Η κυρία Φλόρα μού είπε πως απόψε έχει πανσέληνο», ψιθύρισε η Λέλα ξεφυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της. «Τι άλλο σου είπε;», τη ρώτησα. «Είπε πως οι τράπεζες δεν δίνουν πια δάνεια, ότι δεν υπάρχει ρευστότητα στην αγορά και ότι οι άνεμοι θα είναι ασθενείς έως μέτριοι», μου απάντησε η Λέλα ξεφυσώντας ένα νέο συννεφάκι καπνού. «Η κυρία Φλόρα, με το γενναίο μας φιλοδώρημα, αισθάνεται υποχρεωμένη, πέραν του πρωινού, να μας σερβίρει και το κάτι παραπάνω: την ειδησεογραφία της ημέρας και πληροφορίες για τον καιρό», αποφάνθηκα με μια ειρωνεία δυσδιάκριτη, τόσο δυσδιάκριτη που να μην την αντιλαμβάνεται η Λέλα ή, για να μη χαλάσει τη ζαχαρένια της, να προσποιείται ότι δεν την αντιλαμβάνεται. «Αλλά εσένα, είτε έχει πανσέληνο είτε όχι, τι σε νοιάζει;» ρώτησα τη Λέλα, ελπίζοντας ότι η πανσέληνος θα την παρακινούσε έστω και για μία βραδιά, την τελευταία βραδιά των διακοπών μας, να αλλάξει τις συνήθειές της, τις ολέθριες για τις θερινές διακοπές μου συνήθειες. Η Λέλα κι εγώ είχαμε επιλέξει για τις δεκαήμερες διακοπές μας τη Σίκινο, έπειτα από τις ενθουσιώδεις παραινέσεις του φίλου Δημήτρη Γραμμένου, παλαιού και τακτικού επισκέπτη και κυρίως αξιόπιστου γνώστη των κυκλαδίτικων νησιών. Έχοντας κάνει τηλεφωνικώς κράτηση σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, σωστό κόσμημα κατά την έκφραση του Δημήτρη, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και από τις φωτογραφίες που μας έδειξε, με κυριότερο πλεονέκτημα την πάνω στο κύμα ανεξάρτητη βεράντα του, εφοδιασμένοι επιπλέον με τα ονόματα των καλύτερων ψαροταβερνών και μεζεδοπωλείων, με τα ωράρια δρομολογίων των καϊκιών προς τις πιο ήσυχες και απρόσιτες αμμουδιές του νησιού, ακόμη και με τις διευθύνσεις ενός μελισσουργού που παρασκευάζει ένα σπάνιας γεύσης λαδοτύρι, αναχωρήσαμε από τον Πειραιά. Έπειτα από κάποιες ώρες ενός καλού ταξιδιού, η Λέλα κι εγώ, πανευτυχείς για τις προσδοκώμενες στιγμές του εν γενέσει έρωτά μας κι εξημμένοι, αναλογιζόμενοι τις όμορφες αποκαλύψεις που μας επιφυλάσσονταν, αποβιβαστήκαμε μέσα στη μαύρη νύχτα, στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στο λιμάνι του νησιού με την εύηχη κι αρχαία ονομασία Αλοπρόνοια. Ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου μάς περίμενε στο λιμάνι με το τρίκυκλό του, απαραίτητο για τη μεταφορά των αποσκευών μας, δεδομένου ότι η Λέλα συνοδευόταν από δύο υπερμεγέθεις και υπερπλήρεις από τις θερινές αμφιέσεις της βαλίτσες, τις οποίες, στις υπόλοιπες έως εδώ διαδρομές μας, σύντομες ευτυχώς, μετέφερα εγώ, έχοντας στην πλάτη το μοναδικό μικρό μου σακίδιο. Φόρτωσε τις βαλίτσες στο τρίκυκλο και αναχώρησε για το ξενοδοχείο, το τόσο κοντινό, που, παρά τα εξόχως ψηλοτάκουνα πέδιλα της Λέλας, μας χρειάστηκαν μόλις τρία λεπτά πεζοπορίας πριν βρεθούμε στην είσοδο. Μας παρέδωσε τα κλειδιά και ανέβασε τις βαλίτσες στη βεράντα, μπροστά στην πόρτα του ανεξάρτητου μικρού διαμερίσματός μας. «Είτε έχει πανσέληνο είτε δεν έχει, τι με νοιάζει;», ρώτησε η Λέλα απορώντας, επαναλαμβάνουσα τη δική μου ερώτηση. Eπιτέλους, σκέφτηκα. Ο πειρασμός της πανσελήνου σε μια πανέμορφη κι ερημική ακρογιαλιά θα παρακινήσει τη Λέλα, για πρώτη φορά έπειτα από εννέα ολόκληρες ημέρες εγκλεισμού στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, να κινηθεί, να μετακινηθεί, να εξέλθει, να εξέλθει στον ελεύθερο αέρα για να απολαύσει το φεγγάρι, την ύστατη, έστω, νύχτα των διακοπών μας. «Λέλα, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι», είπα με έκδηλη χαρά. «Θα απολαύσουμε μαζί το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Θα είναι το πρώτο μας αυγουστιάτικο φεγγάρι». «Και τι φεγγάρι!», συνέχισε η Λέλα κατενθουσιασμένη. «Του Αυγούστου το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει. Το φαντάζεσαι; Θα είναι το πιο μεγάλο και το πιο φωτεινό φεγγάρι της χρονιάς».
