Στη θεότρελη, για το Χόλιγουντ, δεκαετία του '20, που το χρήμα πλέον είχε αρχίσει να ρέει άφθονo και οι μεγάλες παραγωγές να γίνονται περισσότερο φαντασμαγορικές, ανεβάζοντας το κόστος τους στα ύψη, ένας 40χρονος και πετυχημένος ως τότε σκηνοθέτης έβαλε στόχο να φτιάξει την ακριβότερη ταινία που είχε γίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ο Σέσιλ ντε Μιλ, ιστορική φιγούρα σήμερα του παλιού Χόλιγουντ, είχε στα χέρια του την ιστορία της Εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο και την παράδοση των Δέκα Εντολών στον Μωυσή και θέλησε να τη μετατρέψει σε ένα μεγαλοπρεπές έπος. Το ίδιο θα επιχειρούσε, άλλωστε, πολλά χρόνια αργότερα, το 1956, όταν και ξανάκανε την ίδια ιστορία στην εκδοχή που γνωρίζουν οι περισσότεροι σήμερα, τις «Δέκα Εντολές», με τον Τσάρλτον Χέστον ως Μωυσή, μια που προβάλλεται από την τηλεόραση σχεδόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Πίσω στο 1923, ο Γάλλος καλλιτέχνης της art deco, Πoλ Ιρίμπ, προσλήφθηκε για να φτιάξει την πόλη του Φαραώ, έχοντας πλήρη ελευθερία στις επιλογές του, και ο Ντε Μιλ προσπάθησε να βρει την καλύτερη λύση για το μέρος που θα φιλοξενούσε το τεράστιο σκηνικό του. Τη βρήκε περίπου 200 χιλιόμετρα βόρεια του Λος Άντζελες, έξω από τη μικρή πόλη Guadalupe στην περιοχή της Σάντα Μπάρμπαρα, με μεγάλες, αμμώδεις εκτάσεις αλλά και εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες για γύρισμα.
Το τελευταίο δεν τον πτόησε και πήρε μαζί του περίπου 3.500 χιλιάδες ηθοποιούς, κομπάρσους και τεχνικούς που είδαν να χτίζεται από το πουθενά μια αρχαία πόλη, γεμάτη αγάλματα του Φαραώ και της Σφίγγας, φτιαγμένα κυρίως από γύψο, καθώς δεν ενδιέφερε κανέναν αν θα άντεχαν μετά το τέλος των γυρισμάτων.
Αυτά, όμως, πέρασαν από 40 κύματα, καθώς στην πορεία τα έξοδα ξέφυγαν εντελώς από τον προϋπολογισμό, η Paramount απείλησε πολλές φορές να κλείσει την παραγωγή, φοβούμενη πως θα έχανε πολύ περισσότερα χρήματα αν συνέχιζε και, τελικά, οι προσωπικές επαφές του Ντε Μιλ με τραπεζικά ιδρύματα έσωσαν την κατάσταση.
Ο Μπρόσναν, δικαιολογώντας τη χρόνια εμμονή του, μιλούσε πάντα για τον θαυμασμό και την περιέργεια που είχε για την εικόνα ενός κινηματογραφικού σκηνικού που θεωρητικά φτιάχτηκε για λίγους μήνες με υλικά που δεν θα επέτρεπαν τη μακροχρόνια χρήση και έλεγε πως το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί άγαλμα 90 χρόνια μετά, μοιάζει με θαύμα.
Φθάνοντας στο τέλος και λίγο πριν από την πρεμιέρα των «Δέκα Εντολών», ο Ντε Μιλ έπρεπε να απαλλαγεί κάπως από το σκηνικό που έφτιαξε, καθώς φοβόταν πως άλλα στούντιο θα το εκμεταλλεύονταν και θα γύριζαν εκεί μελλοντικά ανάλογες ταινίες, γλιτώνοντας το βασικό κομμάτι του κόστους.
Η μεταφορά πίσω στο Χόλιγουντ ήταν αδύνατη και η εντολή ήταν να γίνει καταστροφή του με δυναμίτη, μόνο που ο Ντε Μιλ έκανε κάτι πολύ πιο ακραίο. Προσέλαβε εργάτες για να θάψουν την πόλη που έχτισε κάτω από την έρημο, κρατώντας κρυφή την απόφαση αυτή από το στούντιο, που δεν την επιβεβαίωσε ποτέ, τοποθετώντας την έτσι με τα χρόνια στη σφαίρα του μύθου.
