ΖΗΣΑΜΕ ΞΑΝΑ ΕΝΑΝ ακαριαίο πολιτισμικό πόλεμο σαν αυτούς που, προφανώς, (θα) συναντούμε συχνά εντός και εκτός της χώρας. Γνωστά, πλέον, τα μέτωπα και οι μάχες γύρω από θέματα γούστου, αισθητικής και «woke κουλτούρας». Τώρα είναι το Παρίσι με τα πολλά φορτία πολιτισμικής μνήμης, αισθητικής ιστορίας και πολιτικού πάθους. Ποιο Παρίσι όμως και ποια Γαλλία; Από τότε που ο Ζακ Λανγκ και η πολιτιστική πολιτική των Γάλλων σοσιαλιστών είχαν αγκαλιάσει αυτό που ονόμαζαν σύγχρονη δημιουργία (από τα πολεοδομικά σχέδια του πρώην μαοϊκού αρχιτέκτονα Ρολάν Καστρό και τα ντεφιλέ μόδας ως τη ραπ σκηνή), κι από τη στιγμή που το Παρίσι έχει πάψει από καιρό να είναι το κέντρο των λόγιων πρωτοποριών, ο πειραματισμός πέρασε από τις θεωρητικές ομάδες σε νέα πολιτισμικά επιτελεία πρόθυμα να συμφιλιώσουν την καλλιτεχνική δημιουργία και τις δημόσιες τελετουργίες με τη δυναμική των παγκόσμιων αγορών.
Η προϊστορία αυτής της εξέλιξης έχει πολλά επεισόδια, που τελικά έφεραν στο κέντρο της κουλτούρας τα μεγάλα εορταστικά δρώμενα. Το θέμα ήταν πλέον να παρουσιαστούν βλέμματα και εμπειρίες των συγχρόνων ή, για την ακρίβεια, τα μετασχηματιστικά όνειρα μιας νέας μητροπολιτικής μεσαίας τάξης που γινόταν όχημα για νέα σχήματα επιχειρηματικής και καλλιτεχνικής πράξης. Από εδώ γεννήθηκε ένα διαρκές παιχνίδι μετατροπών και αναπλάσεων στις κληρονομημένες φόρμες. Ποικίλες καινοτομίες απελευθερώθηκαν στον αέρα μιας μητρόπολης διαιρεμένης ανάμεσα στο κέντρο και στις περιφέρειές της, στους υψηλής αγοραστικής δύναμης πολίτες και στη «νεολαία των προαστίων», στα τεράστια πλήθη των τουριστών και σε εκείνα τα τμήματα του λαού που διατηρούσαν πάντα μια νοσταλγία για την παλαιότερη χώρα και τα τοπία της.
Αν το μακρινό δικό μας 2004 είχε αποτελέσει –δικαίως– αντικείμενο κριτικής, το 2024 του Παρισιού, παρά τα εικονοκλαστικά του και τις καινοτομίες του, δεν μπορεί να κρίνεται με απλοϊκό τρόπο. Από την άποψη των κινδύνων και κυρίως των προτεραιοτήτων που μας επιβάλλει η σημερινή συγκυρία, η κριτική στο οργιαστικό θέαμα είναι όσο ποτέ απαραίτητη και επώδυνα επείγουσα.
Ένας σταθμός μιας τέτοιας ιστορίας είναι κι αυτό που ζήσαμε τώρα. Ήρθαν λοιπόν τα δρώμενα μιας βροχερής νύχτας στο Παρίσι και άναψαν τα πνεύματα. Αναμενόμενο. Το παιχνίδι με έναν Μυστικό Δείπνο (χριστιανικό/ παγανιστικό; Η ρευστότητα της αναφοράς είναι δηλωτική), τα διάσπαρτα queer στοιχεία και η επανεμφάνιση του παλαιού επαναστατικού φαντασιακού (το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας) σε περιβάλλον ευφρόσυνης diversité και μέταλ απογείωσης, όλα αυτά θα ερέθιζαν. Κάθε μείζον θεαματικό συμβάν, κάθε παράσταση με τα πλήθη, τους χορηγούς της, τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα κρυμμένα ή ολοφάνερα νοήματα πρέπει, με κάποιον τρόπο, να κερδίσει την προσοχή και να καταπλήξει.
Όπως συμβαίνει μάλιστα με τις πολύωρες δημόσιες τελετουργίες, κάποιοι βαρέθηκαν ή δήλωσαν πως δεν αισθάνθηκαν κάτι ιδιαίτερο. Άλλοι ωστόσο (κι αυτοί ξεχύθηκαν αμέσως στη σκηνή της γραφής) ένιωσαν πως έπεσαν πάνω σε ένα σχέδιο αισθητικής και ηθικής «κατάπτωσης». Τέλος, πολλές αριστερές φωνές είδαν στη συγκεκριμένη τελετή μία ακόμα ενσάρκωση του χειραφετητικού πνεύματος των Γαλλικών Επαναστάσεων. Έστω ως βγάλσιμο της γλώσσας στα σχήματα του επιτρεπτού και του κολάσιμου ή σκανδαλώδους. Αν όμως εξαιρέσουμε την προβλέψιμη ενόχληση διαφόρων στην Ελλάδα ή της ακροδεξιάς στη Γαλλία, οι περισσότεροι προοδευτικοί-ές χαιρέτισαν αυτό που είδαν ως μετατόπιση από μια εθνο-πατριαρχική τελετή σε μια γιορτή δημοκρατικού ηδονισμού με πολλά συμπεριληπτικά νεύματα. Ειπώθηκε πως η εικόνα αποκάλυψε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ή ένα πάρτι που ενώνει όσους θέλουν να ενωθούν στην κοίτη μιας ανεκτικής πολλαπλότητας.
