Πέντε ερωτικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και μια αναλυτική μελέτη των αινιγματικών και αντισυμβατικών αφηγημάτων του «άγιου των γραμμάτων μας» για τον έρωτα, παρουσιάζει η νέα έκδοση Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον... Διηγήματα Ερωτικά / Αγγέλα Καστρινάκη: Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη στη σειρά «Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Η Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης διευθύνει τη λογοτεχνική αυτή σειρά, όπου κείμενα σημαντικών Ελλήνων πεζογράφων μαζί με νέες προσεγγίσεις μελετητών του έργου τους ουσιαστικά εκδίδονται μαζί, δυο βιβλία σε ένα. Εδώ, τα παπαδιαμαντικά διηγήματα «Ολόγυρα στη λίμνη» (1892), «Η νοσταλγός» (1894), «Έρως-ήρως» (1897), «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακολύτρια» (1900) διαβάζονται αυτούσια για την απολαυστικά στιλιζαρισμένη καθαρευουσιάνικη γλώσσα, τον εκμυστηρευτικό τόνο τους, τον ποιητικό ρυθμό, τις φυσιοδιφικές, εικονοποιητικές περιγραφές τους, τη λεπτή ειρωνεία και το ανατρεπτικό τέλος τους.
Αναλύοντας ένα προς ένα τα πέντε διηγήματα, η Καστρινάκη θα φτάσει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο Παπαδιαμάντης ανοίγει τις πύλες σε ένα κόσμο συμβόλων, πλάθοντας τις ιστορίες του με τέτοιο τρόπο ώστε ο έρωτας των σύγχρονων ανθρώπων να ανάγεται σε αρχετυπικές μήτρες.
Έπεται η κειμενική ανάλυση της Καστρινάκη, η οποία αποκρυπτογραφεί σε βάθος τα μοτίβα και τα σύμβολα, ερμηνεύοντας ποικιλοτρόπως τις εκδοχές του έρωτα στον Παπαδιαμάντη, όπως η καταβύθιση στο πάθος που γιατρεύεται ή δεν γιατρεύεται, η απάρνηση ή η εξιδανίκευση του έρωτα, ο σωτήριος γάμος-φάρμακο κατά της μοναξιάς.
Αναλύοντας ένα προς ένα τα πέντε διηγήματα, η Καστρινάκη θα φτάσει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο Παπαδιαμάντης ανοίγει τις πύλες σε ένα κόσμο συμβόλων, πλάθοντας τις ιστορίες του με τέτοιο τρόπο ώστε ο έρωτας των σύγχρονων ανθρώπων να ανάγεται σε αρχετυπικές μήτρες, είτε στις ιουδαιοχριστιανικές (ο Αδάμ και η Εύα, ο Παράδεισος, ο Χριστός, ο Αϊ-Γιώργης, ο δράκος-διάβολος), είτε στις αρχαιοελληνικές (η Αφροδίτη και ο Έρωτας, η Εκάτη). Ταυτόχρονα, δίπλα στα αρχετυπικά πρόσωπα, έρχονται τα σύμβολα από τον φυσικό κόσμο, όπως η θάλασσα, η σελήνη, η σπηλιά, ο σκύλος, η κατσίκα, η καμπάνα, η ελιά ή ο βορινός άνεμος.
Συμβολικές επίσης είναι ορισμένες κινήσεις και καταστάσεις, όπως η καταβύθιση στο υγρό στοιχείο με το οποίο ο συγγραφέας έχει εμμονή, καθώς ισοδυναμεί με την αμαρτία ή τον ίδιο το θάνατο. Η εκκλησιαστική παιδεία του Παπαδιαμάντη τον είχε εξοικειώσει με τους συμβολισμούς, τις αλληγορίες και την ιεροφάνεια (η παρέμβαση του θείου στον κόσμο μέσω μιας ιερής μορφής). Και όπως όλοι οι συμβολιστές συγγραφείς, ο Παπαδιαμάντης οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα διανοητικό κυνήγι θησαυρού, μέσα από γοητευτικές αν και απόκρυφες καταστάσεις.
