Όσοι αγαπούν το stand up comedy, τον γνωρίζουν από την έξυπνη εμπλοκή του στο είδος. Όσοι γνωρίζουν το τι αγαπά ο Δημήτρης Δημόπουλος, θυμούνται το όνομα του και ως λιμπρετίστα της πρωτοποριακής διασκευής της όπερας "Aida" του Βέρντι.
Γιατί αυτός ο τύπος δεν κάνει τηλεόραση; Πού συναντιέται η όπερα με το stand up σε μια Αθήνα που «βρωμάει» από πολυδιαφημισμένες πειραματικές καλλιτεχνίες; Τι σχέση έχει κάποιος που σε κάνει να γελάς, χωρίς να εκβιάζει την ατάκα, με τα σπαρταριστά τρίγλωσσα libretti του "Yasou Aida!", της πρώτης τολμηρής διασκευής οπερετικού έργου που έγινε πριν από λίγο καιρό;
Φαινομενικά, καμία.
Όσο εκείνος κάνει πρόβες για το «Βίκτωρ – Βικτώρια», τα βιντεάκια του «Αντί Διδακτορικού» στο ΥouΤube κάνουν χαμό. Απλώς, αν ακούσεις λίγο καλύτερα τα κείμενα του ξεκαρδιστικού μονολόγου του – παρά το απνευστί «σερβίρισμα» τους – κάτι πολύ μαρτυριάρικο από κάτω προειδοποιεί ότι έχεις να κάνεις με γραφιά, που δεν είναι αυτό που φαίνεται και το βράδυ γράφει κι άλλα πράγματα.
Άλλωστε, όπως εξηγεί, έχει βάλει στοίχημα να γεφυρώσει τα δύο είδη – το ένα πολύ δημοφιλές, το άλλο, χμμ, όχι και τόσο – αλλά λέει ότι θα τη βρει την άκρη...
«Τώρα είναι ευκολότερο, το να κάνεις stand up, γιατί το κοινό γνωρίζει τι είναι. Όταν είχαν πρωτοξεκινήσει οι Νύχτες Κωμωδίας στην Αθήνα, το 90κάτι, ήταν ένα είδος που δεν μπορούσες να εξηγήσεις τι ακριβώς είναι. Σε ρωτούσε κάποιος "κάνετε επιθεώρηση;". Όοοχι. "Κάνετε σκετσάκια;". Ουουούτε. "Δηλαδή, τι; Λέτε ανέκδοτα;". Εντελώς όχι! "Α, σαν τους ΑΜΑΝ;". Όχι! Αυτό, ευτυχώς έχει τελειώσει πια. Το brand "stand up comedy" δεν χρειάζεται πια να το εξηγήσεις. Το γνωρίζει πολύς κόσμος, η δε νεότερη γενιά το γνωρίζει καλύτερα, γιατί έχει πρόσβαση σε περισσότερο stand up ξένο και εγχώριο απ' ό,τι είχαμε εμείς. Αυτό που είναι δύσκολο, αν θέλεις, είναι να μπορείς να βρεις το κοινό σου. Αλλά αυτό είναι σε δεύτερο επίπεδο. Όταν θέλεις να εκφραστείς ως καλλιτέχνης, πάντα είναι πρόβλημα να βρεις το κοινό που θα σε καταλάβει και θέλεις να επικοινωνήσεις μαζί του. Τώρα πια, βέβαια, υπάρχουν και μόνιμες σκηνές, πολλά περισσότερα θέατρα και bars, εντός και εκτός Αθηνών, όπου μπορεί κάποιος να κάνει stand up comedy και το κοινό γνωρίζει ότι σε σταθερή βάση μπορεί να παρακολουθήσει μία τέτοια παράσταση. Το μόνο που θέλει προσοχή είναι να μη γίνει το stand up comedy το καινούριο "LIVE", όπως ήταν παλιά τα LIVEάκια στα μπαρ; Τέτοια κατάσταση!».
