Γεννήθηκα στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ. Η μάνα μου είναι Αγγλίδα. Γνώρισε τον πατέρα μου όταν είχε έρθει με κάτι φίλες της για διακοπές στην Κέρκυρα. Ο πατέρας μου ήξερε πολύ καλά αγγλικά για την εποχή, ε, δεν ήθελε και πολύ. Μετά τις διακοπές η μάνα μου ξανάφυγε για Αγγλία, κράτησαν επαφή, ο πατέρας μου πήγε φαντάρος και μετά τον στρατό παντρεύτηκαν. Ζήσαμε στο Λίβερπουλ μέχρι τα τρία μου χρόνια. Δεν στέριωσε μια δουλειά που ήθελε ο πατέρας μου να κάνει εκεί και πήραν την απόφαση να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ζήσουν μόνιμα στην Κέρκυρα.
- Νοσταλγώ εκείνα τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στο νησί. Ο πατέρας μου δούλευε ως τουριστικός πράκτορας στον Κάβο. Εμείς είχαμε φτιάξει μια πολύ ωραία παρέα και παίζαμε όλη την ημέρα. Παραλία, βουνά, ποδήλατα – ήταν σαν εξοχή, κάναμε τα πάντα. Eίναι στιγμές που μου λείπει εκείνη η εποχή. Η αίσθησή της ήταν διαφορετική. Γι' αυτό και λέω καμιά φορά στους μικρότερους «μείνετε μικροί». Χωρίς άγχος, χωρίς ευθύνες, χωρίς τίποτα. Μόνο παιχνίδι.
- Η πρώτη μου επαφή με το νερό έγινε πριν μάθω ακόμη να περπατάω. Έτσι μου έχουν πει οι γονείς μου. Μπουσούλαγα στην παραλία, έμπαινα στο νερό και δεν ήθελα να βγω. Κάθε καλοκαίρι είχαν πρόβλημα. Η μάνα μου, ως πρώην αθλήτρια και κολυμβήτρια, με έσπρωξε στην κολύμβηση. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τις πισίνες είναι εκείνος ο αγώνας που κατάφερα για πρώτη φορά να «βγάλω» όλη τη διαδρομή χωρίς να πιάσω την άκρη της πισίνας. Πρέπει να ήμουν πέντε-έξι χρονών. Δεν θυμάμαι άλλα πράγματα, αλλά θυμάμαι αυτό.
H αποτυχία είναι για μένα κάτι που πρέπει να σου συμβεί. Γιατί, μετά, είτε πεισμώνεις και προσπαθείς να το κάνεις καλύτερα ή σηκώνεσαι και φεύγεις.
- Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου ήταν το σχολείο. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Είχα μαθησιακές δυσκολίες. Τα πρώτα χρόνια πίεζα τον εαυτό μου, προσπαθούσα πραγματικά και με έπιανε το παράπονο που δεν μπορούσα να είμαι αυτός που ήθελα. Αργότερα, στο γυμνάσιο, έμαθα ότι είμαι δυσλεκτικός. Αυτή η δυσκολία με πείσμωσε. Ένιωσα ότι έπρεπε να πετύχω κάπου. Να αποδείξω στον εαυτό μου πως αφού δεν ήμουν καλός στο σχολείο, θα μπορούσα να είμαι καλός κάπου αλλού. Κάπως έτσι, ο αθλητισμός έγινε το δικό μου σχολείο. Όσα έμαθα και ό,τι έγινα τα χρωστάω στον αθλητισμό. Τα ταξίδια που έχω πάει, τις διαφορετικές κουλτούρες και τους πολιτισμούς που έχω δει από κοντά, τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τους φίλους που έχω κάνει. Ο αθλητισμός μού έμαθε την πειθαρχία, τη συνέπεια. Αυτό που είμαι ως άνθρωπος.