Στο «Ολόγυρα στη λίμνη» η Πολύμνια, κρυφός πόθος του νεαρού Χριστοδουλή, φίλου του αφηγητή, είναι ο τύπος της σαγινεύτριας που ανάγεται στην Εύα ή την Πάνδημο Αφροδίτη. Για τον Παπαδιαμάντη, η Πο-λύμνι-α είναι η ίδια η θολή και βαλτώδης λίμνη, όπου «οι καλαμώνες σειόμενοι υπό του ανέμου ύψωναν τους ασθενείς καυλούς των δύο οργυιάς υπέρ το κύμα» (σελ.16) ολόγυρά της. Οι καυλοί (σημασία εδώ καθαρά φυτολογική: μίσχος ή μικρή ράβδος) όπως και ο Χριστοδουλής που είναι σαν «τελευταίον απομεινάριον αρχαίας θεότητος λιμναίας και υδροβίου [...], διαφυγόν την προσοχήν του χριστιανικού κόσμου» (σελ.49-50), υποκλίνονται στην κυρά των νερών ή νεράιδα, φιγούρα επίφοβη και επικίνδυνη ταυτιζόμενη με την υδάτινη φύση της.
Ο αφηγητής, γοητευμένος κι εκείνος από τη νεάνιδα, παραμένει ένας μελαγχολικός παρατηρητής της θελκτικής ηρωίδας μέσα στη βάρκα και του ερωτοχτυπημένου φίλου του που θα πέσει στη λίμνη για να τη σώσει. Η ιστορία αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του «παπαδιαμαντικού σκεπτικισμού», καθώς ο συγγραφέας τελειώνει την αφήγησή του με τη διαπίστωση ότι δεν ενηλικιώνεται κανείς «χωρίς ν’αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’απατηθή» (σελ.52). Με άλλα λόγια, αν ο έρωτας δεν είναι ένας, μοναδικός και ακατάλυτος, αλλά μόνο ένα καπρίτσιο, τότε δεν αξίζει ν’αναλωθεί κανείς σε συναισθήματα τυχαία και ευκαιριακά.
Το ίδιο φαίνεται να προβληματίζει τον Παπαδιαμάντη και στην ιστορία «Όνειρο στο κύμα», όπου ο όμορφος νέος βοσκός χάνει την αθωότητα του αφού γοητευτεί από τη γυμνή Μοσχούλα, την οποία παρακολουθεί να κολυμπά στη θάλασσα, χωρίς εκείνη να το έχει αντιληφθεί. Όταν κινδυνεύει η νεαρή κολυμβήτρια, ο βοσκός βουτάει να τη σώσει. Αν και αποκρύβεται δεξιοτεχνικά, μέσω του αφηγητή που παρομοιάζει τον εαυτό του με σκύλο δεμένο σε κοντό σκοινί, ο Παπαδιαμάντης υπαινίσσεται ότι οι δύο νέοι υποκύπτουν στον πειρασμό της περιέργειας για τη σαρκική επαφή, χωρίς όμως τον πνευματικό, εξιδανικευμένο έρωτα που εξανθρωπίζει και ταυτόχρονα θεώνει. Επομένως, το συμβολικό σκηνικό του προπατορικού αμαρτήματος όπου η μάταιη γήινη ομορφιά οδηγεί στον ναρκισσιστικό έρωτα ή στο αμάρτημα της αυτολατρίας γίνεται η βάση του διηγήματος αυτού.