«Κάθε διαδικασία συγγραφής είναι εντελώς διαφορετική. Ας πούμε, το "Αντί διδακτορικού" είχε προκύψει από πείσμα. Έκανα για καιρό τις "Νύχτες Κωμωδίας" και κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω να δω κάτι σχετικό. Και πήγα και είδα κάτι, που στο Δελτίο Τύπου αυτοπροσδιοριζόταν ως stand up comedy μίας τηλεπερσόνας..! Και λέω, ας πάω να το δω, γιατί έχω κι αυτή τη διαστροφή να θέλω να βλέπω. Πάω, βλέπω και μετά μου τη βαράει και λέω "δεν γίνεται να κάνω τόσα χρόνια stand up comedy και να μη μπορώ να γράψω ένα μονόλογο!". Οπότε το "Αντί Διδακτορικού" γράφτηκε από ένα πείσμα, με το υλικό που είχα όλα αυτά τα χρόνια που έκανα stand up comedy και βάζοντας κάποιους κανόνες στον εαυτό μου. Είπα "ok, θα κάνεις ένα μονόλογο που θα βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου. Δεν θα μιλάς για σχέσεις, δεν θα μιλάς για sex, όχι επειδή δεν σ' αφορούν, αλλά για να δεις αν γίνεται". Και βγαίνει ένας μονόλογος που είναι σχεδόν άφυλος. Δηλαδή, δεν αναφέρεται καθόλου στο sex drive ενός ανθρώπου ή στις σχέσεις του τις ερωτικές. Και λες, "α, γίνεται". Ο δεύτερος μονόλογος – η "Υπερπαραγωγή"- έγινε από άλλο πείσμα. Τι θα έκανα μετά το "Αντί διδακτορικού"! Έπρεπε να πετάξω όλο το παλιό υλικό και να φάω στα μούτρα ένα ολοκαίνουργιο. Τα πρώτα ήταν πολύ "περπατημένα" κείμενα, ήθελαν το editing τους για να αποκτήσει από τη μικροδομή μια μακροδομή το κείμενο. Οπότε, έκατσα να γράψω κάτι από την αρχή. Με μεγάλη μου χαρά, όταν το πρότεινα στον Γιάννη τον Σαρακατσάνη για το Bob Festival, μου λέει "δικό σου, καινούριο; Το θέλω οπωσδήποτε!". Και έφαγα τα μούτρα μου παρουσιάζοντας 50 λεπτά καινούριου υλικού, τρέμοντας, με το αναλόγιο δίπλα μου. Όποτε δοκιμάζω κάτι καινούργιο, τρέμω πάντα. Είναι μεγάλος φόβος. Οπότε, η "Υπερπαραγωγή" γεννήθηκε από ένα τέτοιο στοίχημα. Έχει μαγνητοσκοπηθεί και αυτό, πρέπει να στρωθώ, να κάτσω κάτω να το μοντάρω, να βγει επιτέλους».
