Πρώτο, «Μες στην πολλή σκοτούρα μου» (το' πε σε δεύτερη εκτέλεση και απέδειξε –μαζί με δυο-τρεις άλλες «δεύτερες» ερμηνείες της– ακόμη πως, –κάτι πρωτόγνωρο– ναι, υπάρχει περίπτωση η δεύτερη εκτέλεση να ξεπερνάει την πρώτη, κι ας έχεις να κάνεις με τον κολοσσό Τσαουσάκη τον Πρόδρομο), δεύτερο, «Τα λιμάνια», του Τσιτσάνη κι αυτό (μ' ένα χθαμαλό εφάπαξ ξεμπέρδεψε μαζί της για τούτη την αριστοτεχνική ερμηνεία ο Μάτσας –με τέτοια ξεφτιλισμένα συμβόλαια σας αλυσόδεναν οι εταιρείες τον καιρό που δοξαστήκατε–, –«αιωνία η μνήμη του Καζαντζίδη» που τα' βαλε μαζί τους και μας σήκωσε λίγο πιο ψηλά, μου' χε πει εκείνη τη φορά στο σπίτι της τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας–, και τρίτο, «Το καλντερίμι» του Ξαρχάκου (— «Κόκκινα φανάρια» για πάντα: «Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή» του Δερβενιώτη και του Βίρβου, «Στης αμαρτίας το στρατί» του Κολοκοτρώνη, «Το παρελθόν μου το βαρύ» του Μπακάλη και της αθάνατης «Γριάς», μ' αυτά τα τραγούδια της απόλυτης ανθρώπινης συντριβής και του καθαγιασμού, παράλληλα, των παραστρατημένων γυναικών, που την λάτρεψαν όσο κανέναν άλλο τραγουδιστή κι έκαναν μεταμεσονύχτιο χαρακίρι στους καρπούς των χεριών τους όταν τα «έσκιζε» η «Πολάρα» στα μεγάλα μαγαζιά): μ' αυτά τα τρία κομμάτια της, μαστορικά παιγμένα απ' την βουρκωμένη πενιά του Καραντίνη, την αποχαιρετήσαμε το τελευταίο δειλινό του Σεπτέμβρη στα κοιμητήρια του Κόκκινου μύλου.
Ντυμένη στα λευκά, πανέμορφη κι αγέρωχη, σα να μη την άγγιξε ο θάνατος, όμως φωτισμένη από διάχυτη αριστοκρατική ταπεινότητα – αυτή ήταν η τελευταία της παράσταση μ' εμάς τους λίγους φίλους και τους θαυμαστές της συγκλονισμένους μα χωρίς να πιστεύουμε το γεγονός. «Γεια σου ζωή φαρμακερή, γεια σου ζωή μου μαύρη, στάλες είναι οι χαρές σου και βουνά οι συμφορές σου» σιγοτραγούδησα. Κι είδα εκεί που στάθηκα φρουρός στο πλάι της, σαν οπτασίες, θαρρείς, να περνούν και να την αγγίζουν στο μέτωπο οι μεγάλες απούσες, η Ρόζα και η Ρίτα, η Βέμπο και η Δανάη, η Χασκίλ και η Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα, η Σωτηρία, η Ντάλια και η Χρυσάφη, η Φλέρυ και η Βίκυ. Κι έστεκαν παραδίπλα οι συνοδοιπόροι της λαϊκοί αοιδοί, ο Στέλιος, ο Μανώλης και ο Στράτος, ο Γαβαλάς κι ο Μενιδιάτης, κι ο μάγκας ο Γρηγόρης, ο νονός της στο τραγούδι, που' γραψε, καθώς λένε, για πάρτη της «Το τρελοκόριτσο», γιατί είχε κάψει, λένε, παιδούλα, την καρδιά ενός κιθαρίστα συνεργάτη τους. «Γεννήθηκες για την καταστροφή»! Κελαηδούσαν τα μπουζούκια των μεγάλων συνθετών, που ανέδειξε αρκετά απ' τα πιο λαοφιλή τραγούδια τους : του Μάρκου και του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Χιώτη και του Ζαμπέτα (— Ποιο είναι το παράπονό σου, Πόλυ μου; — Μπαγιαντέρα, δεν τραγούδησα Μπαγιαντέρα, — Ιδού λοιπόν το μέτρο της σοφίας του ακέραιου ανθρώπου στην ωριμότητά του, του χορτασμένου και ευγνώμονος) —Α, τουλάχιστον θα' χεις την καλύτερη παρέα εκεί κάτω, ψιθύρισα στο αυτί της πρωθιέρειας του ζεϊμπέκικου.
Δεν την πολυένοιαζαν τα λεφτά. Και κυρίως η καριέρα. Αλλιώς δε θα ξεχνιόταν στην Αμερική να τραγουδάει για τους μετανάστες παρέα με τον Τατασόπουλο και τον Χιώτη, ενώ εδώ τα παιδάκια έπαιζαν στα σοκάκια τραγουδώντας τα σουξέ της.
Η Πόλυ ήταν η νεώτερη από τις κορυφαίες λαϊκές τραγουδίστριες της παλιάς φρουράς. Ανέβηκε, σαν τη Λίντα κι αυτή, δώδεκα χρονών στο πάλκο. Ψήθηκε από μικρό κοριτσάκι στο απαιτητικό μικρόφωνο (δεν είναι εύκολο –κι ας νομίζουμε– να κατακτήσεις τον ερμηνευτικό τρόπο του λαϊκού τραγουδιού) μα ήταν καθαρόαιμη λαϊκή τραγουδίστρια, γεννημένη γι' αυτό, ήταν φανερό απ' την αρχή. Μπούκαρε η Μπέλλου μ' ένα παλτό μια βραδιά στο καμαρίνι του Μπιθικώτση και τον γράπωσε απ' το γιακά : — Που τη βρήκες αυτή, ρε πούστη; Θα κάνει πάταγο. Δούλεψε δυο σεζόν με τη Νίνου, και έμαθε στο πλάι της, ζώντας παράλληλα και την τραγωδία της φθοράς της, καθώς την ανάγκαζαν υποβαζασταζόμενη να στηλώνεται στις πίστες για να βγάλει πρόγραμμα μέχρι την τελική της κατάρρευση. Είχε προβλέψει τον θρίαμβό της η Μαρίκα: «Αυτή η μικρή θα με αντικαταστήσει σύντομα, Βασίλη», είχε πει του Τσιτσάνη. Θέρισε τις πίστες της εποχής μέχρι να ενηλικιωθεί έχοντας δίπλα της φύλακα-άγγελο τη μάνα της(«για πρώτη φορά ένιωσα κενό όταν έχασα τη μάνα μου»).
