Η «Πλατεία Ηρώων» («Heldenplatz») αποτελεί το κύκνειο άσμα του σπουδαίου Αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ, ο οποίος πέθανε τον Φεβρουάριο του 1989 σε ηλικία 58 μόλις ετών. Το έργο είχε παρουσιαστεί λίγους μήνες πριν στο Burgtheater της Βιέννης, αναστατώνοντας το κοινό της πρεμιέρας με τη σφοδρότητα και την οξεία κριτική που ασκούσε στην αυστριακή κοινωνία για την αντισημιτική στάση που κράτησε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ προκάλεσε και την μήνι του Προέδρου της χώρας και πρώην γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλντχαϊμ. Ήταν σαν να είχε φτύσει κατάμουτρα τους συμπατριώτες του, για τους οποίους έτσι κι αλλιώς ο Μπέρνχαρντ δεν έτρεφε καμία εκτίμηση. Το απέδειξε με την απαίτησή του, μετά τον θάνατό του, τα έργα του να μην παιχτούν και τα βιβλία του να μην εκδοθούν στην Αυστρία.
Η «Πλατεία Ηρώων», η πνευματική του διαθήκη, αποτελεί, παρ' όλα αυτά, ένα δημοφιλές έργο διεθνώς. Σύντομα θα ανέβει στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής σε μετάφραση Έρις Κύργια και σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, με μια εξαιρετική διανομή. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη λίγο πριν από την αθηναϊκή του πρεμιέρα.
Είναι λες και ο Μπέρνχαρντ ασκεί κριτική στον εαυτό του. Λέει ότι οι συγγραφείς δεν μπορούν να περιγράψουν την πραγματικότητα. Είναι τόσο άσχημη, που είναι αδύνατον να περιγραφεί. Ότι οι κάλπικες βρομιές που γράφουν ναι μεν μιλάνε για τη φρίκη, αλλά η φρίκη δεν μπορεί να αποδοθεί. Κι ότι ούτε ο ίδιος μπορεί να το κάνει.
— Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο καθηγητής Σούστερ, είναι ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ;
Απολύτως. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, όπως ότι ήθελε να γνωστοποιηθεί ο θάνατός του μία εβδομάδα αφού θα είχε συμβεί. Εκτός από τη διαθήκη, οι ομοιότητες εντοπίζονται και στον χαρακτήρα τους.
— Ο Σούστερ όμως αυτοκτονεί...
Αλλά είναι τρομερά παρών ως φάντασμα. Δεν υπάρχει πρόσωπο μέσα στο έργο που να μην τον αναπαράγει. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μία μέρα, παρακολουθούμε διαφορετικές φάσεις της μέρας της κηδείας του. Αρχικά εμφανίζονται η οικονόμος του και μια νεότερη υπηρέτρια. Ακολουθούν οι δυο του κόρες και ο αδελφός του, ενώ στο δείπνο έρχονται η γυναίκα του με τον γιο του, που έχουν αργήσει, κι ένας καθηγητής. Πρόκειται για οκτώ πρόσωπα που αναπαράγουν συνεχώς τον Σούστερ. Είναι το πρώτο έργο όπου κάποιος είναι τόσο παρών, χωρίς να είναι πάνω στη σκηνή. Ως απόλυτος άνθρωπος, έχει επιβάλει σε όλους τις πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής του. Π.χ. έπειτα από χρόνια στην Οξφόρδη, επέμεινε για την επιστροφή της οικογένειάς του στη Βιέννη, από όπου είχαν εκδιωχθεί το 1938, όταν η Αυστρία προσαρτήθηκε στο 3ο Ράιχ.
— Επιβλητική προσωπικότητα, στην οποία κανένας δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση.
Είναι όλοι τους «ακυρωμένοι». Όντας διάσημος καθηγητής Μαθηματικών –αν και πάντα έλεγαν ότι είναι πιο πολύ της φιλοσοφίας, όπως και ο πατέρας του, αλλά και ο αδελφός του–, του γίνεται μια πρόταση από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου και επιστρέφουν το 1968. Επιμένει να μείνουν σε ένα σπίτι που βλέπει στην πλατεία Ηρώων, όπου είχε μιλήσει ο Χίτλερ και 20.000 Αυστριακοί τον αποθέωσαν, ζητωκραυγάζοντας. Από την πρώτη μέρα που εγκαθίστανται σε αυτό το σπίτι, η σύζυγος βιώνει μετατραυματικό σοκ, συνεχίζει να ακούει τα πλήθη να ζητωκραυγάζουν. Παρ' όλα αυτά, ο Σούστερ δεν θέλει να φύγουν από το συγκεκριμένο διαμέρισμα, σαν να θέλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να το λύσει.