«Όταν ξεκινάς, μοιραία "κλέβεις" πολύ περισσότερο. Γιατί πιάνεσαι από την καθημερινότητα και το αστείο που ακούγεται σε μια παρέα και λες "α, αυτό μπορώ να το βάλω εκεί", "α, αυτό μπορώ να το βάλω εδώ". Συνεχίζοντας, μεγαλώνοντας, ωριμάζεις ως καλλιτέχνης και συγγραφέας, μαθαίνεις να γράφεις, μαθαίνεις να παίζεις, οπότε αρχίζεις και θέτεις εσύ τη θεματολογία σου, τους λόγους για τους οποίους θέλεις να μιλήσεις, γίνεται λίγο πιο συγγραφικό το ζήτημα, πιο σοβαρό από το να "κλέψεις" μία ατάκα. Με όλα αυτά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την ατάκα του πρώτου επιπέδου, την ατάκα που θα σκεφτούμε όλοι, επειδή είμαστε λαός με χιούμορ, μπορεί να τη δεις στο Twitter. Η ατάκα του πρώτου επιπέδου είναι πολύ σημαντική λειτουργία του χιούμορ, αλλά δεν μπορεί να σου κρατήσει μια παράσταση. Εκεί μετά έρχεται το δικό σου συγγραφικό στίγμα. Και εμένα αυτό έγινε λίγο εν αγνοία μου. Τα "κλειδάκια" της περσόνας μου ως κωμικού ήταν "κλειδιά" ενός τύπου που ακόμη κι όταν μιλήσει για τις σχέσεις θα το κάνει με μία αποστασιοποίηση, τον οποίον τον ενδιαφέρουν πολύ τα γλωσσικά ζητήματα και abstract έννοιες έχει μία... εξοικείωση με τα γερμανικά. Θα είναι περίεργο να βγει άλλος κωμικός και να αρχίσει να μιλάει γερμανικά, γιατί... είναι my thing. Οπότε εκεί φαίνεται λίγο το στίγμα. Μπορεί να πάρει και 10 χρόνια ενασχόλησης για να βρεις τη φωνή σου, την υπογραφή σου. Το καλύτερο, όμως, είναι ότι είσαι συγγραφέας του εαυτού σου, εσύ βάζεις τα όρια, μπορείς να σε προστατέψεις. Όταν ανοίγεις την καρδιά σου τόσο πολύ, απογυμνώνεις την ψυχή σου για να βγάλεις και γέλιο και λες "πάρτε τα όλα", υπάρχει ο κίνδυνος να στερέψεις. Πιστεύω ότι μπορείς να το διαχειριστείς αυτό. Εγώ θέλω να φροντίζω τον εαυτό μου, να μην εκτίθεμαι τόσο σε προσωπικό επίπεδο. Γιατί αυτό είναι κάτι που θα το επαναλαμβάνεις συνέχεια. Γιατί εγώ να πρέπει να ανασύρω συνέχεια κάτι που ίσως να μη θέλω;».
«Το υλικό ενός stand up, ναι, μπορεί να έχει ημερομηνία λήξης. Από πλευράς κωμικού, μπορεί να έχει και ημερομηνία πλήξης, πότε δηλαδή θα βαρεθεί ο ίδιος το υλικό του». Από πλευράς περιεχομένου, ό,τι έχει αναφορές σε σύγχρονα γεγονότα, θα λήξει μαζί με το ενδιαφέρον του κοινού γι' αυτά. Το πόσο "χωράει" ή αγγίζει τον κωμικό η επικαιρότητα εξαρτάται και πάλι από τον κωμικό. Υπάρχουν κωμικοί που ενδιαφέρονται πολύ για το σχολιασμό της επικαιρότητας. Δεν νομίζω πως ανήκω σε αυτούς. Η αμεσότητα ανταπόκρισης σε σχεδόν πραγματικό χρόνο με την επικαιρότητα με αγχώνει, αλλά κυρίως δεν με ενδιαφέρει ως κωμωδία: προτιμώ αντί να βασίσω το stand up μου στην τρέχουσα επικαιρότητα, να βρω ίσως κάτι πιο ουσιαστικό που τη διατρέχει και να τη σχολιάσω. Ειδικά με την ταχύτητα που γίνεται σχολιασμός αυτής μέσω των διαδικτυακών μέσων, κάποιους δεν τους προλαβαίνω, οπότε παίρνω απόσταση και παρατηρώ».