Μικρή ήταν κουκλίτσα. Όμως έχουμε πλάκες γραμμοφώνου, όπου ερμηνεύει χασάπικα σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών με το ακμαίο πάθος μιας πεπειραμένης τραγουδίστριας πρώτης γραμμής. Ωριμάζοντας έγινε γυναικάρα. Πάντοτε περιποιημένη, στολισμένη, υπέρκομψη, ψυχωμένη, χωρίς περιττά τσαλίμια και καμώματα, καθιερώθηκε ως ο τύπος της λαϊκής ντίβας που ξέρει να κρατάει χαρακτήρα απ' το πάλκο και να πρωταγωνιστεί καθηλώνοντας με τον αυστηρό και περήφανο τρόπο της τα οξύθυμα αντράκια και τους φτηνοτσαμπουκάδες. Λιμπιστική βεντέτα, έγινε πρώτο όνομα στις μαρκίζες σκληροτράχηλων κέντρων διασκεδάσεως, πολιορκημένη από εκατοντάδες λιγούρικα αντρικά βλέμματα, έπρεπε να κάνει πέρα πολλούς μακαντάσηδες για κρατήσει το κύρος της, να μη δώσει δικαίωμα, να μην τρωθεί η εικόνα της. Δεν την πολυένοιαζαν τα λεφτά. Και κυρίως η καριέρα. Αλλιώς δε θα ξεχνιόταν στην Αμερική να τραγουδάει για τους μετανάστες παρέα με τον Τατασόπουλο και τον Χιώτη, ενώ εδώ τα παιδάκια έπαιζαν στα σοκάκια τραγουδώντας τα σουξέ της: «Άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χάδια σου και άλλα τα φιλιά σου».
Βάρβαρες εποχές· με το χνώτο του κανακεμένου απ' την εξουσία χωροφύλακα στο σβέρκο και την ηθικολογία να διαφημίζει την στειρότητά της με κηρύγματα στους άμβωνες, στις αίθουσες διδασκαλίας, στα αστυνομικά τμήματα και στα δικαστήρια. Μια χώρα ορθόδοξων παγανιστών έβγαινε σακατεμένη απ' την γκεσταμπίτικη κατοχή και τον αδελφοφάγο εμφύλιο, καταδικασμένη να χτίσει το προτεκτοράτο μιας ετερόφωτης ψευτοδημοκρατίας παραγεμισμένο με υποδόριες ενέσεις προτεσταντικού πουριτανισμού που τις έμπηγαν στα ψαχνά του οι πρόθυμοι εγκάθετοι της νικηφόρου ρεβανσιστικής δεξιάς. Το λαϊκό τραγούδι –μπολιασμένο με άφθονο ανατολίτικο σπαραγμό, αρκετές δόσεις μεμψιμοιρίας και μοιρολατρείας, και πολιτικής απάθειας, αλλά συναισθηματικούς κραδασμούς υψίστης εκφραστικότητος–, ανέλαβε να μιλήσει για το ήθος και το ύφος ενός σαρανταπληγιασμένου λαού που όφειλε να ευγνωμονεί τους πρώην κατακτητές του που του έκλεβαν τον αφρό της νεολαίας του κοιτάζοντάς τον στα δόντια.
«Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα» τραγούδησε το' 61 η Πόλυ μαζί με τους άλλους σπουδαίους λαϊκούς αοιδούς με προεξάρχοντα του μεταναστευτικού τραγουδιού τον συγκλονιστικό Καζαντζίδη. Τραγουδιστές χειροποίητοι, αγράμματοι ίσως, αλλά με ισχυρή αίσθηση της αξίας της γλώσσας και του χρέους απέναντι στη μούσα που τους μοίρανε με το χάρισμα να την τραγουδούν, με προφορά τέλεια, τονισμό των σημείων άψογο, δασκαλεμένοι, θαρρείς, στα άριστα των ωδείων, χροιά ο καθένας τους μοναδική και απαρόμοιαστη και φρόνημα απέναντι στο τραγούδι του λαού, όχι εντελώς ανυποψίαστοι ότι κουβαλούν με την φωνή τους αυθεντικά σπαράγματα ζωής και τα αποτυπώνουν στον δίσκο με την κυριολεκτική σημασία της παραστατικής αμεσότητας. Μ' ένα ντέρτι ανεξάντλητο να τους καίει τα σπλάχνα. «Έχω τον πόνο του αυτοδίδακτου» είχε εξομολογηθεί ο Σεφέρης.
Εκεί γύρω στα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του' 50 άρχισε το βασίλεμα του ρεμπέτικου. Στη θέση του μπήκε το διάδοχο λαϊκό τραγούδι που πατούσε στα χνάρια του προγόνου του έχοντας όμως αποσείσει αρκετό απ' το ειδικό βάρος του και έχοντας ξεπλύνει τον «λεκέ» της βαριάς μαστούρας του τεκέ, δίνοντας ταυτόχρονα θέση στην κυριαρχία του «απελευθερωμένου» μπουζουκιού. Μέχρι τις αρχές του' 70 περίπου γράφτηκε η εποποιία του λαϊκού μας τραγουδιού. Η Πόλυ ήταν η πιο «λαϊκή» ανάμεσα στις τρεις εξέχουσες της εποχής, την πιο λυγμική και ανατολίτισσα, βελούδινη και κυρίαρχη των μακαμιών Γιώτα Λύδια και την πιο σεβνταλού και νταλγκαδιασμένη, την παράφορη Καίτη Γκρέυ. Το λαϊκό τραγούδι άρχισε να χάνει την ομορφιά και το κύρος του, καθώς, μεσούσης της δικτατορίας, ευτελίστηκε στη δισκογραφία και στα πάλκα προδίδοντας την αυθεντικότητά του και παραδίδοντας τον θρόνο του –με την απόσυρση, λίγο αργότερα και των δύο κορυφαίων Καζαντζίδη και Μπιθικώτση– σ' ένα μεικτό και νόθο είδος ελαφρολαϊκοσκυλάδικης μελωδίας με τόσο αραβογενείς, όσο και μιξοευρωπαϊκές προσμίξεις που έντυνε αβασάνιστα στιχάκια.
