του Φεστιβάλ της Αβινιόν, ενώ λίγο πριν από την πανδημία του κορωνοϊού ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο Quai d’Angers - Centre Dramatique National des Pays de Loire.
Εκεί, στο Angers, με τους περιορισμούς της πανδημίας και σε μια εποχή που οι πολιτιστικοί χώροι ήταν υπό συνεχή απειλή για κλείσιμο, για να εκφραστεί και να μη νιώθει φυλακισμένος στην κατάσταση που επικρατούσε εν μέσω του lockdown, άρχισε να ερμηνεύει στο μπαλκόνι του «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», έγινε viral και εν αγνοία του φύτεψε τους σπόρους για την παράσταση της όπερας του Charles Gounod «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που σκηνοθέτησε το 2023 στην Όπερα της Βαστίλης.
Αυτό είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα και της καλλιτεχνικής του διαδρομής: ενώ είναι λάτρης των παραγωγών μεγάλης κλίμακας, ελκύεται από μικρά έργα που παίζονται σε δημόσιο χώρο, από μορφές θεάτρου βασισμένες σε κείμενο, που συνδυάζουν τη χειροτεχνία με τα θεαματικά εφέ. Μοιάζει με έναν καλλιτέχνη του μπαρόκ που έχει σαιξπηρικές καταβολές και ονειρεύεται να αποκαταστήσει τη λαϊκή διάσταση του θεάτρου, κάνοντάς το με τον δικό του τρόπο, ανακατεύοντας ποπ μουσική με την τραγωδία, διαβάζοντας αυστηρά το κείμενο, που είναι πάντα ο ουσιώδης καμβάς του, με το ένα μάτι στραμμένο στον θεατρικό συγγραφέα και το άλλο στο κοινό, δίνοντας τα ηνία στους ηθοποιούς για να το μεταδώσουν στο κοινό. Είναι μια προσέγγιση που βασίζεται σε μια σχεδόν παλιομοδίτικη πίστη στο θέατρο και στην ικανότητά του να δημιουργεί χώρους κοινής ψευδαίσθησης.
Πολλοί του έχουν προσάψει υπερβολική φιλοδοξία, ότι έφυγε από τα δημόσια και κρατικά θέατρα για να σκηνοθετήσει μιούζικαλ με ιδιώτες παραγωγούς και η ανάληψη της σκηνοθεσίας της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων έμοιαζε να επιβεβαιώνει τον σκεπτικισμό τους. Αν κοιτάξει κανείς το βιογραφικό του, αυτό φανερώνει έναν ηθοποιό, σκηνοθέτη και σκηνογράφο που λατρεύει την αλλαγή, την πρόκληση και την καινοτομία, ο οποίος έχει ανεβάσει ελάχιστα σύγχρονα έργα, επιχειρεί μέσα από τα κλασικά να καταρρίψει στερεότυπα και δεν φοβάται να συγκρουστεί.
«Πάντα θα υπάρχει ένας ηθοποιός, ένας τεχνικός διευθυντής ή ένας παραγωγός που θα σου πει ότι αυτό που θέλεις δεν είναι δυνατό».
Αυτό συνέβη με τον «Ερρίκο ΣΤ’», ένα δεκαοκτάωρο σαιξπηρικό έπος που θεωρήθηκε μη αναπαραστάσιμο, ότι δεν θα φτάσει πουθενά και ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η επιμονή του το έφερε σε πέρας. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια και ενάμισι εκατομμύριο ευρώ για μια περιπέτεια που ξεκίνησε από το τίποτα, με δανεικά κοστούμια, βάζοντάς τον στον χάρτη της δημιουργίας παραγωγών μεγάλης κλίμακας που αργότερα θα καθόριζαν και θα διέδιδαν την εικόνα του.