Στο «Έρως-ήρως» δοκιμάζεται η αυτοκυριαρχία του τρελαμένου από έρωτα νεαρού ναύτη Γιωργή όταν μοιραία η αγαπημένη του Αρχόντω παντρεύεται κάποιον άλλον. Παρακολουθούμε την εσωτερική, «αμλετική» πάλη με τις σκέψεις του: να αναποδογυρίσει τη βάρκα με πλήρωμα το νιόπαντρο ζευγάρι και την πεθερά, καθώς τους μεταφέρει στον τόπο του γαμπρού ή όχι; Τελικά, υπερνικά τη σκοτεινή του φύση, όταν εμφανίζεται σε όραμα η μορφή της μητέρας του που τον αποτρέπει να κάνει κακό. Ξανά το σκηνικό της δράσης είναι η θάλασσα, το υγρό στοιχείο, που συμβολίζει το χαμό. Ο Γιωργής πλέοντας στα «ύδατα της αβύσσου» (Γένεση), ως άλλος αϊ-Γιώργης δρακοντοκτόνος σκοτώνει τον δράκο-Πειρασμό εντός του, σώζωντας έτσι την Αρχόντω-αρχοντοπούλα, όπως στο μύθο.
Στην αινιγματική «Φαρμακολύτρια» ο μεσήλικος αφηγητής είναι στον υπέρτατο βαθμό κατειλημμένος από το πάθος, το οποίο χαρακτηρίζει «ύπουλον», «ερπετόν» και «δολερόν». Παρόλα αυτά ταλαντεύεται: να προσπαθήσει να ξεπεράσει το πάθος του ή όχι; Να γιατρευτεί ή να συνεχίσει να καίγεται; Αντιπαραβάλλονται στο διήγημα ξεκάθαρα δυο κόσμοι που συμβολίζουν την ενδόμυχη διαμάχη του αφηγητή. Από τη μια μεριά η σελήνη-Εκάτη Φαρμακίδα της οποίας ο ναός βρίσκεται στο ίδιο σημείο με της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Άρα, ο χριστιανικός ναός γειτνιάζει με έναν ναό της αρχαίας θρησκείας, της «προ του Προμηθέως εποχής».
Ο αφηγητής σπεύδει να ζητήσει λύση από τα μάγια του έρωτα. Είναι νύχτα, ανατέλλει σχεδόν πανσέληνος πίσω από το λόφο και είναι σαν να βάζει φωτιά σε ένα δέντρο: «η Εκάτη, αφήσασα το δένδρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα» (σελ.161). Η μεταφυσική παρουσία της καταστροφικής σελήνης-Εκάτης, της μάγισσας, συμβολίζεται ως ολέθρια φωτιά, την ολέθρια φωτιά του έρωτα που αφήνει πίσω του αποκαϊδια. Στο ναό της χριστιανής Φαρμακολύτριας θα καταφύγει ο ερωτοκτυπημένος και μετά από έναν ύπνο στο στασίδι, χωρίς όνειρα, θα έχει την ενδόμυχη επαφή με το θείο από το βάθος της συνείδησής του, μια φωνή που μοιάζει με χρησμό να ψιθυρίζει: «Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου...». Και αισθάνεται «αγρίαν χαράν» (σελ. 171) γιατί κατά βάθος δεν ήθελε να λυθούν τα μάγια του έρωτα. Το εωσφορικό ανάστημα που ορθώνει εδώ ο αφηγητής είναι άλλη μια έμμεση αναφορά σε έναν έρωτα διαρκή και παθιασμένο, προτιμότερο από μια άνευρη, συμβατική ζωή.
Το διήγημα «Η νοσταλγός» περιγράφει μια νυχτερινή, θαλασσινή περιπέτεια υπό το σεληνόφως μέσα από την οποία ο Παπαδιαμάντης πραγματεύεται το θέμα του έγγαμου βίου. Πώς είναι ο έρωτας μεταξύ συζύγων; Οι πρωταγωνιστές είναι τρεις: η ονειροπαρμένη, τρυφερή, τίμια και πανέμορφη Λιαλιώ, ο Μαθιός, άπραγος, συνεσταλμένος και περιπαθής, ο μπαρμπα-Μοναχάκης, γραφικός, με τη βράκα και το φέσι του και την εγωκεντρική ρουτίνα της ζωής του. Ο μπαρμπα-Μοναχάκης, εικοσιπέντε χρόνια μεγαλύτερος της Λιαλιώς, την παντρεύεται και τη φέρνει στο δικό του χωριό μακριά από τον τόπο και τους οικείους της. Η Λιαλιώ νοσταλγεί την «πατρίδα πέρα» και μπαίνει σε μια βαρκούλα για να τραβήξει κατά κει μαζί με τον Μαθιό, επτά χρόνια μικρότερό της, κρυφά ερωτευμένο, αλλά με την ικανότητα της αυτοσυγκράτησης. Ο μπαρμπα-Μοναχάκης μαθαίνει ότι το έχει σκάσει η Λιαλιώ με τον νέο και αποφασίζει να τους κυνηγήσει.