— Πρόκειται για μια επιστροφή στην πρώτη του νιότη ή για μια συμβολική επιλογή που του θυμίζει το έγκλημα;
Λέγεται διαρκώς ότι ήθελε να επιστρέψει στη μουσική και στα παιδικά του χρόνια. Αλλά επειδή δεν είχε μείνει τίποτε από όλα αυτά, η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη. Το ότι επιμένει να μένει εκεί με το πρόσχημα ότι είναι κοντά στο πανεπιστήμιο, τη στιγμή που η γυναίκα του παθαίνει κρίσεις, τελικά τη στέλνουν στην επαρχία όπου την πηγαίνουν συνεχώς σε μια συγκεκριμένη ψυχιατρική κλινική για ηλεκτροσόκ, κάτι δείχνει. Το πιο περίεργο είναι ότι ενώ, όπως μαθαίνουμε μέσα από τις διηγήσεις των προσώπων, ο Σούστερ ήταν απόλυτα οξυδερκής και ευαίσθητος, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν στους οικείους τους ήταν τρομερά βίαιος, απολυταρχικός και συγκεντρωτικός.
— Το ότι είναι στρυφνός και τυραννικός δεν είναι χαρακτηριστικό ενός σημαντικού αριθμού Κεντροευρωπαίων;
Ναι! Είναι απόλυτος όσον αφορά τη λιτότητα και την ακρίβεια, και ενώ το πολεμάει όλο αυτό, καταλήγει στη βία και στην τοξικότητα, στοιχεία στα οποία έχει εθιστεί και μεταδίδει. Όσο λείπει, το περιβάλλον βρίσκεται στο απόλυτο κενό.
— Ο Μπέρνχαρντ δικαιώνει τον Σούστερ;
Όχι. Διαρκώς αμφιταλαντεύεται. Τη στιγμή που φαίνεται να υπερασπίζεται αυτό τον ήρωα, αναδεικνύει όλη του την τερατωδία. Ο Σούστερ, συνεπώς και ο ίδιος, επιτίθεται στους Αυστριακούς και στο υπόβαθρό τους. Απλώς, όλα τα πρόσωπα του έργου εμφανίζονται φέροντας την ακρίβεια, την αυστηρότητα και τη σκληρότητα στη ζωή και στη σκέψη τους, όπως ίσως και οι κάτοικοι της Κεντρικής Ευρώπης. Βεβαίως, η περίπτωση του Σούστερ φαίνεται εξεζητημένη ακόμα και γι' αυτό. Έχει ενδιαφέρον το ότι ενώ στην πρώτη σκηνή νομίζεις ότι τα έχεις καταλάβει όλα, υπάρχει ένα θέμα που ο συγγραφέας διαρκώς κυκλώνει και μόνο στο τέλος καταλαβαίνεις πού το πάει. Το έργο ξεκινάει με την οικονόμο, το πιο κοντινό του πρόσωπο, το δημιούργημά του, θα μπορούσαμε να πούμε. Την έχει εκπαιδεύσει σε όλα σχεδόν, από το σιδέρωμα, που γι' αυτόν είναι από τις υψηλότερες τέχνες, μέχρι τον Σπινόζα και τον Ντεκάρτ – είναι η μόνη με την οποία μιλάει για φιλοσοφία. Οι αρχές του και όλα όσα τη δίδαξε την έχουν διαμορφώσει. Η γυναίκα έχει ζήσει βάσει αυτού του μοντέλου και όλη τη βία που έχει υποστεί από αυτόν, την ασκεί στη νεότερη υπηρέτρια. Αυτό είναι ένα τρομερά ενδιαφέρον σύμπλεγμα.
— Εννοείς αυτήν τη σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου.