Τότε, αν και στην καλύτερη ώρα τους, άρχισαν να σπρώχνονται στο περιθώριο και οι μεγάλες λαϊκές. Η Πόλυ τραγούδησε εκείνο τον καιρό πολλά «βαριά λαϊκά», σαν αντίδραση, θαρρείς, στην σκυλοπόπ υποκουλτούρα. Εξακολούθησε να κάνει πρόγραμμα σε μικρότερα μαγαζιά. Στην αρχή της χούντας ο Παναγούλης θέλοντας να γνωρίσει στην αγαπημένη του Φαλάτσι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι την πήγε κάποιο βράδυ σ' ένα υπόγειο στην πλατεία Βάθη, όπου τραγουδούσε η Πόλυ. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε που του πήρε δώρο ένα αμάξι. «Για να έρχομαι πιο συχνά στην Ελλάδα και να με πηγαίνεις στην Πόλυ Πάνου» του είπε. Μ' εκείνο το μοιραίο αμάξι ήταν να σκοτωθεί ο Αλέξανδρος εκείνη τη φρικτή πρωτομαγιά.
Σε ποιο βουνό, Μίκη Θεοδωράκη 1963
Νταγιαντούσε η Πόλυ στα καραβοτσακίσματα. Συνετή και μετρημένη, επέλεξε να ιδιωτεύσει από πολύ νωρίς με κάποια σπάνια διαλείμματα εμφανίσεων, αφιερωμάτων και συνεντεύξεων. Οι συρμοί, τα καμώματα των εταιρειών, η στροφή των γούστων προς άλλες μουσικά είδη, ο χρόνος που κυλάει, δε μπορούν να αγγίξουν τίποτε από το στέρεο, δωρικό και ολοκληρωμένο έργο μιας ατόφιας, υποβλητικής, επιβλητικής, εμβληματικής λαϊκής τραγουδίστριας που οι εκτελέσεις των τραγουδιών τα οποία μας αφήνει κληρονομιά αποτελούν αξεπέραστα υποδείγματα ερμηνείας : «Βρε, μοίρα, δεν κουράστηκες» του Μάρκου, «Το παρελθόν μου το βαρύ» και «Φαρμάκι και μαχαίρι» του Μπακάλη, «Της ταβέρνας το ρολόι» και «Το τέλος σου ποιο θα' ναι» του Τσιτσάνη, «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη» του Καραμπεσίνη, «Το φαρμακωμένο δάκρυ» του Λαύκα, «Τα' αδέρφια δε χωρίζουνε» του Καλδάρα, «Το καμίνι» του Παπαϊωάννου, «Σε ποιο βουνό» του Θεοδωράκη, «Αν μιλούσαν τα σύννεφα» του Μητσάκη, «Τα παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι, «Τι να την κάνεις τη ζωή» του Ξαρχάκου. Γεια σου, αδελφή Πόλυ Πάνου, αθάνατη λαϊκή θεά. Λίγοι έφτασαν να προσεγγίσουν -στο είδος του τραγουδιού που υπηρέτησαν- τις παρυφές της τελειότητος, όπως εσύ, αρχόντισσά μου, με τον ιδιαίτερο, τον καίριο και απέριττο τρόπο που πάτησες επάνω στον ζεϊμπέκικο, τον μεταπολεμικό «εθνικό-λαϊκό» μας χορό.
Το ύφος της φωνής, ο τρόπος που πατάς πάνω στις λέξεις, στις φράσεις, ακόμη κι όταν τις κόβεις στη μέση –πείραμα ριψοκίνδυνο–, η στάση απέναντι στο νόημα του στιχουργήματος -συνειδητή στάση που προϋποθέτει εξάσκηση, εξαντλητική προπόνηση, σπουδή εν τέλει, βάθος εμπειρίας και θητεία πολύχρονη, πολύμοχθη και εσωτερικό, «κρυφό» διάλογο με την ερμηνεία και την ανάλυση των σημασιών – εκτός αν όλα αυτά δεν ισχύουν, τότε όμως ισχύει κάτι άλλο, ακόμη πιο αξιοθαύμαστο: ένας φυσικός εξοπλισμός, μια στόφα από τη μήτρα της πριμοδοτημένη προς αυτή την κατεύθυνση, ένα ένστικτο σπάνιο, ρωμαλέο και μαγικό, μια «γνώση» χωρίς γνώση – σιγοντάρει παράλληλα και η σοφία που έχει κληροδοτηθεί μέσα από μια αλληλουχία άτυπων αλλά γεροχτισμένων διδαχών από γενιά σε γενιά μέσω των λαϊκών τραγουδιστών. Από τη Μαρίκα Παπαγκίκα στη Ρόζα Εσκενάζυ και τη Ρίτα Αμπατζή, έπειτα στην Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τη Στέλλα Χασκίλ, τη Μαρίκα Νίνου και τη Σωτηρία Μπέλλου, την Άννα Χρυσάφη και τη Μαίρη Λίντα στην Καίτη Γκρέυ, την Πόλυ Πάνου και τη Γιώτα Λύδια. Κληρονομιά είναι το τραγούδι κι οι γυναίκες αυτές είχαν «το αυτί» μα είχαν και τη ζωή, ήταν αυθεντικά ταλέντα δηλαδή μα είναι και το περιβάλλον, τα ιδιάζοντα στοιχεία του κοινωνικού κλίματος που σε διαμορφώνει ως καλλιτέχνη.
