Ίσως να μην ξανάγινε, ή να έχει πολύ καιρό να γίνει, να εμφανίζονται τόσο πολλοί άνθρωποι στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Ο μουσικός-σκηνοθέτης Θοδωρής Αμπαζής και το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ετοιμάζονται να παρουσιάσουν της Τρωάδες του Ευριπίδη με έναν ιδιαίτερο και αρκετά πρωτότυπο τρόπο. Τριάντα δύο μουσικοί, μέλη της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων της Πάτρας, και δεκατέσσερις ηθοποιοί θα ερμηνεύσουν το σπαραχτικό αυτό έργο ως μια όπερα που όμως δεν θα τραγουδιέται αλλά θα μιλιέται, με τη μουσική να συνοδεύει και να επαναλαμβάνει ταυτόχρονα τον λόγο με νότες. Μια παράσταση στην οποία κάθε φράση του κειμένου θα συνοδεύεται από μουσική, κάθε στίχος θα είναι κομμάτι μιας συνολικής μουσικής σύνθεσης.
#quote#
Πρόκειται για μια μεγαλειώδη συμφωνία που θα εκτελείται από ορχήστρα και ηθοποιούς και το μόνο που θα λείπει θα είναι ο μαέστρος. Εκτός αν στην πορεία των προβών ο Αμπαζής αλλάξει γνώμη και βάλει και τον εαυτό του μέσα στο όλο εγχείρημα. Έτσι κι αλλιώς, και ο Ευριπίδης έγραφε ο ίδιος τη μουσική των έργων του και ήταν εκείνος που τη δίδασκε. «Για έναν άνθρωπο που γράφει μουσική, η τραγωδία είναι το κατεξοχήν πεδίο δουλειάς του, γι' αυτό και παραγγείλαμε μια καινούργια μετάφραση, που να "ακούει" τις ανάγκες αυτού που θέλαμε να κάνουμε, στην οποία να συνυπάρχουν, δηλαδή, το ποιητικό και το μουσικό στοιχείο, χωρίς να χάνεται ο σύγχρονος λόγος» εξηγεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος εργάζεται με αυτό τον τρόπο προσέγγισης του θεάτρου από τότε που ήταν νεαρός σπουδαστής στην Ολλανδία, όπου είχε ιδρύσει το Music Group Theater Amsterdam και ανέβαζε θέατρο λόγου με αυτού του είδους την αλληλοεπικάλυψη μουσικής-λόγου. «Όταν σκηνοθετώ δικές μου παραστάσεις, δεν ξεχωρίζω τη σκηνοθεσία από τη μουσική. Το ένα θρέφει το άλλο, είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Υπάρχει μια μουσική σκέψη που δημιουργεί τη σκηνοθεσία και μια θεατρική σκέψη που ωθεί τη μουσική. Η μουσική πάντα οδηγεί τη φόρμα» εξηγεί λίγο πριν από την κυριακάτικη πρόβα του στο προαύλιο του Πειραματικού Γυμνασίου Πλάκας. «Οι Τρωάδες θα είναι σαν μια όπερα, που όμως δεν τραγουδιέται. Ή μάλλον και θα τραγουδιέται σε κάποια μέρη, αλλά θα είναι σαν να ξεκινάει με μια ουβερτούρα, μετά να ακολουθεί ένα ρετσιτατίβο κι έπειτα ένα επεισόδιο που μπορείς να πεις ότι είναι η πρώτη άρια. Χωρίς να γίνεται όπερα, ο ρυθμός του λόγου ακολουθεί τη δραματουργία» λέει, αναλύοντας τι περίπου θα πρέπει να περιμένουμε από την παράσταση που ετοιμάζει αυτήν τη στιγμή για την Επίδαυρο. Η μουσική, όμως, που θα συνοδεύει τις Τρωάδες γράφεται ταυτόχρονα με τις πρόβες. Κάθε στίχος, ένταση, χειρονομία γίνεται μουσική φράση. Όσον αφορά αυτό, προσθέτει: «Το σμίξιμο μουσικής-θεάτρου είναι το βασικό μου εργαλείο, χάρη στο οποίο μπορώ να εξερευνήσω τι σημαίνει σήμερα μια τραγωδία. Και το κυρίαρχο πεδίο ενδιαφέροντος για μένα είναι η γλώσσα μας. Θα ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρον να γινόταν αυτό στο πρωτότυπο, αλλά με ενδιαφέρει, έστω στη νεοελληνική και με αυτούς τους ήχους, να αφηγηθώ μια ιστορία. Να δούμε ποιος είναι ο τρόπος, με οδηγό τη μουσικότητα, να "βουτήξεις" από αυτήν τη γλώσσα τα δραματικά στοιχεία των ήχων, χωρίς να χάνει η θεατρικότητα. Γιατί δεν είναι εγκεφαλικό το έργο, αλλά απίστευτα συναισθηματικό».