Έπρεπε να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν ο Ντε Μιλ, μεγάλος και τρανός τότε και μην έχοντας να φοβηθεί πιθανές συνέπειες, έλεγε στην αυτοβιογραφία του πως αν κάποιος βρεθεί σε εκείνη την έρημο και σκάβοντας βρει κομμάτια που παραπέμπουν στον αιγυπτιακό πολιτισμό, να μη νομίζει πως βρήκε ευρήματα χιλιάδων ετών. Αυτή την ιστορία διάβασαν το 1982 δύο νέοι κινηματογραφιστές, ο Πίτερ Μπρόσναν και ο Μπρους Καρντόζο, και σκέφθηκαν πως είχαν στα χέρια τους υλικό για ένα ντοκιμαντέρ που θα τους έκανε διάσημους. Κάπου εκεί ξεκίνησαν οι περιπέτειές τους.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βρέθηκαν στην έρημο και αντιμετώπισαν το πρώτο μεγάλο πρόβλημα. Ήταν σε μια αμμώδη περιοχή που εκτεινόταν σε επιφάνεια 40 περίπου χιλιομέτρων και δεν υπήρχε κάποια ένδειξη για το πού ακριβώς είχαν θαφτεί τα σκηνικά της ταινίας. Οι τοπικές Αρχές δεν είχαν ιδέα κι έπρεπε να περάσει ένα διάστημα μηνών κατά το οποίο, χάρη στις παρατηρήσεις τους και τη βοήθεια ντόπιων, βρήκαν κομμάτια από αγάλματα.
Το γεγονός αυτό έφερε και την απαραίτητη δημοσιότητα που ήθελαν. Πολλά μεγάλα μέσα των ΗΠΑ ανέφεραν την ιστορία και γρήγορα βρέθηκαν χρηματοδότες. Η Paramount είπε το «ναι» για ένα ντοκιμαντέρ που θα αναφερόταν σε κομμάτι της ιστορίας της, η Bank of America συμφώνησε επίσης και η παραγωγή οργανώθηκε με προσλήψεις ειδικών σε αρχαιολογικές ανασκαφές για να ξαναβγάλουν στη γη τη «Χαμένη Πόλη», όπως ονομάστηκε και επίσημα η περιοχή.
Ξέχασαν, όμως, όλοι το βασικότερο, την Πολιτεία της Σάντα Μπάρμπαρα, που αρνήθηκε να δώσει άδεια για ανασκαφές, καθώς αυτές θα γίνονταν σε προστατευόμενη περιοχή. Όσο και αν πίεσαν οι συντελεστές εκείνο το διάστημα, δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί αυτός ο σκόπελος, κάτι που τελικά συνέβη το 1990, όμως τότε το ενδιαφέρον των χρηματοδοτών είχε ατονήσει.
Αυτό ήταν το κυριότερο πρόβλημα του Μπρόσναν (αυτός ασχολήθηκε περισσότερο με το πρότζεκτ) μέσα στα χρόνια: όταν έβρισκε χρήματα, δεν μπορούσε να σκάψει λόγω γραφειοκρατίας, και όταν τα κατάφερνε με τις άδειες, δεν είχε πλέον τα χρήματα.
Είχε προλάβει, πάντως, να κάνει σημαντική δουλειά τα πρώτα χρόνια, καθώς, όσο περίμενε την άδεια για ανασκαφές μέσα στη δεκαετία του '80, βρήκε ντόπιους που είχαν δουλέψει ως κομπάρσοι στην ταινία, μίλησε με συγγενείς του Ντε Μιλ αλλά και συντελεστές του remake των «Δέκα Εντολών». Η δουλειά αυτή έμεινε σε κούτες στο γκαράζ του, ο ίδιος άλλαξε εντελώς κλάδο στην καριέρα του και κατά διαστήματα δημοσίευε μέρος της έρευνάς του, ελπίζοντας σε κάποια ανταπόκριση.
Χρειάστηκε να περιμένει ως το 2010, όταν επιφανής ιδιώτης εντυπωσιάστηκε από την ιστορία και τα ευρήματα και ανέλαβε πλήρως τη χρηματοδότηση. Η παραγωγή ξαναστήθηκε και η ψηφιακή τεχνολογία βοηθούσε πια στο να είναι μικρότερο το κόστος της. Η οριστική δικαίωση ήρθε για τον Μπρόσναν το 2012, όταν η κάμερά του κατέγραψε την ομάδα που έκανε τις ανασκαφές να ξεθάβει μία από τις 20 περίπου τεράστιες Σφίγγες που κοσμούσαν το παλάτι του Φαραώ, με τον ίδιο να λέει συγκινημένος πως με αυτό το πλάνο θα έκλεινε το ντοκιμαντέρ του.
Συνέχισε να καταγράφει, πάντως, τις ανακαλύψεις του συνεργείου και ολοκλήρωσε το έργο του πριν από λίγο καιρό. Τον Φεβρουάριο του 2016, 34 χρόνια μετά την αρχική ιδέα, το «The Lost City of Cecil B. DeMille» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Σάντα Μπάρμπαρα, της περιοχής δηλαδή όπου έγιναν όλα.
Ο Μπρόσναν, δικαιολογώντας τη χρόνια εμμονή του, μιλούσε πάντα για τον θαυμασμό και την περιέργεια που είχε για την εικόνα ενός κινηματογραφικού σκηνικού που θεωρητικά φτιάχτηκε για λίγους μήνες με υλικά που δεν θα επέτρεπαν τη μακροχρόνια χρήση και έλεγε πως το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί άγαλμα 90 χρόνια μετά, μοιάζει με θαύμα.