Δεν απέχει νομίζω πολύ από την αλήθεια ότι, αν για τους κατηγόρους της η τελετή έναρξης ήταν η είσοδος στην «κόλαση» του woke, για κάποιους και κάποιες από τους υπερασπιστές της υπήρξε ένα μεταμοντέρνο αντιφασιστικό πανηγύρι. Δεν θέλω όμως να υπεκφύγω περιγράφοντας απλώς τα «στρατόπεδα» δίχως τις δικές μου σκέψεις. Δυσκολεύομαι να συμμεριστώ πολλά από τα συναισθήματα που εκφράστηκαν στον χορό των σχολίων. Συμμερίζομαι προφανώς τις εξισωτικές, δημοκρατικές και αντιρατσιστικές προτεραιότητες που είναι βέβαιο ότι έχουν πολλοί από τους έκθαμβους με το θέαμα. Διακρίνω κι εγώ σε πολλές από τις αντι-woke τοποθετήσεις μια έμμεση ή άμεση εκλογίκευση αντιλήψεων που συντηρούσαν αποκλεισμούς και στερεότυπες αφηγήσεις της Ιστορίας. Μάλιστα, η σύγκριση με τις «ελληνικές» αξίες ή με ένα «ιερό» αθλητικό ολυμπιακό ιδεώδες (το οποίο, όπως ειπώθηκε, «τραυματίστηκε» από το queer πνεύμα) έβγαλε πολλή εμπάθεια και έναν οργίλο ελληνοκεντρισμό παρά οτιδήποτε άλλο.
Υπάρχει όμως ένα μέρος των αριστερόστροφων λόγων και συναισθημάτων που μου προκάλεσε αμηχανία και ειλικρινή απορία. Σαν να έχει ξεχαστεί τελείως η κριτική στον γιγαντισμό του θεάματος, στην ακρότητα της εμπορευματοποίησης και στη λογική που διατρέχει τον λεγόμενο πολιτισμικό-συναισθηματικό καπιταλισμό. Σε ένα καλοκαίρι όπου υποφέρουμε παντού από την κλιματική κατάρρευση, με το στεγαστικό ζήτημα στα ύψη σε πολλές χώρες, σε μια συγκυρία όπου και στη Γαλλία μετρούν τα δεινά του υπερτουρισμού, φαίνεται πως αρκεί μια συμπεριληπτική festivité για να εκστασιαστεί ο προοδευτικός και να οργιστούν οι συντηρητικοί. Όταν όμως για πολλές δεκαετίες ο αριστερός λόγος έβλεπε σε κάθε γωνιά και με κάθε ευκαιρία τον νεοφιλελευθερισμό, μου φάνηκε παράδοξο να μην τον είδε πουθενά στο Παρίσι αυτών των ημερών.
Αν μάλιστα η αντίδραση για «αντιχριστιανικά μηνύματα» και queer ορατότητα είναι θλιβερά προβλέψιμη, βρίσκω ανησυχητική την κριτική αφωνία και περισσότερο την ενθουσιώδη ομοβροντία. Διότι την έλλειψη κριτικής (ή το θαμπωμένο χειροκρότημα) μπορεί να την περιμένει κανείς από τους οπαδούς των αστικών εξευγενισμών, τους καθηλωμένους αναπτυξιολάγνους και όσους ταυτίζουν τη hype νεωτερικότητα με τον πολιτισμό της ακρίβειας και της σπατάλης στο όνομα της λαμπρότητας των θεαμάτων. Αν όμως το μακρινό δικό μας 2004 είχε αποτελέσει –δικαίως– αντικείμενο κριτικής (για περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και άλλους λόγους), το 2024 του Παρισιού, παρά τα εικονοκλαστικά του και τις καινοτομίες του, δεν μπορεί να κρίνεται με απλοϊκό τρόπο. Από την άποψη των κινδύνων και κυρίως των προτεραιοτήτων που μας επιβάλλει η σημερινή συγκυρία, η κριτική στο οργιαστικό θέαμα (ακόμα κι αν αυτό εμφανίζεται με ανατρεπτικές πινελιές) είναι όσο ποτέ απαραίτητη και επώδυνα επείγουσα. Και ίσως πρέπει να επανέλθει η συζήτηση για την αναγκαιότητα τέτοιων φαραωνικών διοργανώσεων στις επιβαρυμένες και ευπαθείς μητροπόλεις που αντιμετωπίζουν σήμερα την απειλή της ακρίβειας, του «φυλετικού» κοινοτισμού και της περιθωριοποίησης του κατοίκου στο όνομα μιας διαρκούς μεταμόρφωσης για χάρη ενός διεθνούς crowd. Η βέβαιη αντιδημοφιλία αυτής της συζήτησης δεν αποδεικνύει το μάταιό της.