«Λατρεύω τη θεατρικότητα των μηχανημάτων. Το να δημιουργείς (…) με λίγα μέσα αλλά με πολλή εφευρετικότητα είναι διασκεδαστικό. Το να δουλεύεις από έναν τόπο φαντασίας είναι πολύ γόνιμο. Δεν θέλω να ενδώσω στο θεαματικό μόνο και μόνο για χάρη της εικόνας του. Δεν με ενδιαφέρουν τα βίντεο ή τα μικρόφωνα από μόνα τους. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία για μένα είναι να χρησιμοποιώ τα σωστά εργαλεία, σε στενή σχέση με τη δουλειά», λέει. Ο Σαίξπηρ του έδωσε αυτήν τη δυνατότητα, το κλειδί για μια θεατρικότητα ανοιχτή σε αναγνώσεις, ενώ λατρεύει τη «διαδραστική» πλευρά του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα.
Για τον Thomas Jolly θέατρο σημαίνει «θα παίξουμε» και «θα το πιστέψεις αυτό», που σημαίνει να καταρρίψει το φράγμα μεταξύ κοινού και σκηνής, φέρνοντας τούς δύο μαζί σε μια μεγάλη κοινότητα ψευδαισθήσεων. «Η ομάδα μου θέλει να κάνει το θέατρο δημοφιλές. Αλλά για να πας στο θέατρο, πρέπει να το ξέρεις, να μπορείς και πάνω από όλα να θέλεις να πας. Και σε αυτό το τελευταίο σημείο προσπαθούμε να εστιάσουμε περισσότερο», λέει.
Στο σταυροδρόμι όλων αυτών –διακαής πόθος, δίψα για το θεαματικό, αδιάκοπη αμφισβήτηση των δημιουργικών διαδικασιών, αναζήτηση του αδύνατου, ορμή για τη δημιουργία λαϊκών μορφών– βρίσκεται η μεγάλη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων. Τον επέλεξαν −κόντρα στις πιθανότητες που είχε να αποτελεί την επιλογή της Γαλλικής Ολυμπιακής Επιτροπής− για την ικανότητά του να σπάει κώδικες και να κάνει μεγάλα όνειρα, για μια διοργάνωση που είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά υπαίθρια, στον Σηκουάνα. Η διαδρομή του από το θέατρο μικρής κλίμακας μέχρι την παγκόσμια μετάδοση των Ολυμπιακών αντανακλά αυτή μιας από τις επιρροές του, του Simon McBurney, «ο οποίος αγκάλιασε τα πάντα, από τις πιο χειροποίητες δημιουργίες μέχρι τις επιβλητικές παραγωγές του Χόλιγουντ».
Γιατί ο Jolly «δεν ντρέπεται να αγαπά τον Walt Whitman, τον Verdi και τις Spice Girls», όπως λέει στη «Libération», κλαίει μπροστά στους πίνακες του Rothko και είναι λάτρης των βιντεοπαιχνιδιών, εμπνεύστηκε να δημιουργήσει Σαίξπηρ από μια καλτ σειρά της δεκαετίας του 2000 και έκανε το «Starmania» όταν το περιοδικό «Les Inrocks» συνέκρινε περιφρονητικά την αισθητική του Σαίξπηρ του με αυτή του διάσημου μιούζικαλ.
Ανήκει σε μια νέα γενιά, για την οποία οι πολιτιστικές πρακτικές δεν είναι διαχωρισμένες σε κατηγορίες. Αναφέρεται στον Romeo Castellucci και στον Claude Régy, στον δάσκαλό του Stanislas Nordey και στον Jean-François Sivadier, που τον οδηγούν σε μια γκάμα αισθητικής που καθορίζει τη θεατρική του πρακτική, κάνοντάς τον έναν καλλιτέχνη που ξεχωρίζει για την ικανότητά του να μη δειλιάζει μπροστά στα όρια.