Ακριβώς. Ούτως ή άλλως αυτή η σχέση γενικεύεται, αφού τους επέβαλε να ζουν τη βαρβαρότητα των Αυστριακών. Ο ίδιος λέει ότι το 1988 η βία είναι χειρότερη απ' ό,τι το '38 και ότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι πολύ περισσότερο ναζιστές. Οι κόρες του έχουν ζήσει με τον απόλυτο τρόμο, π.χ. δεν έπαιξαν ποτέ στον δρόμο με άλλα παιδιά, και τώρα που έχει φύγει βρίσκονται στο κενό. Η μία είναι τελείως βουβό πρόσωπο, σκύβει το κεφάλι σαν να μην έχει ζωή, σαν να έχει συρρικνωθεί και να μην μπορεί να μιλήσει. Η άλλη κόρη σχεδόν τον μιμείται, δεν ξέρεις ποια είναι τα δικά της λόγια και ποια τα δικά του. Βέβαια, τώρα που ο πατέρας της έχει πεθάνει, λέει ότι ήταν επικίνδυνος για την οικογένειά του. Γενικά, βλέπεις ένα παζλ από τη συναρμολόγηση του οποίου τελικά αποκαλύπτεται ένα άλλο πρόσωπο.
— Αν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει ταύτιση με τον Μπέρνχαρντ, πρόκειται για ένα είδος αυτοκριτικής;
Βέβαια, κάνει αυτοκριτική. Ο αδελφός, που θεωρείται επίσης πολύ οξυδερκής άνθρωπος και κατηγορείται ως απαθής, ως βολεψάκιας, ότι έχει πάει στην επαρχία για να μη βιώνει άσχημες καταστάσεις, από τη στιγμή που ανοίγει το στόμα του, βγάζει έναν οχετό που είναι τουλάχιστον ισάξιος ή και χειρότερος από τον ήρωα. Τον κατακρίνει, λέγοντας ότι το να πέφτεις από το παράθυρο δεν αποτελεί λύση.
— Απομυθοποιεί, δηλαδή, τον Σούστερ;
Παλεύει μεταξύ της απομυθοποίησης και του ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το φάντασμα. Είναι λες και ο Μπέρνχαρντ ασκεί κριτική στον εαυτό του. Λέει ότι οι συγγραφείς δεν μπορούν να περιγράψουν την πραγματικότητα. Είναι τόσο άσχημη, που είναι αδύνατον να περιγραφεί. Ότι οι κάλπικες βρομιές που γράφουν ναι μεν μιλάνε για τη φρίκη, αλλά η φρίκη δεν μπορεί να αποδοθεί. Κι ότι ούτε ο ίδιος μπορεί να το κάνει. Μετά λέει ότι όταν το θεατρικό έργο έχει θέμα τον θάνατο είναι πάντα αποτυχημένο. Διαρκώς υπάρχουν αιχμές που αφορούν και τον ίδιο.
Ο Μπέρνχαρντ εξαντλεί όλη του την αυστηρότητα και μοιάζει να ξεχνάει να ζήσει. Στερεί οποιαδήποτε ελπίδα από τους ανθρώπους;
Αυτό το θέτει ως προβληματισμό. Λέει ότι σε αυτή την πόλη, όποιος βλέπει καθαρά, πρέπει να είναι συνέχεια σε αμόκ – αυτό θα μπορούσαμε να το πούμε και για τη δική μας πραγματικότητα, αν βγεις έξω και δεις ένα-δυο πράγματα μπορεί να καταρρεύσεις. Την ίδια στιγμή, τα παιδιά, με αφορμή το ότι στον αδελφό του καθηγητή άρεσαν οι απολαύσεις, λένε, σαν να υπερασπίζονται τον πατέρα τους, ότι ο ίδιος δεν απόλαυσε ποτέ τίποτα. Αυτό, όμως, αναιρείται αμέσως. Ο Μπέρνχαρντ είναι αρκετά ώριμος για να ξέρει ότι υπάρχει κι άλλη επιλογή. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σφαιρικό και βατό έργο του. Το χαρακτηρίζει η απόλυτη ακρότητα και η εκζήτηση. Ο Μπέρνχαρντ τον βάζει να αυτοκτονεί και φωτίζει συγχρόνως όλα του τα τρωτά σημεία.
