Έχουμε εδώ έναν θρίαμβο του στερεότυπου: τo θέμα δεν είναι να εκπλήσσεις, να διασκεδάζεις ή να πρωτοτυπείς (βασική επιδίωξη κάθε συγγραφέα), αλλά να επανέρχεσαι αδιάκοπα στο ίδιο τυποποιημένο ζήτημα, στις ίδιες χλιαρές φλυαρίες, στις ίδιες κακοπαιγμένες σκηνές του μαρτυρίου και της εξιλέωσης. Αυτή η υπνωτιστική, σχεδόν ευχάριστη επανάληψη είναι η βαθύτερη ουσία της λογοτεχνίας τύπου Άρλεκιν: τίποτα δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, τίποτα δεν είναι απροσδόκητο σε ενοχλητικό βαθμό, τίποτα δεν ξεπερνάει το ανεκτό και γνώριμο όριο των αισθηματικών προκαταλήψεων του μέσου ανθρώπου: η αναγνώστρια παραμένει ασφαλής μέσα στον ακίνητο, ελαφρά θλιμμένο κόσμο που της προσφέρουν με τόση επιμονή, ώστε να νομίζει πως η ίδια τον έχει διαλέξει. Φαίνεται πως οι ψυχαναλυτές το έχουν διατυπώσει σωστά: η επανάληψη γεννάει τη θερμοκρασία μιας κάποιας ηδονής, την ήπια απόλαυση τού να ζεις ανενόχλητος και απομονωμένος στo κέντρο ενός παγωμένου κόσμου. Από την άποψη της ψυχολογίας του διαβάσματος, η ρυθμισμένη ρουτίνα της επανάληψης διώχνει, κατά κύριο λόγο, τον φόβο-εκείνου-που-δεν-περιμένουμε, θεμελιώνει μια ανακουφιστική σχέση, κάτι σαν ανακωχή, ανάμεσα στο Υποκείμενο και στις Ψευδαισθήσεις του. Εδώ, το να νιώθεις ασφαλής δεν έχει να κάνει ούτε με την εκπλήρωση της επιθυμίας, ούτε με τα υπολείμματα μιας επίγνωσης: είναι απλούστατα η προέκταση του να πλήττεις.
Αυτή η υπνωτιστική, σχεδόν ευχάριστη επανάληψη είναι η βαθύτερη ουσία της λογοτεχνίας τύπου Άρλεκιν: τίποτα δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, τίποτα δεν είναι απροσδόκητο σε ενοχλητικό βαθμό, τίποτα δεν ξεπερνάει το ανεκτό και γνώριμο όριο των αισθηματικών προκαταλήψεων του μέσου ανθρώπου
Οι συνθήκες της πλήξης είναι πραγματικά το ιδανικό περιβάλλον για να αποσπάσει κανείς την εύνοια της Μοίρας (η Μοίρα: το αιώνιο, ανεξάντλητο θέμα της μικροαστικής λογοτεχνίας), που μπορεί βέβαια να υπακούει για λίγο στα δικά της καπρίτσια, αλλά τελικά υποχωρεί και μας χαμογελάει. Καθώς προσπαθεί να περικλείσει αυτό το μοιραίο στοιχείο σ’ ένα κατανοητό σχήμα, η λογοτεχνία τύπου Άρλεκιν καταφεύγει σε μια πιστή απομίμηση του συναισθηματικού κόσμου εκείνων που τη διαβάζουν. Οι μικροαστές του «Ταχυδρόμου της καρδιάς» και του «Τι να κάνετε για να τον κατακτήσετε» γνωρίζουν καλά την υπεροχή της λογοτεχνίας απέναντι στην πραγματικότητα, ξέρουν με δυο λόγια ότι γραμμένη η Μοίρα δεν τις προδίδει ποτέ. Δεν έχει καμιά σημασία αν είναι κομμώτριες, νοικοκυρές ή μαθήτριες. Εκείνος θα κάνει, αργά ή γρήγορα, την εμφάνισή του, γιατί στη λογοτεχνία Άρλεκιν (όπως και στις στήλες του «Cosmopolitan) δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Η ιστορία είναι επίσης εκ των προτέρων γνωστή: όσες ατυχίες κι αν μεσολαβήσουν, όσες δυσκολίες κι αν παρουσιαστούν, το τέλος αποτελεί ένα καθησυχαστικό δεδομένο. Η ανάλωση ενός νέου Άρλεκιν κάθε βδομάδα έχει για τη μικροαστή αναγνώστρια τη σημασία μιας επιβεβαίωσης τού ότι και η πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι η παραλλαγή ενός γνωστού στερεότυπου. Παρόλο που οι ψυχολόγοι την θεωρούν συχνά σαν την ουσία του ζητήματος, η φαντασιωτική συνάντηση με τον πρίγκιπα του παραμυθιού έρχεται μάλλον σε δεύτερη μοίρα. Σημασία έχει εδώ η ικανοποίηση μιας ανάγκης, η εκπλήρωση των όρων μιας αναμονής-εκ-του-ασφαλούς· η ονειροπόληση είναι μόνον ένα αβρό συμπλήρωμα.