- Στην Κέρκυρα έκανα συστηματικά προπόνηση σε πισίνα μέχρι τα δέκα μου χρόνια. Κάποια στιγμή, η δημοτική πισίνα του νησιού έκλεισε γιατί ήθελαν να την κάνουν σκεπαστή και για τέσσερα χρόνια κολυμπούσα όπου έβρισκα: σε μικρές πισίνες ξενοδοχείων και το καλοκαίρι στη θάλασσα, όπου ο Ναυτικός Αθλητικός Όμιλος Κέρκυρας είχε φτιάξει μια κανονική πενηντάρα πισίνα μέσα στο νερό. Θυμάμαι, ένα απόγευμα, όπως κολυμπούσα, γύρισα, έκανα τούμπα και είδα ένα χταπόδι. Είπα στην προπονήτρια «συγγνώμη λίγο», πήρα το χταπόδι με το χέρι, το έβγαλα έξω και το πήρα σπίτι για φαγητό.
- Όταν ήμουν δεκάξι ξεκίνησε μια συζήτηση στο σπίτι για το αν ήθελα να προχωρήσω και να κάνω πρωταθλητισμό. Στην Κέρκυρα δεν υπήρχε τρόπος να το κάνω αυτό κι έτσι, έναν χρόνο μετά, αφού τελείωσα το σχολείο, μου δόθηκε η ευκαιρία ν' ανέβω στη Θεσσαλονίκη μαζί με το κλιμάκιο της Εθνικής Ομάδας. Έμεινα εκεί ενάμιση χρόνο. Ήταν πολύ δύσκολα. Δεν ήταν τόσο η φυγή από το σπίτι, όσο η μοναξιά. Αλλά ποτέ, ούτε μία φορά, δεν πήρα τη μάνα μου ή τον πατέρα μου για να τους πω ότι ήθελα να γυρίσω πίσω. Ήθελα τόσο πολύ να κολυμπάω και, από την άλλη, ένιωθα πως είχα ένα χρέος απέναντί τους, γιατί έδιναν τόσα χρήματα για μένα, ενώ οι ίδιοι δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα.
- Yπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν παίξει ρόλοστη ζωή και στην πορεία μου ως αθλητή. Η γυναίκα μου, που με ανέχεται, αλλά κυρίως η μάνα μου και ο προπονητής μου, ο Νίκος Γέμελος, που είναι κολλητός και κουμπάρος μου. Στον Νίκο χρωστάω πολλά. Του χρωστάω την πορεία μου. Γιατί ένας προπονητής δεν είναι μόνο για το πρόγραμμα, να σου πει «κάνε εκείνο το πεντακοσάρι ή εκείνο το χιλιάρι». Νιώθω πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου όταν μιλάω μαζί του πριν από έναν αγώνα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ αυστηρός, αλλά αυτό ήταν που με κράτησε, γιατί εγώ δεν ήξερα τίποτα τότε. Ένα παιδί ήμουν, στα είκοσι, που είχαν αρχίσει τα μυαλά του να παίρνουν αέρα. Αυστηρή ήταν και η μάνα μου – τότε, τώρα δεν είναι. Γιατί το να λες στο παιδί σου, στα δεκαεπτά του, να φύγει για να πάει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, είναι κάτι που δεν το κάνουν πολλοί γονείς. Κάθε φορά, όμως, που ήμουν μακριά και ένιωθα απογοητευμένος, την έπαιρνα τηλέφωνο για να μου πει αυτό που πάντα μου έλεγε και πάντα θα μου λέει: «You 'll always be a winner». Εννοώντας όχι ότι θα κερδίζω πάντα, αλλά ότι θα είμαι δυνατός και θα ξεπερνάω τα εμπόδια.
- Στην Αθήνα ήρθα τον Γενάρη του 1999. Κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη με ένα παλιό Uno – ίσα που δούλευε. Κουρασμένος, «κομμάτια», πήγα κατευθείαν για προπόνηση. Ο Νίκος με είχε βάλει σ' ένα ξενοδοχείο, είχε έρθει και η μητέρα μου να με βοηθήσει. Την επόμενη μέρα βγήκαμε να ψάξουμε για σπίτι και είχε χαλάσει το αμάξι. Με είχε πιάσει πανικός. Έλεγα «πώς θ' αντέξω εδώ;». Τελικά, όλα πήγαν καλά. Ο Νίκος μου βρήκε σπίτι, τακτοποιήθηκα, ταίριαξα αμέσως και με το κλίμα στον Ολυμπιακό – μέσα σε μία εβδομάδα είχα «στρώσει».