Στο λαϊκό τραγούδι δεν υφίσταται η μπρεχτική αποστασιοποίηση. Όταν ο Στέλιος σπαράζει με το «μάνα μου», βρίσκεται η Γεσθημανή εκεί παρούσα, ολοζώντανη και τον ακούει κι εμείς τους βλέπουμε σαν σε ταινία του σινεμά κι όταν η Πόλυ φωνάζει «κάθε ώρα για μένα θα' ναι χρόνος, θα με τρώει της ξενιτιάς ο πόνος», εκείνη την ώρα έχουμε μεταφερθεί χρόνια μετά, σ' ένα ερμητικό συναισθηματικά τοπίο, όπου η αγαπητικιά έχει λιώσει δηλητηριασμένη απ' το φαρμάκι της ξενιτεμένης στερησής του· είμαστε βυθισμένοι σε μια ατμόσφαιρα ανυπέρβλητης πεθυμιάς και αθεράπευτης νοσταλγίας, αυτό που, επίσης, οι Τούρκοι ποιητές δηλώνουν με τη λέξη «χασρέτ»(hasret) για να εκφράσει το θύμα το αποχωρισμού τον αβάσταχτο πόθο του επανιδείν προσφιλέστατο πρόσωπο. Έτσι λοιπόν ο τόνος σου, Πόλυ μου, δεν αφήνει περιθώρια για διαπραγμάτευση σε τίποτε απ' όσα λες· οι πραγματικές αξίες δεν παζαρεύονται.
Δε φαίνεται να πήρες τόσα απ' τη δασκάλα σου τη Νίνου. Ο Τσιτσάνης τη λέει «δασκάλα», «δίδασκε από κει πάνω». Η στάση της, οι κινήσεις του κορμιού, –των χεριών ιδιαίτερα– σύμφωνα πάντοτε με τη μελωδία, οι εναλλαγές στην έκφραση του προσώπου ανάλογα με το νόημα των στίχων και ο τρόπος που τόνιζε τις λέξεις δημιουργούσαν ένα θελκτικό σύνολο, που υποστηριζόταν και χρωματιζόταν έντονα από ισχυρές και επαναλαμβανόμενες εκρήξεις και πόζες ανατολίτικης τσαχπινιάς και λαγγεμάτων. Η Μαρίκα δίπλα στον Τσιτσάνη, τον Μητσάκη, τον Καπλάνη, ήταν η συμπρωταγωνίστρια που έκλεβε κυριολεκτικά την παράσταση, γιατί σκηνοθετούσε η ίδια τον εαυτό της δημιουργώντας την ατμόσφαιρα μιας υποβλητικής και πρωτοποριακής μουσικοχορογραφικής παράστασης. Με το νάζι να κυριαρχεί στους λαρυγγισμούς και την εκφραστικότητα του σώματος. «Έλα όπως είσαι, έλα, μάνα μου, όπως είσαι, έλα, όπως είσαι». Αυτό θα πει πρωτότυπος καλλιτέχνης.
Η παιχνιδιάρα Αρμένισσα –χωρίς να είναι καλλονή– μας κάνει με το τραγούδι της μαθήματα συναρπαστικής λαγνείας. Αυτή τη λαγνεία στη φωνή, σαν ερωτικό κάλεσμα, και το πλούσιο σκέρτσο στην κίνηση, όχι, αυτά δεν τα έχεις, Πόλυ μου. Είχες όμως κάτι το ολύμπιο, συνδυασμό αυτοκυριαρχίας, αυτοελέγχου, δυναμισμού και στιβαρότητας σε μια αυστηρή θηλυκή εκδοχή. Δεν φλέρταρες με το τραγούδι σου, έχοντάς το κατακτήσει, ήσουν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Και στο πάλκο και στη δισκογραφία. Ποτέ δε μ' ενόχλησε το συρτό, βαρύ («πελοποννησιακό»;) σίγμα σου που για κάποιους σου καταλογίζεται ως ψεγάδι. Για μένα είσαι η αψεγάδιαστη ερμηνεύτρια με το συρτό σίγμα σου και με όλη σου την αλφαβήτα. Μπορεί να μην έχεις την τσαχπινιά της Μαρίκας, κάτι δανείστηκες όμως απ' τη Μπέλλου, –χωρίς βέβαια καθόλου να μιμείσαι– το αναγνώρισε η ίδια, «αυτή η κοπέλα», είπε «πήρε από μένα». Το κιμπαρλίκι, είτε πρόκειται για σένα, είτε για την Σωτηρία, αυτό δεν αγοράζεται, ούτε πουλιέται, είναι φυσική δωρεά, μα χτίζεται κιόλας, είναι και στάση ζωής. Δεν ξεπούλησες την πραμάτεια σου, τίμησες τ' ονομά σου, την προίκα σου.
Η Πόλυ «διαβάζει» το λαϊκό ποίημα τραγουδώντας το, διαθέτει αφηγηματικό τάλαντο και μεταγγίζει το νόημά του με τα πλούσια μέταλλά της, με κάθε τραγούδι που λέει είναι σα να διηγείται μιαν ιστορία και να μας «φτιάχνει». Δωρική μα εκμαυλιστική, απλή όμως αριστοκρατική, μια πραγματική «λαϊκή κυρία», που γνωρίζει καλά την «τέχνη της παρέας», ενώ παραγγέλνει ευγενικά τον τόνο στον κορυφαίο των βιρτουόζων που τη συνοδεύει, τον Παπαδόπουλο : «από σολ, Κώστα μου. Έχουμε ντουζένια απόψε», και -ενώ κάνει παιχνίδι απευθυνόμενη τη στιγμή που αναλύεται σε σεκλετισμένο ταξίμι στον αγαπητό Μανώλη, το νεώτερο επιτήδειο σολίστα που συνεργάστηκε τα τελευταία χρόνια: «κλάψε, Καραντίνη, κλάψε».
Μπορεί το ποτήρι με τα παράπονα που κερνάς να προσφέρεται πάντοτε ξέχειλο αλλά η υπερβολή αυτή που συχνά μπορεί και να ξενίζει τους προκατειλημμένους ή τους αλλότριους ισορροπείται ζευγαρώνοντας με μιαν έκδηλη περηφάνια, μιαν αγέρωχη παρρησία που δε σηκώνει πολλά πολλά. «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη», ναι, φίλε μου.
“Εσένα δε σου άξιζε αγάπη,
εσένα δε σου άξιζε στοργή,
έχεις στο αίμα σου την αμαρτία,
είσαι ένα ψέμα χωρίς ψυχή.