Η ιστορία παραδόξως αναδεικνύει τη δυναμική πλευρά του συζύγου που απαντά στην πρόκληση με τόλμη και μέσα από τη δοκιμασία καταλαβαίνει και μεταμορφώνεται. Η Λιαλιώ είναι μια κόρη που τη βαραίνει μεγάλη μοναξιά. «Μ’αφήνει πάντα μοναχή μου» παραπονιέται στον Μαθιό για τον άντρα της που περνάει όλον τον καιρό στους καφενέδες, αφού σχολάσει από τη δουλειά. Οι δύο νέοι μπαίνουν στον πειρασμό να ξεκινήσουν ένα ειδύλλιο πάνω στη βαρκούλα. Όμως, πάλι το χθόνιο υγρό στοιχείο αντιπαλεύεται, καθώς συμβολικά υψώνουν κατάρτι «σταυροειδώς» με δύο κουπιά και ένα από τα ρούχα της κοπέλας, πλέοντας έτσι πάνω σε ένα είδος ιερού σκάφους. Ο πειρασμός αποτρέπεται, ενώ ο μπαρμπα-Μοναχάκης αναζητά με αγωνία τη γυναίκα του, παρόλο που τη γνώριζε από μωρό και ήξερε ότι είναι τίμια, μόνον ολίγον τρελοκόριτσο και θεληματική: «την είχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα και γυναίκα, και την είχε μελετήσει καλώς και ήξευρεν ότι, υπέρ πάσαν άλλην γυναίκα, έζη με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της» (σελ.88).
Θεληματική και μάγισσα τη θεωρεί και ο Μαθιός, καθώς η Λιαλιώ, με μαθηματική ακρίβεια προβλέπει την πορεία του πλεούμενου του ανδρός της που τους καταδιώκει. Η Λιαλιώ και ο Μαθιός καταφέρνουν να πατήσουν ξηρά και τότε ο μπαρμπα-Μοναχάκης τους προλαβαίνει. Στην απόφαση της Λιαλιώς να συνεχίσει τον ανηφορικό δρόμο προς το χωριό της και να μη γυρίσει πίσω, ο μπαρμπα-Μοναχάκης προτείνει στη Λιαλιώ να τη συνοδεύσει στην πορεία της («μήπως κακοπαθήσεις στο δρόμο μοναχή σου, αγάπη μου»). Στην ανάλυσή της η Καστρινάκη παρατηρεί με συγκινητικό τρόπο ότι «ο σύζυγος που παραμελούσε τη γυναίκα του κατάλαβε επιτέλους, χάρη σε αυτήν την περιπέτεια, ότι έπρεπε να σμίξει τη δική του μοναξιά (ο «Μοναχάκης») με τη δική της[...] ώστε να πορευτούν από κοινού στον ανηφορικό δρόμο της ζωής, για την «πατρίδα πέρα». Ο γάμος, ως ανακούφιση της μοναξιάς, ως μοίρασμα της νοσταλγίας, ως άμβλυνση της κακοπάθειας»(σελ.224).
Η μελέτη του «ερωτικού» Παπαδιαμάντη αίρει ερωτήματα σε σχέση με την αυτοβιογραφική πτυχή των παθιασμένων και πολλές φορές στο όριο, αισθησιακών κειμένων του πεζογράφου. Ήταν ένας κοσμοκαλόγερος τελικά ο Παπαδιαμάντης; Το μυστήριο παραμένει.