- Η σκέψη να δοκιμάσω στο οpen water ήρθε το 2004, μετά την 5η θέση στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Τότε ήμουν 24 ετών κι έβλεπα ότι οι δυνατότητές μου στην πισίνα έφταναν μέχρι ένα σημείο. Το κολύμπι αφορά περισσότερο μικρότερες ηλικίες. Δεν θα μπορούσα να είμαι ανταγωνιστικός σε υψηλό επίπεδο. Οπότε, ξεκίνησε μία συζήτηση με τον προπονητή μου. Tα επόμενα 2-3 χρόνια ήταν μεταβατικά. Πήραμε την απόφαση μόλις μάθαμε ότι θα γινόταν ολυμπιακό άθλημα και το βάπτισμα του πυρός ήρθε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μελβούρνης το 2007. Το open water είναι πολύ διαφορετικό από την πισίνα. Έχει τη σωματική επαφή, «πέφτει» ξύλο. Επηρεάζεσαι από τη θερμοκρασία του νερού, από τα ρεύματα που μπορεί ν' αλλάξουν ξαφνικά.
- Το 2012, στους Ολυμπιακούς, μετά το τέλος της κούρσας ξέσπασα. Με επηρέασαν το άγχος, η πίεση που ένιωθα τις μέρες της προετοιμασίας πριν από τον αγώνα. Δεν ήταν άσχημη η τέταρτη θέση, αλλά οι προσδοκίες που είχα από τον εαυτό μου ήταν πολύ υψηλές. Το ήθελα πολύ. Ένιωσα ότι απογοήτευσα τον προπονητή, τη γυναίκα μου, τους γονείς μου, τους συγγενείς που ήρθαν από την Αγγλία, τη γιαγιά μου που δεν βγαίνει από το σπίτι και ήρθε να με δει, τους ανθρώπους που με παρακολούθησαν από την τηλεόραση. Ο πρωταθλητισμός και οι προηγούμενες επιτυχίες δεν σε προετοιμάζουν για την αποτυχία. Κάθε φορά είναι και χειρότερα. Αλλά η αποτυχία είναι για μένα κάτι που πρέπει να σου συμβεί. Γιατί, μετά, είτε πεισμώνεις και προσπαθείς να το κάνεις καλύτερα ή σηκώνεσαι και φεύγεις. Εγώ πεισμώνω και προσπαθώ.
- Ξέρω ότι αυτό που κάνω έχει ημερομηνία λήξης. Θα έρθει η στιγμή ν' αποσυρθώ, αλλά θα έρθει από μόνη της, όταν το σώμα μου δεν θα μπορεί πια, δεν θα μπορώ κι εγώ ψυχολογικά να συνεχίσω. Είναι πολύ δύσκολο να σκέφτομαι το τέλος. Πιστεύω όμως πως θα με βοηθήσουν κάποιες μεταβατικές καταστάσεις που θα συμβούν στη ζωή μου. Αυτό που θέλω μελλοντικά, αυτό που έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, είναι να μπορέσω να μεταδώσω κι εγώ αυτό που μου δόθηκε. Με τον προπονητή μου τον Νίκο Γέμελο έχουμε φτιάξει το Swim Academy στο Ελληνικό, ένα κολυμβητήριο αποκλειστικά για μικρά παιδιά. Αυτό είναι το δικό του όνειρο κι εγώ τον ακολουθώ. Κάπως έτσι βλέπω να συνεχίζω, όταν σταματήσω το open water. Το θέλω πάρα πολύ.
- Τις μέρες που νιώθω άγχος πηγαίνω πάλι στη θάλασσα, ιδίως τον χειμώνα που δεν έχει κόσμο. Κάθομαι στην παραλία, κοιτάζω το νερό, ακούω τον ήχο που κάνουν τα κύματα και νιώθω τα προβλήματα στο κεφάλι μου να ελαφραίνουν. Δεν εξαφανίζονται, απλώς ελαφραίνουν.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2014
σχόλια