Άμα είσαι μάγκας, «σωστός» πα να πει, –«το καλύτερο παιδί ήτανε» μου 'λεγε στην εξόδιό της η Χρύσα, η θυγατέρα του μπάρμπα Γιάννη του Παπαϊωάννου– ξέρεις να κάνεις και ωραίο καλαμπούρι. Όταν μας την έφεραν να μας ακούσει τον χειμώνα του' 97 στις «Γραμμές», Κωνσταντινουπόλεως 111, στο Βοτανικό, όπου τραγουδούσα με τη Μαριώ κι έχοντάς την απέναντί μου την έβγαλα όλη νύχτα στο μεταίχμιο τρελής χαράς και ιερού τρόμου, τελειώνοντας «πολύ σε χάρηκα», «πολύ σε χάρηκα», επανέλαβε, και, νιώθοντας την ταραχή μου, «μην κάνεις έτσι» μου είπε τρυφερά πιάνοντας με αγκαζέ και μπάζοντας με σε μια στιγμή στον κόσμο της απόλυτης εξοικείωσης, «εμείς είμαστε φίλοι», και γράφε : τηλέφωνο ........ και διεύθυνση, Βερενίκης 21, Παλιό Ψυχικό (εκεί έμενε τότε – είχε μανία ν' αλλάζει κάθε τόσο σπίτια), κι ύστερα, «πώς τα πας με την άλλη;», «περνάμε απίθανα» της λέω», «μα, φίλε μου», μου δηλώνει «με τη Μαριώ βγάζεις και ισόβια».
Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη
Την άλλη μέρα είχα εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο και θυμήθηκα ένα αγαπημένο μου θέμα : «Γυναικείες φωνές απ' τη Μεσόγειο» Άλλοτε είχα επιμεληθεί παρόμοια εκπομπή κι είχα βάλει εκπρόσωπο της Ελλάδας την εξίσου λατρεμένη μου Μπέλλου. Εκείνη τη φορά διάλεξα την Πόλυ στο εμβληματικό σουξέ του μαέστρου Δερβενιώτη «Άλλα μου λεν τα μάτια σου» σε στίχους του Μάνεση:
“Μα συ μου παίζεις θέατρο αράδα,
μια τέτοια κωμωδία δεν ξανάδα,
δεν ξέρω πια μαζί σου τι να πω μα θέλω
και δε θέλω σ' αγαπώ.
Καταπληκτικά ακούστηκε η Πόλυ ανάμεσα στην Αμάλια Ροντρίγκες απ' την Πορτογαλία, την Σαλιχά απ' την Τυνησία, τη Μίνα απ' την Ιταλία, τη Φεϊρούζ απ' το Λίβανο, την Ιμπέριο Αρτζεντίνα, απ' την Ισπανία, την Χαμιγιέτ Γιουτζεσές απ' την Τουρκία και την Ουμ Καλσούμ απ' την Αίγυπτο.
Η θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού είναι μια κιβωτός αισθημάτων, παθών, ορκισμένων φιλιών, προδοσιών, ματαιώσεων, αμαρτημάτων, στραπατσαρισμάτων, καταρρακώσεων, συνομιλιών με τον Θεό και το Πεπρωμένο, όπου δένονται με μια αλυσίδα υποθεμάτων τα μεγάλα κεφάλαια της ζωής.
Η Πόλυ τραγουδάει όλη την κλίμακα της σταδιακής εξουθένωσης του ανθρώπου που οδηγείται στις εσχατιές της τραγικότητας:
από την αγανάκτηση για τα επαναλαμβανόμενα ντέρτια
“Βρε μοίρα, δεν κουράστηκες να τυραννάς ακόμα
ένα ταλαίπωρο κορμί που το χεις κάνει πτώμα
— Βαμβακάρης «Βρε μοίρα, δεν κουράστηκες»
στην απόλυτη ταπείνωση
“Το φαρμακωμένο δάκρυ μου πλημμύρισε τα μάτια
και σα φάντασμα γυρίζω στης ζωής τα μονοπάτια
— Λαύκας «Το φαρμακωμένο δάκρυ»
κι από κει στον αποτροπιασμό, στην κατάρα ή μάλλον σε μια αμφίθυμη στάση ανάμεσα στον περιφρονητικό οίκτο και την εκδίκηση
“Μπορεί να με κατάστρεψες, εγώ όμως σε λυπάμαι,
θέλω να ζήσω για να δω το τέλος σου ποιο θα' ναι
— Τσιτσάνης «Το τέλος σου ποιο θα' ναι»
Δεν έπασχε τότε από νόημα η ζωή.
“Φαρμάκι και μαχαίρι, φαρμάκι και μαχαίρι,
φαρμάκι και μαχαίρι ενθύμιο μ' αφήνεις.
Εσύ που μου' μαθες να ζω για την αγάπη μόνο
μ' αφήνεις τώρα συντροφιά το δάκρυ και τον πόνο.
Ποτέ δεν το περίμενα απ' το δικό σου χέρι
να μου χαρίσεις στην καρδιά φαρμάκι και μαχαίρι,
φαρμάκι και μαχαίρι, φαρμάκι και μαχαίρι ενθύμιο μ' αφήνεις
Ο Μπάμπης Μπακάλης μεγαλουργεί με ένα από τα διακεκριμένα άσματα στον κατάλογο των προσφιλών «ινδοπρεπών», παρεξηγημένων λόγω των μελωδιών τους που είναι ίδιες ή παρόμοιες ή βασισμένες στην ανάπτυξη ενός γνωστού μουσικού θέματος της ινδικής, αραβικής και τουρκικής μουσικής. Εκείνη την εποχή η Πόλυ κάνει δεύτερη φωνή στο τραγούδι(πρωτότυπη δημιουργία, όχι κλεμμένη) «Θλιμμένη Ναργκίς»:
“Βασανισμένη μου Ναργκίς, που λες τραγούδια και θρηνείς,
απόψε κλάψε με καημό για τον δικό μου χωρισμό
ένα τραγούδι-ύμνο για την απόλυτη κινηματογραφική σταρ όχι μόνο ων Ινδιών αλλά σύμπαντος του ανατολικού κόσμου, λατρεμένη και στην πατρίδα μας, με πρώτη φωνή τον αγαπημένο συνεργάτη και κουμπάρο της Μανώλη Αγγελόπουλο, τον πανέμορφο τραγουδιστή, που, όταν απεδήμησε, η τουρκική «Τζουμχουριέτ» έγραψε στο πρωτοσέλιδό της : «Η Ελλάδα έχασε την φωνή των τριτοκλασάτων της».
