Στην Αρλέτα στεγάστηκαν οι μελαγχολικές στιγμές των νέων με προέλευση από τις μεσαίες τάξεις, των σπουδαγμένων. Ο μουσικός της τόπος δεν υπήρξε ποτέ λαϊκός και μαζικός, με την έννοια που πήραν αυτές οι λέξεις μετά το '74. Ένας κόσμος – κυρίως γυναίκες – ήξεραν κάποια τραγούδια της και σφύριζαν τις μελωδίες της. Με το μπαρ το ναυάγιο έφτασε σε περισσότερα αυτιά, επειδή η δεκαετία του '80 υποδέχτηκε καλύτερα από άλλες, την «μικροαστική μελαγχολία» ως μια πηγή παράδοξης και γόνιμης κοινωνικότητας. Ήταν και αυτή η ιστορία του νέου κύματος που έφερνε συγκίνηση γιατί πήγε να φανερώσει ένα χαμηλότονο, αισθαντικό μοντέρνο.
Αλλά ο τόνος ήταν πιο χαμηλός απ' όσο ζητούσε η ανάγκη για επική έγερση, για αισθηματικό ξόδεμα, για απλή εκτόνωση. Ήταν μια τραγουδοποιϊα που απαιτούσε ησυχία, σιωπές και περισσότερη αυτοσυγκράτηση από αυτούς που περίμεναν το σόλο της κιθάρας ή του μπουζουκιού.
Η Αρλέτα ήταν τελικά το ημερολόγιο όπου κάποιο κορίτσι καταγράφει τα συναισθήματά του με την αίσθηση πως δεν θα την καταλάβουν ποτέ. Τελικά, θα το καταλάβαιναν και θα το αγαπούσαν περισσότεροι από όσους θα φανταζόταν η ίδια.