«Παρ' όλο που ως παιδί έβλεπα πολύ τηλεόραση, δεν είχαμε βίντεο στο σπίτι. Οπότε δεν είχα ποτέ τη δυνατότητα – και την ψυχολογία – του "αυτό θα το δω όποτε θέλω". Αυτό συνεχίζεται και τώρα γιατί δεν κατεβάζω σειρές για να δω. Είχα συνηθίσει να καταναλώνω τηλεόραση και ταινίες, όταν παίζονταν. Σταμάτησα να βλέπω τηλεόραση, όταν μετακόμισα και δεν είχα λεφτά να αγοράσω. Και εκεί έγινε κάτι απίστευτο: ήταν η πρώτη χρονιά που ξεκίνησε το "Παρά Πέντε". Το οποίο το έβλεπα. Και θεωρώ ότι ήταν μία πολύ τίμια και σημαντική σειρά για την ελληνική τηλεόραση , η πρώτη σειρά που δεν είχε ως άξονα τα γκομενικά. Ήταν μία σειρά που σε "κρατούσε" με ήρωες που δεν σ' ένοιαζε ποιος πηδήχτηκε με ποια και ποιανού η παντρεμένη συννυφάδα τα 'χει με τον μπατζανάκη. Δεν σ' ένοιαζε. Ούτε 50άρηδες να κυνηγάνε 20άρες ούτε τίποτα τέτοιο που να καθορίζει το έτσι κι αλλιώς δυνατό στίγμα της σειράς. Τότε λοιπόν, κάθε Δευτέρα έψαχνα να βρω τηλεόραση για να το δω».
«Δεν είχα ποτέ την κάψα να βγω στην τηλεόραση ή να κάνω τηλεόραση. Και νομίζω ότι αυτό -δεν θα πω ότι μ' έσωσε-, θα πω ότι μάλλον το εκπέμπω και αυτοί που βλέπουν λένε ότι "αυτός δεν κάνει". Το "δεν κάνει" πολύ συχνά σημαίνει και "δεν θέλει". Καταλαβαίνεις πώς το λέω. Δεν θεωρούσα ότι η κωμωδία μου θα μπορούσε να λειτουργήσει στην τηλεόραση. Δεν μπορούσα να "δω" εμένα σ' αυτό το μέσο. Τόσο απλά. Μπορώ και "βλέπω" τον εαυτό μου σε άλλα μέσα, στο θέατρο, ας πούμε. Αντίστοιχα, αυτοί που δουλεύουν στην τηλεόραση, το διαισθάνονται ότι δεν μπορώ. Βέβαια, μία πίκρα την είχα συνέχεια, του τύπου, "μα καλά, όταν ψάχνουν κωμικούς, γιατί δεν με παίρνουν τηλέφωνο να πάω να κάνω δοκιμαστικό;!". Γκρίνιες! Γκρίνιες σε συναδέλφους. Και καλά "δεν θα πάω, αλλά γιατί δεν με ξέρουν;". Τέτοια. Είσαι σε μια φάση που λες "ή εγώ δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, άρα δεν με θέλουν ή αυτοί δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, άρα δεν με ξέρουν" . Περισσότερο, όμως, ενοχλεί το ότι η τηλεόραση είναι ένα Μέσο που ενώ δεν υπάρχουν πια λεφτά εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σα να υπάρχουν. Γι' αυτό και θεωρώ κορυφαία τηλεοπτική στιγμή το ότι ο κόσμος γύρισε την πλάτη σε μια σειρά, όπως το "Μη με σκας". Είπα, είδες δεν γίνεται να αντιμετωπίζεις το κοινό σα να βρίσκεται στο 2000. Έχουν αλλάξει από τότε τα πράγματα και ο τρόπος που πρέπει να επικοινωνείς θέματα και καταστάσεις».