Στα Άρλεκιν, βέβαια, η Μοίρα παίζει παιγνίδια· της παραχωρούν αυτό το μέτριο δικαίωμα σε αντάλλαγμα τού ότι την αναγκάζουν να συμφωνήσει στο τέλος κάθε αφήγησης με τις επιθυμίες της μικροαστικής ψυχοσύνθεσης. Έτσι (αυτή η χειραγωγημένη Μοίρα), εκφράζεται πάντα στη γλώσσα της παρεξήγησης ‒ η παρεξήγηση είναι εδώ αυτό το συντονισμένο ελατήριο που βοηθάει τη Μοίρα να ανταποκρίνεται ανέντιμα στις πιο βουβές, στις λιγότερο αληθινές απ’ τις πράξεις. Δεν πρόκειται για τη μεγάλη, περίτεχνη, κωμική παρεξήγηση του θεάτρου ή του ψυχολογικού μυθιστορήματος, αλλά για κείνη την επιφανειακή, απελπιστικά ανούσια περιπλοκή αιτιών και αποτελεσμάτων που αποτελεί για το καθημερινό όραμα της ζωής της μικροαστής ένα είδος δηλητηρίου-σε-μικρές-δόσεις, ένα είδος καυσίμου. Αυτός είναι ο εφιάλτης (και μαζί η παρηγοριά) της μικροαστής· η παρεξήγηση λύνει και δένει: ουσιαστικά χρησιμοποιείται για να δοθεί στο τιποτένιο νόημα των συνηθειών της μικροαστής ένα κάποιο τραγικό και μεγαλοπρεπές λούστρο. «Έτσι, μέσω της παρεξήγησης, υφαίνονται σιγά σιγά, γύρω από μια ανόητα κοινότοπη ιστορία, οι ανάλαφρες επισημάνσεις και οι άπειρες πτυχές του μισόφωτου μιας αληθινής πλεκτάνης απ’ αυτές που δονούσαν σιωπηλά τα παρασκήνια της ιδιωτικής ζωής των Μεδίκων, ενώ στην πραγματικότητα, καθώς ξέρουμε όλοι, πρόκειται απλώς για το συνεσταλμένο πάθος μιας ιδιαιτέρας για τον Ωραίο Προϊστάμενό της. Στο σύμπαν των αισθηματικών υποθέσεων, η παρεξήγηση αποτελεί τον θεμελιώδη φόβο (και μαζί τη διαρκή ελπίδα) της μικροαστής: «μήπως με θέλει και δεν το δείχνει;» ή «μήπως απομακρύνεται επειδή πιστεύει πως εγώ δεν τον θέλω;». Στη συνέχεια οι πιο περίπλοκες μορφές αυτών των διλημμάτων αναλαμβάνουν να μας προσφέρουν τα στοιχεία μιας αφήγησης: «με είδε μ’ έναν άλλο· τώρα θα πρέπει να του εξηγήσω πως ήταν απλώς ένας παλιός φίλος». Δύσκολη δουλειά! Το σωστό, εδώ, είναι να πολεμάει κανείς τον αντίπαλο με τα ίδια όπλα. Η παρεξήγηση λύνεται τις περισσότερες φορές με μια άλλη παρεξήγηση, εξίσου μαγική, που μπορεί να φθείρει την πρώτη. Επιπλέον, όλα τα επιφανειακά ψεγάδια της προσωπικότητας του ήρωα επιστρατεύονται, κατά κάποιον τρόπο, για να τονίσουν την αργοπορημένη αποτελεσματικότητα των αρετών της. Μπορεί να σας περιφρονεί,αλλά ‒για προσέχτε‒ αυτό δεν είναι παρά το ελάχιστο στριφνό ίχνος μιας ευγενικής ντροπαλότητας. Μπορεί να είναι ανίκανος σε πρακτικά θέματα, αλλά αυτό δεν είναι παρά η απόδειξη πως πρόκειται για ένα «μεγάλο παιδί», για ένα πλάσμα προσηλωμένο στις υποθέσεις της συναισθηματικής αναζήτησης και της φαντασίας. Μπορεί να σας απατά, αλλά αυτό δεν μοιάζει τελικά να είναι παρά ο σταθμός μιας προσωρινής περιπλάνησης, της οποίας εσείς θ’ αποτελέσετε το ευχάριστο και οριστικό τέλος.