Η δραματουργός Έλσα Ανδριανού, σταθερή συνεργάτις του Αμπαζή, είναι εκείνη που ανέλαβε τη νέα μετάφραση των Τρωάδων γι' αυτή την παράσταση. Είναι η πρώτη φορά που υπογράφει μετάφραση, αν και έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη μεταφρασεολογία του αρχαίου δράματος. Γνωρίζοντας καλά τη δουλειά του σκηνοθέτη-μουσικού της παράστασης, εξηγεί τη δική της συμβολή: «Υπήρχε μέριμνα από την αρχή να κρατηθούν τα βασικά ηχητικά στοιχεία του πρωτοτύπου, με την έννοια ότι αυτά για έναν μουσικό αποτελούν εργαλεία. Προφανώς σε μια μετάφραση δεν μπορούν να κρατηθούν αυτούσια κάποια πράγματα, εντούτοις υπάρχουν γλωσσολογικές δυνατότητες να τα περάσεις σε κάποιο βαθμό. Από κει και πέρα, προσπάθησα να κρατήσω μέχρι ενός σημείου το εύρος του πλούτου της νεοελληνικής, από λόγια στοιχεία μέχρι απολύτως καθημερινά, με δραματολογικά κριτήρια περισσότερο. Οι παλιές μεταφράσεις είχαν μια ροπή και περίπου στράτευση στον δημοτικισμό. Μετά αυτό ανατράπηκε και οδηγηθήκαμε σε μια προσπάθεια με λόγια στοιχεία. Αυτή η μετάφραση είναι ανεξίθρησκη ως προς αυτό. Δεν έχει γλωσσική τάση και χρησιμοποιείται όλο το εύρος, ανάλογα με το τι αισθάνομαι ότι εξυπηρετεί τη δράση». Καθώς συζητάμε ακούγονται μουσικοί ήχοι μέσω του λάπτοπ του σκηνοθέτη, ο οποίος κάθε εβδομάδα ταξιδεύει μέχρι την Πάτρα, έτσι ώστε να επεξεργάζεται μαζί με την Ορχήστρα Εγχόρδων τη μουσική που «γεννιέται» από τις πρόβες του με τους ηθοποιούς.