Η Πόλυ μπαίνει στη δισκογραφία με μια «πέτρα»· «πέτρες» έλεγαν τις μεγάλες πλάκες γραμμοφώνου των 78 στροφών. Είναι ένα βαρύ τραγούδι με τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά».
“Πήρα τη στράτα, τη στράτα την κακιά,
τίποτα τώρα δε μπορεί να με κρατήσει,
η ταπείνωση με δέρνει κι η ζωή με παρασέρνει
κι η καρδιά μου σε μισεί.
Για όλα φταις μόνο εσύ.
Παρόλο που το ωραίο τραγούδι που συνθέτει ο Μπιθικώτσης σε στίχους του Τσάντα, ενός από τους κορυφαίους λαϊκούς στιχουργούς, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη επιτυχία, αναδεικνύει τις δυνατότητες της δεκατριάχρονης από την Πάτρα και προοιωνίζει το μέλλον της. Την προσέχουν. Την έχουν ήδη προσέξει από τη θητεία τα στο πάλκο, δίπλα στον Μπιθικώτση και τον Καλδάρα μα τώρα υπάρχει και το πρώτο ηχητικό επίτευγμα.
Πάνω στη φωνή της ακούμπησαν αναγκεμένοι μεροκαματιάρηδες, προδομένοι εραστές μα προπαντός οι γυναίκες. Η ερμηνευτική θέση της Πόλυς εκφράζει την ανάγκη της γυναίκας, και ιδιαίτερα της γυναίκας που βιώνει την απόρριψη του εραστή και την κατακραυγή της κοινωνίας «"Παναγία του λαϊκού τραγουδιού" με έλεγαν».
Είναι μια πιστή θεραπαινίδα της λαϊκής μουσικής, η οποία είναι ντιλετάντισσα στη δουλειά της, εκτελεί δηλαδή το έργο της με καλαίσθητη επιμέλεια και περίσσιο μεράκι. Η τεχνοτροπία της ερμηνείας της είναι χωρίς προηγούμενο, γι' αυτό θεωρήθηκε από πολλούς ότι με τη φωνή της δημιούργησε σχολή, την οποία ακολούθησαν, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, πολλές νεότερες τραγουδίστριες.
«Είμαι δύσκολη στον τρόπο μου. Η ιδιομορφία και το ξεχωριστό που δίνεις είναι στο διαφορετικό χρώμα, στα ιδιαίτερα γυρίσματα που θα κάνεις, εκεί είναι η δυσκολία και η πρωτοτυπία, αν θέλεις. Στο τραγούδι κάτι που καθιερώνεις σαν ύφος δε μπορεί να γίνει αλλουνού, ούτε με δάνειο, ούτε με μίμηση» δηλώνει. Και : «Η μίμηση δεν επιτρέπεται. Όποιος μιμείται πάει στο σεντούκι». «Δούλευα πιο πολύ με τα μάτια και το μετέδιδα αυτό που πίστευα, αυτό που τραγουδούσα».
— Σ' αρέσει η Πόλυ Πάνου, ρε; Ρωτάω κάποιο γνωστό.
Πόλυ Πάνου ίσον λαϊκό τραγούδι.
— Ασ' τα αυτά, γιατί σ' αρέσει, πες μου.
Γιατί μ' αρέσει; Γιατί τραγουδάει σέρτικα.
Από το σινεμά κι από φωτογραφίες εφημερίδων και περιοδικών της δεκαετίας του' 60 είναι φανερό το ωραίο γούστο της με τα περιποιημένα συνολάκια, κυρίως τουαλέτες, ραμμένα για τις εμφανίσεις της. Κάθε παράσταση και διαφορετικό φόρεμα, ποτέ το ίδιο. — Δεν έχω ούτε μια τουαλέτα να σου δώσω για ενθύμιο. Έρχονταν κοπελίτσες φτωχές και μου ζητούσαν. Διάλεξε, κορίτσι μου, έλεγα, ό, τι θέλεις απ' τη ντουλάπα.
Τραγούδησε σε δεύτερη εκτέλεση ένα από τα αριστουργήματα του Τσιτσάνη, το «Φτώχια που με κουρέλιασες», με μια ερμηνεία τουλάχιστον ισοδύναμου κύρους και υψηλής ερμηνευτικής απόδοσης μ' εκείνη την υπέροχη πρώτη της Νίνου.
Φτώχεια που με κουρέλιασες
Ο σωστός τραγουδιστής –όπως αντίστοιχα και οι μουσικοί– αφοσιώνεται από το πάλκο στη δουλειά του με απόλυτη σοβαρότητα, συνέπεια και αυτοσυγκέντρωση, έχοντας πάντοτε υπ' όψιν ότι απευθύνεται όχι στον εαυτό του αλλά σε άλλους, είναι το κεντρικό πρόσωπο μιας τελετής, όπως ο ιεροψάλτης από το αναλόγιο αναγιγνώσκει τα ιερά βιβλία και ψάλλει με σκοπό να επιτείνει την κατάνυξη του εκκλησιάσματος. Ερμηνευτικό ταλέντο απαιτείται για την ολοκλήρωση της τέχνης και του ενός και του άλλου. Η ερμηνεία του τραγουδιού είναι μια τελετουργία που διέπεται από παραδεδομένους άγραφους κανόνες απαράβατους. Ο ερμηνευτής βυθίζεται στην εμπέδωση και την εμβάθυνση του νοήματος του τραγουδιού και, ενώ οφείλει να έχει κατακτήσει την τέχνη του, πρέπει να δηλώνει παράλληλα τα κρυφά και τα άδηλα, αυτά που κρύβονται ή, σε μια δεύτερη ανάγνωση, αποκαλύπτονται. Να' χει στο νου του αυτό που λέει ο Ρίτσος: «Ο λόγος σημαίνεται από κείνα που θα' χε ν' αποσιωπήσει».
“Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία,
κράτα με σφιχτά στα δυο σου χέρια,
μη μου βάζεις μες στο στήθος μου μαχαίρια
Τόσες πίκρες η ζωή μ' έχει ποτίσει
μα ποιο χέρι θα βρεθεί να με κρατήσει,
δώσε μου κουράγιο πια να ζήσω
και το δρόμο τον καλό ν' ακολουθήσω.
Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία,
σώσε με απ' την καταστροφή μου,
κάνε κάτι να γλυτώσω τη ζωή μου.
Ο λαϊκός τραγουδιστής είναι ταγός του λαού, ο συνθέτης, αρχιερέας της παράδοσης (ως συνεχιστής και ανανεωτής της), άρα μέγας μύστης της φυλής, και ο λαϊκός στιχουργός ποιητής-προφήτης.
«Δεν είναι στιχουργός αυτός», λέει η Πόλυ με σιγουριά και θαυμασμό για τον Βίρβο, «αυτός είναι ποιητής, μέγας ποιητής· δεν γράφεται έτσι εύκολα «Η αμαρτωλή». «Γράψε εκατό ποιήματα και συλλογές», μου καταθέτει ο εξαίρετος ποιητής Μάρκος Μέσκος, «αλλά μπορείς να γράψεις μια στροφή όπως το "Δυο πόρτες έχει η ζωή" της Ευτυχίας; Και μόνο αυτό να μας έδινε η "Γριά" φτάνει».
Στα βαριά ζεϊμπέκικα είσαι –πώς να το κάνουμε– αξεπέραστη. Πώς γίνεται όμως και στα πιο βουρκωμένα σου η φωνή σου να μην τσαλακώνεται;
Τον Οκτώβριο του 1953 –ακριβώς δηλαδή στο κλείσιμο των δεκατριών χρόνων της, απίστευτο κι όμως αληθινό– ηχογραφεί[1] το πρώτο της τραγούδι στην His Master' s voice· είναι το βαρύ χασάπικο «Πήρα τη στράτα την κακιά» του Μπιθικώτση σε στίχους του Τσάντα, ενώ δεύτερη φωνή της κάνει ο Σταύρος Πλέσσας. Τον πιστό της φίλο, σπουδαίο κιθαρίστα Μάριο Κώστογλου, που της κάνει τα καλύτερα σεγόντα, θα τον γνωρίσει πολύ αργότερα, «μόνο ο Μάριος σα δεύτερη φωνή μπορούσε να με πιάσει» παραδέχεται.
Σκηνικό του '78: Έξι φιλαράκια που υπηρετούν στο τάγμα προκαλύψεως στη Μόρια Λέσβου –εκεί που τελούνται καθημερινώς σήμερα προσφυγικές τραγωδίες–, «βρωμοποδαράδες» με φανταρίστικα και μπερέ, γλεντούν στο ταβερνάκι της κυρα-Αντωνίας, σκαρφαλωμένο στα ψηλώματα της Μυτιλήνης. Το τζουκ μποξ τα είχε δώσει όλα, το Σαββατόβραδο είχε φτάσει στην απογείωσή του, δυο φανταράκια έριχναν ζεϊμπεκιές αγγελόφτερες. Σιμώνει η ώρα που πρέπει να φορτωθούμε στις «καναδέζες» για να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο. Ξαφνικά, ενώ καληνυχτίζουμε τις τελευταίες παρέες ακούγεται εκείνο το απίστευτο τραγούδι του Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Πόλυς να κελαηδάει καταγγελτικά:
“Έι, σείς οι δυνατοί της γης, εσείς που κυβερνάτε,
το χρήμα που μαζεύετε γιατί το σπαταλάτε;
Τα βάλατε με το Θεό και σαν τρελοί ζητάτε
στον ήλιο, στο διάστημα και στ' άστρα για να πάτε.
Αντί να κατορθώσετε σ' αυτή την οικουμένη
να μην υπάρχουν άρρωστοι, φτωχοί και πεινασμένοι
τα βάλατε με το Θεό και σαν τρελοί ζητάτε
στον ήλιο, στο διάστημα και στ' άστρα για να πάτε.
Δώστε στην εργατιά λεφτά, να πάρουνε τρακτέρια,
να μην οργώνει πια τη γη ο κόσμος με τα χέρια.
Κάψτε τα διαστημόπλοια, τους πύραυλους ξηλώστε
κι απ' του πολέμου την οργή τον κόσμο να γλυτώστε.
Δεν είναι ρυθμός που χορεύεται. Ωστόσο εμείς συνεπαρμένοι από τον τόνο διαμαρτυρίας αυτού του παράδοξου σουρεαλκομμουνιστικού τραγουδιού, βγάζουμε τ' άρβυλα, σπάμε κάμποσα ποτήρια και τα τσαλαπατάμε με γυμνά πέλματα χοροπηδώντας γρήγορα σαν τους αναστενάρηδες στο κρεσέντο του χοροδράματός τους φωνάζοντας δυνατά «γεια σου Πόλυ Πάνου». Ούτε θυμάμαι πια πως καταφέραμε και γυρίσαμε πίσω.
Η «σκυλοποίηση» του λαϊκού τραγουδιού –τι φταίνε τα καημένα τα ζωντανά– συνοδεύτηκε από επιδειξιομανίες και εξαλλοσύνες εύκολου και συγκαλυμμένου από το νόμο πλουτισμού, που οδήγησε σταδιακά το πράγμα στα μη περαιτέρω. Έχω δει το' 90 στο «Νεσέ», ένα μαγαζί στο Αρναούτκϊοι της Πόλης, Αρμένηδες μεγαλεμπόρους να βγάζουν τις γραβάτες τους και να τις καίνε σχηματίζοντας έναν κύκλο και στη μέση να πετούν τη χαρτούρα τους μαζί μ' ένα αναμμένο σπίρτο, ενώ η τραγουδίστρια, η Σουκράν χανούμ, τραγουδώντας ατζαμίδικα το «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου» του Μητσάκη, τους επευφημούσε ουρλιάζοντας «κι άλλο, κι άλλο». Από μας τα ξεσήκωσαν σίγουρα τέτοια χούγια. Σ' ένα καψουρομάγαζο στον τσιγγανομαχαλά του Φοίνικα Θεσσαλονίκης όπου τραγουδούσε η Μπέλλου ένα χάραμα του' 92 κουβάλησαν με φορτηγά νιπτήρες και λαβομάνα και τα έσπαγαν με σφυριά. Το τραγελαφικό τοιούτων καταντημάτων απέδωσε παραστατικότατα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ως σενάριο στο φινάλε της ταινίας «Όλα είναι δρόμος» που σκηνοθέτησε εκπληκτικά για το σινεμά ο Παντελής Βούλγαρης μ' έναν αριστοτεχνικό Γιώργο Αρμένη στο ρόλο του νεόπλουτου αρχοντοχωριάτη που τα καίει όλα.