«Ας είναι καλά η κυρία Φλόρα που μας θύμισε πως απόψε έχει πανσέληνο», είπα. «Τι εννοείς;», απόρησε η Λέλα. «Εννοώ πως είμαστε σε νησί και νησί δεν είδαμε. Είμαστε από τη θάλασσα δυο βήματα και θάλασσα δεν είδαμε. Παραθυρόφυλλα σφαλισμένα, κουρτίνες κατεβασμένες. Του ήλιου και του ηλεκτρικού το φως καταργήθηκαν» είπα, σχεδόν παραπονούμενος. «Το φως των κεριών και της λάμπας πετρελαίου είναι υποβλητικό, υποβλητικότατο, ιδίως την ημέρα», απεφάνθη η Λέλα. «Ημέρα ή νύχτα; Ιδού το ερώτημα! Μήπως τόσες ημέρες σ’ αυτό το δωμάτιο γνωρίζω, ή μήπως γνωρίζεις εσύ, αν είναι ημέρα ή νύχτα;», ρώτησα με ένα ίχνος ειρωνείας. «Θέλεις, δηλαδή, να μου πεις», με διέκοψε η ευερέθιστη Λέλα, «ότι προτιμάς το νησί και τη θάλασσα από εμένα;». «Αν προτιμούσα το νησί και τη θάλασσα από εσένα, φαντάζομαι πως δεν θα είχες αντίρρηση να μου επιτρέπεις πού και πού κάποια έξοδο για να εξερευνήσω τις απαράμιλλες, όπως λέγεται, ομορφιές του νησιού ή να βρέξω για λίγο τα πόδια μου στη θάλασσα» είπα, σχεδόν απολογούμενος. «Δεν φταίω εγώ. Δεν μου ζήτησες ποτέ κάτι τέτοιο», είπε η Λέλα σχεδόν θυμωμένη. «Λέλα, έχεις δίκιο, μη θυμώνεις. Εγώ επιθυμώ να βρίσκομαι όπου βρίσκεσαι, να είμαι όπου είσαι». Oι ελπίδες μου να χαρώ την πάμφωτη νύχτα εξανεμίστηκαν. Η Λέλα ενδύθηκε τη γύμνια ενός μικροσκοπικού και δαντελένιου εσωρούχου, άναψε ένα τσιγάρο κι εγκαταστάθηκε στο κρεβάτι, στην προσφιλή στάση της. «Να ανοίξω για λίγο το παράθυρο να φύγει ο καπνός;», τη ρώτησα συνεσταλμένα. «Τρελάθηκες; Θέλεις να διώξεις τον καπνό; Τον καπνό που βγαίνει απ’ το στόμα και τα ρουθούνια μου;», με αποστόμωσε έκπληκτη και απογοητευμένη. «Έχω προσπαθήσει με τόσο ζήλο να δημιουργήσω μια τόσο όμορφη και πνιγηρή ατμόσφαιρα, έχω καπνίσει αναρίθμητα τσιγάρα για να σχηματιστεί αυτή η ομιχλώδης κάπνα, έχω βλάψει την πολύτιμη υγεία μου για να φλομώσω το δωμάτιο στον καπνό, κι εσύ θέλεις να τον διώξεις;», κατέληξε η Λέλα ξεφυσώντας τον καπνό της στα μούτρα μου. Αμίλητος, πειθήνιος και ημίγυμνος εσύρθην κι εγώ στο κρεβάτι, τον επί εννέα ολόκληρες ημέρες μόνιμο τόπο της κατοικίας μας. Και παραδόθηκα στα νύχια της. «Τι ωραία που είναι η πανσέληνος του Αυγούστου, ιδιαιτέρως σ’ ένα νησί!», είπε θαυμαστικά, σαν να αντίκριζε πραγματικά το φεγγάρι. «Νομίζεις πως είχα ανάγκη την κυρία Φλόρα να μου το θυμίσει; Εγώ την πανσέληνο τη νιώθω από μακριά, από πολύ μακριά. Την καταλαβαίνω απ’ το χλιμίντρισμά της. Επελαύνει, ορμά, ορμά κατά πάνω μου και διαλύεται μέσα στο αίμα μου. Μια φορά κάθε μήνα το παθαίνω. Δεν θα το πάθαινα σήμερα; Σήμερα που είναι του Αυγούστου η πανσέληνος; Του Αυγούστου πανσέληνος αυτή, του Αυγούστου ύαινα εγώ». Την επόμενη νύχτα το καράβι μάς πήρε, μας πήρε και μας πήγε. Στο κατάστρωμα ρεμβάζαμε τα ελάχιστα και αμυδρά φωτάκια της Αλοπρόνοιας να χάνονται σιγά σιγά. «Ήταν πανέμορφη η Σίκινος, θα μου μείνει αλησμόνητη», είπε η Λέλα, χωρίς να καταλαβαίνω αν μου μιλά σοβαρά ή αν με ειρωνεύεται. Αμήχανος, μη γνωρίζοντας τι να της απαντήσω, παρέμεινα σιωπηλός. «Ένα βράδυ να προσκαλέσεις τον Δημήτρη στο σπίτι, να μας δείξει φωτογραφίες από τη Σίκινο. Είμαι πολύ περίεργη να μάθω πού ήμασταν», είπε η Λέλα με αυθόρμητη αφέλεια. Έπειτα, για μια ακόμη φορά, διέκοψε τη βαριά και παρατεταμένη σιωπή μου. «Του χρόνου το καλοκαίρι να έρθουμε πάλι στη Σίκινο. Το αγάπησα πολύ αυτό το νησί. Να εορτάσουμε το δεύτερο αυγουστιάτικο φεγγάρι μας!».
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2012