Για τον σκηνοθέτη Θοδωρή Αμπαζή το μεγάλο στοίχημα που κερδήθηκε με την παλιότερη πετυχημένη παράστασή του Έμποροι των Εθνών του Παπαδιαμάντη ήταν η δημιουργία της θερμοκοιτίδας που γέννησε και την ιδέα μιας τραγωδίας. Αλλά τι τον οδήγησε στη συγκεκριμένη; «Ότι το θέμα των Τρωάδων είναι ό,τι πιο επίκαιρο υπάρχει. Γιατί το μεγάλο θέμα είναι ο νικητής που γίνεται ηττημένος και ο ηττημένος που γίνεται νικητής. Σε ποιο βαθμό μια ήττα είναι μια μεγάλη νίκη και πόσο μια μεγάλη νίκη είναι μια ήττα. Σήμερα είμαστε γεμάτοι μεγάλες νίκες και ήττες. Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η πραγματική δόξα, πότε ο άνθρωπος "ξεκολλάει" από το έδαφος και βρίσκεται σε ένα σημείο αξιόλογο για να το αφηγηθεί κάποιος; Γιατί να επιλέγει ένας άνθρωπος της ηλικίας μου το 2013 αυτό το έργο του Ευριπίδη; Για μένα όλα ξεκίνησαν με την πρώτη φράση της Εκάβης: "Πάνω, δύστυχη, σήκωσε το κεφάλι, όρθωσε τον λαιμό. Η Τροία δεν υπάρχει πια, της Τροίας βασίλισσα πια δεν είσαι". Και μόνο αυτό, το να ειπωθεί αυτή η φράση σήμερα στην Ελλάδα του 2013, είναι πολιτική πράξη. Αυτοί οι άνθρωποι μέχρι και την προηγούμενη νύχτα γλεντούσαν και ξαφνικά όλα ανατράπηκαν. Από τη μια στιγμή στην άλλη χάθηκαν όλα. Και με την Άννα Κοκκίνου, που υποδύεται την Εκάβη, πασχίζουμε για μια Εκάβη δυνατή και στιβαρή, που συνεχίζει να κρατάει τη μοίρα των ανθρώπων και τους ωθεί να συνεχίσουν. Αυτοί είναι οι λόγοι που εγώ κάνω αυτή την τραγωδία. Όπως και το σημείο όπου, μετά τη δίκη-φάρσα του Μενελάου και της Ελένης, αποκαλύπτεται το γκρόσο κόλπο και η Εκάβη λέει "Ποιοι θεοί; Ο χρυσός". Το λέει και ο Ποσειδώνας στην εισαγωγική σκηνή. Είναι μερικά από τα στοιχεία για τα οποία έχει σήμερα νόημα να κάνεις τραγωδία». Είναι σύνηθες να χαρακτηρίζουμε τις Τρωάδες «αντιπολεμική καταγγελία». Ο Αμπαζής προτιμάει να μιλήσει για τις ύβρεις που συντελούνται: «Οι ατέλειωτες ύβρεις των νικητών από τη στιγμή που νίκησαν και ξεπέρασαν τα όρια οδήγησαν ακόμα και τους θεούς να φύγουν αγανακτισμένοι. Αλλά, όπως λέει και η Εκάβη, "όχι των θεών, αλλά των ανθρώπων έργα". Όλα αυτά είναι το υλικό για να κάνεις σήμερα αυτό το έργο. Άλλωστε, δεν υπάρχει ένα είδος πολέμου πια, δεν είναι μόνο οι βόμβες. Η Ευρώπη είναι γεμάτη από καθημερινούς πολέμους. Ο Ευριπίδης, βέβαια, ο κατεξοχήν γκρο-πλαν κινηματογραφιστής των ανθρώπων, χτίζει δεξιοτεχνικά την ψυχογραφία των ηρώων. Από αυτή την άποψη είναι ένα πάρα πολύ ανθρώπινο έργο. Εμείς προσπαθούμε να το παρουσιάσουμε έτσι ώστε να έχει συνέπεια ως προς την ουσία του και συγχρόνως να έχει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Θέλουμε η σχέση μας με το έργο να μην είναι θεωρητική. Εγώ, προσωπικά, καταστροφή πολέμου δεν έχω ζήσει. Θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ κάτι τέτοιο. Για να πεις την αλήθεια πρέπει να έχεις αναπνεύσει. Αλλά δεν θα είναι μια αναίμακτη παράσταση».