— Γιατί αυτοκτονεί;
Η κατάσταση της γυναίκας του χειροτερεύει, κι έτσι αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Οξφόρδη. Κι ενώ το σπίτι έχει πουληθεί, ανακαινίζεται, οι βαλίτσες είναι έτοιμες και η καθημερινότητα κυλάει σύμφωνα με τις συνήθειές του, εντελώς αιφνίδια πέφτει από το παράθυρο που βλέπει στην Πλατεία Ηρώων. Στα 70 του πια, ενώ έχει ζήσει τόσα πράγματα. Βέβαια, λέει ότι η μουσική και οι συγγραφείς δεν τον βοηθούν πια να δραπετεύει από τις φρικαλεότητες: «Δεν καταλαβαίνω τα σημεία των καιρών». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου που έγραφε και φυσικά μένει στη μέση. Ο αδελφός του μεταφέρει τα λόγια του: «Περπατώ στην οδό Mariahilfer Straße, ψάχνω την Mariahilfer Straße, είμαι στη Mariahilfer Straße και δεν τη βρίσκω». Ήταν τα τελευταία του λόγια, σαν να είχε φτάσει στο μη περαιτέρω. Ότι, δηλαδή, βγαίνει στην πόλη και δεν έχει καμιά επιθυμία ή ελπίδα, αλλά ούτε το σθένος να το παλέψει.
— Όταν ξεκίνησες να ασχολείσαι με το έργο, ποιοι ήταν οι γρίφοι που κλήθηκες να λύσεις;
Στην αρχή, σου φαίνεται πολύ απλό. Αλλά καθώς επαναλαμβάνονται συνεχώς οι λέξεις, οι τόποι, οι αναφορές, από διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά, το νόημα μετατοπίζεται. Με κάθε επανάληψη, ο συγγραφέας οργανώνει διαφορετικά το υλικό του, αλλάζοντας την αίσθηση του έργου. Αυτές είναι λεπτομέρειες που για να τις δεις, πρέπει να διεισδύσεις πολύ βαθιά μέσα στο ίδιο κείμενο. Μόνο έτσι θα καταλάβεις πού θέλει να φτάσει.
— Αυτήν τη φορά δεν έχεις να καθοδηγείς ένα σύνολο, αλλά αυτόνομους πρωταγωνιστές.
Το γεγονός ότι κατά κύριο λόγο έχω να κάνω με ηθοποιούς με τους οποίους δεν είχα ξανασυνεργαστεί μου προκάλεσε τρομερή ανανέωση. Είναι σαν να σου τίθεται εκ νέου το ερώτημα «τι με ενδιαφέρει εμένα εδώ, από θεατρικής άποψης;». Πώς χειρίζομαι κάποιον που δεν ξέρω καθόλου; Ήταν η πιο ομαλή και ήρεμη συνεργασία που είχα και το χάρηκα πολύ.
— Ο Σούστερ σου θυμίζει κάπως την απαιτητική και τελειοθηρική μορφή του Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος είχε παίξει Μπέρνχαρντ στην ίδια ακριβώς σκηνή;
Τόλμησα δειλά να το πω σε μια πρόβα και μου απάντησαν «εννοείται!». Δεν γινόταν να μη μου περάσει απ' το μυαλό, από τις δικές μου αναγωγές και το ελάχιστο που πρόλαβα να τον γνωρίσω.
— Σου θυμίζουν όλα όσα λέγονται, που είναι γραμμένα σχεδόν 30 χρόνια πριν, τη σημερινή εποχή;
Νομίζω ότι αυτό το έργο αφορά και εμάς και οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό κράτος. Υπάρχει, βέβαια, το πιο ειδικό θέμα «Αυστρία - Εβραίοι».
— Το οποίο χειρίζεται ένας συγγραφέας που δεν είναι Εβραίος. Σαν να νιώθει τόσο περιθωριοποιημένος από την αυστριακή κοινωνία, όσο και ένας Εβραίος την εποχή του ναζισμού.
Ακριβώς. Και μόνο το γεγονός ότι το έγραψε κάποιος που δεν ήταν Εβραίος κάνει το έργο επίκαιρο. Δεν το έγραψε για να μιλήσει για την τραγωδία του τότε αλλά για μια κοινωνία που σε αποξενώνει γιατί είναι απάνθρωπη.
Info:
Πλατεία Ηρώων
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, 210 8217877
01/02 έως 09/04