Αυτό συνέβη με τη δουλειά του στην τελετή έναρξης, που μεταδόθηκε παγκοσμίως στις 26 Ιουλίου 2024 και θα μείνει στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς είναι η πρώτη που πραγματοποιήθηκε εκτός σταδίου. Η ιστορία και οι ανθρώπινες σχέσεις που βρίσκονται στο επίκεντρο της θεατρικής του δουλειάς με έντονη αισθητική και εκφραστική δύναμη ήταν παρούσες σε όλη τη διάρκεια της τελετής.
Αναμφίβολα ήταν το πιο προκλητικό έργο που είχε αναλάβει ποτέ. Έδωσε μια νέα διάσταση στην τελετή έναρξης, χρησιμοποιώντας τον ποταμό Σηκουάνα ως το βασικό «σκηνικό» και το Παρίσι ως το «θέατρο», με τη βιωσιμότητα και την κοινωνική διάσταση να είναι δύο από τα κύρια στοιχεία που ενσωματώθηκαν στην τελετή, η οποία δεν ήταν απλώς αθλητική γιορτή, αλλά μια γιορτή της πολιτιστικής και κοινωνικής κληρονομιάς, με ιδιαίτερη έμφαση στον πλουραλισμό και την πολυπολιτισμικότητα, την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό στις πολιτιστικές αξίες.
Μέσω των συμβολισμών που διέτρεχαν την πολύωρη τελετή, ο Jolly μάς πρόσφερε μια οπτική και συναισθηματική εμπειρία που συνδύασε την ιστορία και την καινοτομία, με τον ποταμό και την πόλη να ενισχύουν το αίσθημα της «σύνδεσης» και της συμπερίληψης όλων των λαών. Θέατρο, μουσική, χορός και τεχνολογία δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρη, έντονα θεατρική και κινηματογραφική. Η φιλοδοξία του ήταν να προσφέρει μια εμπειρία προβολής του γαλλικού πολιτισμού με σύγχρονο και διαπολιτισμικό τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι η διάσταση αυτή των αγώνων ως εμπειρία και ως μήνυμα προκάλεσε το κοινό να σκεφτεί νέες έννοιες και να «δει» τους Ολυμπιακούς Αγώνες από μια φρέσκια και σύγχρονη σκοπιά.
Από τους πιο ξεχωριστούς σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Thomas Jolly, τολμηρός και καινοτόμος, συνεχίζει να ενσωματώνει νέες τεχνικές και ανατρεπτικές ιδέες στο έργο του, παραμένοντας πάντα πιστός στο πνεύμα του κλασικού θεάτρου, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία σκηνικών εμπειριών που ξεπερνούν το παραδοσιακό θέατρο, χρησιμοποιώντας σύγχρονα μέσα και εστιάζοντας σε ισχυρούς συμβολισμούς και στην ανανέωση του θεατρικού λόγου.
Συχνά αναφέρει την πίστη του στο θέατρο ως μέσο κοινωνικής ανατροπής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Επισημαίνει τη μαγική δύναμη του θεάτρου να προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις. Υποστηρίζει ότι το θέατρο είναι το μόνο καλλιτεχνικό μέσο που συνδέει άμεσα τον καλλιτέχνη με το κοινό, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη, μοναδική εμπειρία, που είναι παρούσα, αληθινή και αυθόρμητη.
H συζήτηση μεταξύ του Thomas Jolly και του Γιώργου Αρχιμανδρίτη θα πραγματοποιηθεί στο Auditorium Theo Angelopoulos του Γαλλικού Ινστιτούτου την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.
Πηγές:
VAN EGMOND Nedjma, “Du théâtre public aux Jeux olympiques, Thomas Jolly fait bouger les corps et les lignes”, Le Nouvel Obs, 9 juin 2024
ENJALBERT Cédric, “Thomas Jolly: ‘Henry VI’, un pivot de l'histoire de l'humanité”, Philosophie magazine, 7 Octobre 2014
“Between erasure and embodiment” by Éric Demey
Liberation, Festival d’ Avignon