Όλα είναι δρόμος Βιετνάμ
Το λαϊκό τραγούδι δε θέλει απλώς θιασώτες και θαυμαστές, αφοσιωμένους αγαπητικούς θέλει, εθελοντές μουτζαχεντίν, για να σταθεί ξανά στα πόδια του, καθώς βάλλεται πανταχόθεν.
Η θλιβερή αγγελία της εξόδου της Πόλυς Πάνου από τη ζωή συμπίπτει ακριβώς με την ανακοίνωση της απόφασης από την κυβέρνηση για την δίωξη και σύλληψη μελών της «Χρυσής αυγής» που χαρακτηρίζεται συμμορία εγκληματιών. Ίσως η σύμπτωση αυτή να έβαλε την είδηση του θανάτου της σε δεύτερο πλάνο και γι' αυτό να μην έγιναν αναφορές και αφιερώματα ανάλογα της αξίας της. Αλλά πώς να εξηγηθεί η απουσία απ' την κηδεία της των περισσότερων καλλιτεχνών και μάλιστα απ' αυτούς που είχε βοηθήσει ή των νεώτερων λαϊκών ή λαϊκότροπων τραγουδιστριών που όφειλαν ήδη εν ζωή να την είχαν πλησιάσει και να είχαν μαθητεύσει δίπλα της;
Το τραγούδι που σου έγραψα – σε μελωδία και στίχους δικούς μου και το τραγούδησα στο δίσκο μου «Το κελί» με τη συνοδεία της Μαρίας Φωτίου.
Από την Πάτρα στην Αθήνα (Πόλυ Πάνου)
“Από την Πάτρα στην Αθήνα
-κορίτσι δώδεκα χρονώ-
γυρνάει στα στέκια τα πιο φίνα
να διώξει πέρα τον καημό.
Φωνή βαθιά και περηφάνια
στο τελευταίο το σκαλί
κι ο Μπιθικώτσης ο μπερμπάντης
της στρώνει πρώτος το χαλί.
Έχει φωνή κατιφεδένια
και βεργολυγερό κορμί,
έχει και την τιμή της έννοια
και στην ψυχή φωτιά κι ορμή.
Από την Πάτρα στην Αθήνα
-κορίτσι δώδεκα χρονώ-
γυρνάει στα ζόρικα τα στέκια
και κάνει γλύκα το λυγμό.
Γλυκές φελάχες του Τσιτσάνη,
του Βίρβου η Αμαρτωλή,
δεν έχει τέλος το ταξίμι
και η σκοτούρα η πολλή.
Το δαχτυλίδι του Μητσάκη,
του Δερβενιώτη το φιλί,
δεν έχει τέλος το τραγούδι
και το ξενύχτι ανταμοιβή.
Από την Πάτρα στην Αθήνα,
στη Σαλονίκη έναν καιρό,
δεν έχει τέλος το ταξίδι,
ούτε το πάθος λυτρωμό.
Κοροβίνης Θωμάς - Φωτίου Μαρία - «Πόλυ Πάνου»
— Να κάνουμε ένα βιβλίο, Πόλυ μου.
Γιατί αυτά που κουβεντιάζουμε δεν είναι βιβλίο;
— Ένα μεγάλο βιβλίο. Μπορεί να το πούμε «Μια βραδιά στην Πόλυ Πάνου». Έχω στο νου μου, βρε παιδί μου, το τραγούδι εκείνο που γράφτηκε για σένα, «Πάμε σε κέντρα κοσμικά»...
Το τραγουδάει δυνατά με όλη της την ψυχή:
“Πάμε σε κέντρα κοσμικά και σε κουτούκια,
στην Πόλυ Πάνου για ν' ακούσουμε μπουζούκια,
πάμε στου «Τζίμυ του Χοντρού» και στου «Κεφάλα»,
στου «Μαργωμένου» κι από κει στη «Μαντουβάλα».
— Ναι, αυτό το τραγούδι για μένα γράφτηκε, όποιος το άκουγε, τον έφτιαχνε, δεν υπήρχε περίπτωση. Ένα βιβλίο είναι κι αυτό το τραγούδι.
Τώρα ξέρω γιατί δεν ήθελες κι ας επέμενα. Είχε γράψει πολλά και διαφορετικά ωραία βιβλία με τις ερμηνείες σου. Το νιώθω πάντοτε όταν παίρνω ένα δισκάκι σου, το ίδιο πάντοτε, και το βάζω να παίζει ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα στο Θερμαϊκό πίσω απ' τα φορτηγά του λιμανιού, καθώς ακούγεσαι να σπαράζεις:
“Χαράματα και δειλινά κλαίει η καρδιά μου και πονά,
ένα πρωί χαράματα έφυγες μακριά μου
και μου' μειναν τα κλάματα κι ο πόνος συντροφιά μου.
Και τώρα μες στην ερημιά ψάχνω να βρω παρηγοριά,
είμαι ένα έρημο πουλί μες στο κλουβί κλεισμένο
και μόνη μου παρηγοριά εσένα να προσμένω.
Γύρνα, αγάπη μου γλυκιά, για να γλυτώσω απ' τη σκλαβιά.
Του χωρισμού τη μαχαιριά τη νιώθω μέσα στην καρδιά,
ο χωρισμός σα δίκοπο μαχαίρι με καρφώνει
κι όσο δεν έρχεσαι κι αργείς τα στήθια μου ματώνει.
Χαράματα και δειλινά κλαίει η καρδιά μου και πονά.
[1] Σύνταξη δισκογραφίας της Πόλυς Πάνου από τον Αντώνη Κόντο, περιοδικό «λαϊκό τραγούδι», τεύχος 10, Δεκέμβριος 2004, εξώφυλλο φωτογραφία της Πόλυς, κεντρικός τίτλος Πόλυ Πάνου: Ραντεβού με μια λαϊκή θεά – Συνέντευξη στον Θωμά Κοροβίνη
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 27.9.2016