Αυτή η εξαιρετικά τυποποιημένη ψυχολογική συνταγή, στην οποία, καθώς φαίνεται, οι συγγραφείς των αισθηματικών μυθιστορημάτων υπακούουν τυφλά, αποτελεί προφανώς τη βασική προϋπόθεση ώστε όλα τα Άρλεκιν, όλα τα Νόρα κι όλα τα συναφή προϊόντα ν’ αποτελούν, με τρόπο πραγματικά θαυμαστό, το βιβλίο, το ένα και μοναδικό βιβλίο Των Περιπετειών Της Μικροαστικής Αλλοτρίωσης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το βαθύτερο νόημα, δηλαδή η μυστική χρησιμότητα αυτής της λογοτεχνίας, δεν είναι το να θέλεις να διαβάζεις κάτι ευχάριστο (όπως πιστεύουν οι περισσότεροι), είναι το να αποδιώχνεις γενικά την ιδέα του διαβάσματος σαν κάτι τo απειλητικό, είναι το να παραμένεις υπνωτισμένος μέσα στο κέλυφος της προκατάληψης ότι δεν έχει σημασία αυτό που διαβάζεις γιατί το ξέρεις ήδη, είναι, με δυο λόγια, το να μη θέλεις να διαβάζεις τίποτα. Τέτοια αποδεικνύεται άλλωστε και η φύση της μικροαστικής συνείδησης, αυτής που γεννάει τους κάθε είδους πνευματικούς φασισμούς: θέλει ν’ αρνείται τυφλά οτιδήποτε απειλεί ν’ αλλάξει τον κόσμο (η λογοτεχνία είναι ένα απ’ αυτά) και ταυτόχρονα να καθησυχάζεται με το να υιοθετεί μια κατάχρηση σε βάρος του ποιοτικού. Η μικροαστή αναγνώστρια δεν δέχεται να διαβάσει κάτι καινούριο: σε αντιστάθμισμα όμως καταδικάζεται να διαβάσει το παλιό άπειρες φορές. Η ίδια περίπου ιστορία, κάθε βδομάδα, οι ίδιες αβέβαιες, ανιαρές, αξιοθρήνητες, υποχονδριακές συγκρούσεις, οι ίδιες αφελείς περιπλοκές, το ίδιο ελεεινό αλλά ευχάριστο τέλος, όλ’ αυτά συμπυκνώνουν ευδιάκριτα την απόλυτη πίστη της στην καθημερινά επαναλαμβανόμενη τελετουργία του νοικοκυριού για το οποίο την προετοίμασαν. Η ρουτίνα ελέγχει τώρα το τεράστιο αποχετευτικό δίκτυο των ελπίδων και των ψευδαισθήσεων της μικροαστικής «καρδιάς». Όχι, το Άρλεκιν δεν είναι μόνον ένα κακό ανάγνωσμα, είναι κάτι περισσότερο· είναι ο τρόπος με τον οποίο ο μικροαστός απολιθώνει τον κόσμο που κάπως καθυστερημένα του ανέθεσαν να περιγράψει.
________
Το άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση, δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 100 του περιοδικού «Διαβάζω» τον Αύγουστο του 1984. Ψηφιοποιείται πρώτη φορά.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 23.8.2017