«Τι σχέση έχω εγώ με την όπερα... Ας εξηγηθούμε. Μ' αρέσει πάρα πολύ η μουσική, όταν αφηγείται μια ιστορία. Είτε αυτό μπορεί να είναι ένα μουσικό κομμάτι που περιγράφει κάτι, είτε ένα τραγούδι που περιγράφει ένα σκηνικό. Επίσης, αγαπώ το μουσικό θέατρο, ο αγαπημένος μου είναι o Stephen Sondheim - μην κοιτάς που τον "Sweeney Todd" αργήσαμε να τον μάθουμε, χεχε - και –ναι- είναι ένας χώρος που μπορώ να με "δω". Αν και δεν είχα την πειθαρχία να γίνω τραγουδιστής, ξεκίνησα να συνεργάζομαι με τις "Όπερες των Ζητιάνων" και τον Χαράλαμπο Γωγιό και ξέρεις πώς γίνονται αυτά: εκεί που μιλάς, συζητάς, κάνεις τις χαζομάρες σου – τι να σου πω τώρα; Μεταφράζαμε live Μπρεχτ – Βάιλ στο αμάξι! - ε, κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο ο Χαράλαμπος και μου λέει: "Με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη στη Θεσσαλονίκη έχουμε προτείνει μια όπερα στη Γερμανία για μια διασκευή της "Aida". Θέλουν ένα άνθρωπο να γράψει τρίγλωσσο λιμπρέτο". Δεν το 'χα κάνει ποτέ. Είπα "ναι", επιτόπου. Και εκεί άρχισα να γράφω στίχους κι αυτό έφερε μια άλλη συνεργασία με το ίδιο θέατρο στο Βερολίνο, μεταφράσεις για τη Λυρική και διάφορα πράγματα που έχουν αρχίσει να γίνονται για το μουσικό θέατρο. Και κάποια στιγμή θα τα γεφυρώσω εγώ όλα αυτά! Την κωμωδία με την όπερα».
«Είμαστε έτοιμοι για τέτοια θεάματα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες μουσικού θεάτρου που με δικά τους μέσα ανεβάζουν παραστάσεις. Απλούστατα, δεν θέλει φόβο το είδος. Αντί να λες "πάω στην όπερα" και να είναι με bold το όπερα, πες "πάω στην όπερα για να δω κάτι ακόμη", όπως διαβάζεις ένα βιβλίο, βλέπεις μια σειρά, ή μια νέα ταινία". Κάποιον που δεν ξέρει ή δεν αγαπά το είδος θα τον πήγαινα να δει... ό,τι παίζεται! Καλύτερα να δει κανείς μια όπερα στη σκηνή, παρά να καθίσει να ακούσει πρώτη φορά. Αν πέσει σε καλή παράσταση, τον κερδίσαμε, αν όχι, το συζητάμε τι δεν του άρεσε. Έτσι και η απάντηση είναι «που τραγουδούσαν όλη την ώρα και κλαίγονταν για έναν χαζο-έρωτα», τον πάμε στα μπουζούκια και γκρινιάζουμε με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα. Το πιθανότερο είναι μια κακή παράσταση να αποθαρρύνει κάποιον να επιστρέψει, αλλά την επόμενη φορά θα πάει πιο υποψιασμένος... Η πρώτη όπερα που είδα ήταν "Η απαγωγή από το Σεράι" του Μότσαρτ, αλλά η όπερα που με έκανε να λατρέψω το είδος ήταν μια ηχογράφηση του "Μπορίς Γκουντούνοφ" του Μουσόργκσκι, οπότε ποιος ξέρει πού θα τον πετύχεις τον άλλον. Υπάρχει βέβαια και ο πιο δόλιος τρόπος, να πας τον αμύητο σε μια οπερέτα ή ένα μιούζικαλ πρώτα, πριν τον ρίξεις στα βαριά, τον πας πρώτα σε έναν Γιόχαν Στράους και μετά τον ξεγελάς και τον πας σε έναν Ρίχαρντ Στράους και το παίζεις "μα νόμιζα πως ήταν ο ίδιος". Και μετά βουρ στον Βάγκνερ! Σιμώνει και η πρώτη παρουσίαση του Δαχτυλιδιού στην Ελλάδα στο νέο κτήριο της Λυρικής, να η ευκαιρία!».
Info:
Victor / Victoria, (προσεχώς)