Με την Άννα Κοκκίνου ο Αμπαζής έχει ξανασυνεργαστεί στους Καβαλάρηδες της Θάλασσας του Σινγκ, όπου ο ρόλος της Μόιρα είναι συγγενικός με αυτόν της Εκάβης. Η ίδια η σπουδαία ηθοποιός, που κατεβαίνει πρώτη φορά στην Επίδαυρο, λέει: «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτός ο τρόπος προσέγγισης που κάνει ο Θοδωρής -ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός μουσικός-, δηλαδή με την παρτιτούρα. Το κάνω με πολύ μεγάλη χαρά και προσδοκία. Έχω μια τρέλα με αυτόν το ρόλο και ήθελα από μικρή να τον υποδυθώ. Αισθάνομαι πολύ οικεία με την κατάσταση αυτής της γυναίκας. Το ότι παίζω πρώτη φορά στην Επίδαυρο το θεωρώ τρομερή πρόκληση και μια μεγάλη ευκαιρία, όπως είναι για κάθε ηθοποιό. Εμένα μου προκαλεί και ένα πολύ γλυκό αίσθημα. Είναι λίγος ο χρόνος της προετοιμασίας, αλλά η παρτιτούρα κάπως διευκολύνει την κατάσταση. Αλλιώς δεν θα το τολμούσα. Αν μπορούσα, πάντως, μόνο με τραγωδία θα ήθελα να ασχολούμαι».
Για την Κατερίνα Διδασκάλου, που υποδύεται την Ελένη, δεν είναι η πρώτη φορά που θα παίξει στην Επίδαυρο. Λέει ότι βρίσκει εξίσου μαγική την προοπτική ότι θα παίξουν στο Κάστρο της Πάτρας και δηλώνει ευτυχής για τη συνεργασία της με τον Αμπαζή: «Δεν μας περιορίζει, μας βάζει σε καινούργιους ερμηνευτικούς δρόμους, δεν φοβάται να αφήσει τον ηθοποιό του να μπει σε τονισμούς που θεωρούνταν απαγορευτικοί για αρχαία τραγωδία. Είναι όμως μέσα μας, αληθινοί, και βγάζουν το ανθρώπινο στοιχείο της περσόνας που ερμηνεύουμε. Εγώ παίζω την Ελένη, η οποία δεν είναι τραγική αλλά δραματική ηρωίδα. Μιλάει κάποια στιγμή στον Μενέλαο για το αλισβερίσι που έγινε για την τιμή της: "Πουλήθηκα για την ομορφιά μου και με χλευάζουν για όσα θα έπρεπε να μου απονείμουν τιμητικό στεφάνι". Οι Έλληνες πήγαν εκεί με πρόσχημα την Ελένη κι έφυγαν με αμέτρητα λάφυρα. Ο Ευριπίδης με τρόπο αριστουργηματικό έγραψε ένα έργο πολιτικό και συγχρόνως πάρα πολύ φεμινιστικό για το πώς χρησιμοποιούν οι άντρες τις γυναίκες για να πετύχουν τους στόχους τους. Αλλά δεν αφήνει απέξω και τη μοίρα, απέναντι στην οποία ο άνθρωπος είναι αδύναμος, όταν τη βάζει να λέει, απευθυνόμενη πάλι στον Μενέλαο και ρίχνοντας το φταίξιμο στην Αφροδίτη: "Τη θεά να τιμωρήσεις. Να γίνεις από τον Δία ανώτερος, που όλους τους θεούς εξουσιάζει, δούλος δικός της είναι"».
Οι μουσικοί της παράστασης, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι γυναίκες, εξυπηρετώντας ιδανικά τις ανάγκες του έργου, θα χρησιμοποιούν αναλόγια, αλλά θα συμμετέχουν παράλληλα με δράση. Τους βασικούς ρόλους κρατούν, εκτός από την Κοκκίνου και τη Διδασκάλου, η Κόρα Καρβούνη ως Αθηνά, η Δανάη Σαριδάκη, η Τζωρτζίνα Δαλιάνη ως Κασσάνδρα, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ως Μενέλαος, ο Απόστολος Πελεκάνος ως Ταλθύβιος και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ως ηχογραφημένος Ποσειδώνας.
=====
ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας - Θοδωρής Αμπαζής
Ευριπίδη, Τρωάδες
23-24 Αυγούστου, 21:00
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου