«Τη στιγμή που σκέφτηκα το σενάριο της "Φθινοπωρινής Σονάτας" είχα ήδη καταλήξει στις δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες». Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δεν εξήγησε ποτέ γιατί θεώρησε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τη Λιβ Ούλμαν προϋπόθεση για να φτιάξει την ταινία του.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70, αυτοεξόριστος στη Γερμανία λόγω των περιπετειών του με τη σουηδική εφορία, αποφασίζει να γυρίσει ένα δράμα δωματίου που ξεκινά με ένα πρελούδιο του Σοπέν και καταλήγει σε σφαγή. Η Σαρλότ, μια πιανίστα διεθνούς φήμης, με ζωή πέρα από κάθε οικογενειακή δέσμευση, επισκέπτεται έπειτα από χρόνια την κόρη της Εύα (η οποία ζει με τον πάστορα σύζυγό της Βίκτωρα) και αναζητά επιβεβαίωση και συναισθηματική κάλυψη από το ταπεινωμένο κορίτσι.
Όχι, δεν πρόκειται για μια ακόμα αναμέτρηση μάνας και κόρης αλλά για έναν φαύλο κύκλο απόδοσης ευθυνών με τη σφραγίδα και την ψυχαναλυτική ερμηνεία του Μπέργκμαν. Κυρίως, όμως, η «Φθινοπωρινή Σονάτα» υπήρξε η μία και μοναδική συνάντηση των δύο συνονόματων γιγάντων του σκανδιναβικού σινεμά.
Μέχρι να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, οι δύο Μπέργκμαν βρήκαν τον τρόπο να παραδοθούν ο ένας στον άλλον. Η σχέση τους είχε αιχμές, αλλά όχι πια σφοδρές συγκρούσεις, λιγότερες δηλητηριώδεις ατάκες και περισσότερα πειράγματα. Είχαν εξασφαλίσει τον σεβασμό αλλά δεν πέρασαν ποτέ στις διαχύσεις.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχε την ευφυΐα να δώσει τον ρόλο της μητέρας σε μια γυναίκα με σπάνια ερμηνευτική στόφα, που κομμάτιαζε φιλοδοξίες και υποχρεώσεις προκειμένου να νιώθει ελεύθερη, που εν τέλει είχε σατανικά πολλά κοινά με την πρωταγωνίστριά του (μην ξεχνάμε ότι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, εγκαταλείποντας τον Αμερικανό σύζυγό της για χάρη του Ρ. Ροσελίνι, έκανε χρόνια να δει την κόρη από τον πρώτο της γάμο).
Αλλά δεν είχε την υπομονή ή την ψυχραιμία να ανεχτεί την αδιαπραγμάτευτη αυτοδιάθεσή της. Οι δύο Μπέργκμαν φίλοι δεν έγιναν ποτέ. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν σχεδόν εκρηκτική. Η Λιβ Ούλμαν (που υποδύθηκε την κόρη που ζητάει επιβεβαίωση) σε συνεντεύξεις έχει παραδεχτεί ότι καθόταν οκλαδόν και χάζευε τη Σουηδή ηθοποιό με τις ώρες, προσπαθώντας να ακούσει όσα ο Ίνγκμαρ τη ρωτούσε («ο μόνος που τολμούσε να της κάνει ερωτήσεις») αλλά και κρυφοκοιτάζοντας την οργή του: «Απειλούσε διαρκώς ότι θα ακυρώσει την ταινία, αλλά τελικά δεν το έκανε ποτέ» είχε πει.
Η συνεργασία τους αποδείχτηκε εφιαλτική από το πρώτο λεπτό που συναντήθηκαν με το υπόλοιπο καστ για τις αρχικές αναγνώσεις. Στην αυτοβιογραφία του «Ο μαγικός φανός» (εκδόσεις Ποταμός) ο Σουηδός σκηνοθέτης δεν κρύβει πόσο ανυπόφορη του φάνηκε η ανυπάκουη Ίνγκριντ.
«Είχε ήδη προβάρει τα λόγια της μπροστά στον καθρέφτη και είχε αποφασίσει πώς θα ήταν. Ήταν πραγματικό σοκ. Με έπιασε πονοκέφαλος. Η υπεύθυνη διαλόγων έκλαιγε από την απογοήτευσή της. Τόσο πολλά λάθη σε απαγγελία είχαμε να ακούσουμε από τη δεκαετία του '30. Η σταρ είχε κάνει τις δικές της διαγραφές και αρνιόταν να χρησιμοποιήσει άσεμνα λόγια».
Επίσης, μνημειώδης παραμένει η διαφωνία τους για το σημείο του σεναρίου που όριζε πόσα χρόνια είχε να δει την κινηματογραφική της κόρη. Εκείνος ήθελε επτά κι εκείνη επέμενε για πέντε, καθώς η επταετία την καθιστούσε κτήνος εξαρχής!
Η «εκτίμηση» και η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων ασφαλώς ήταν αμοιβαία. «Μα, γιατί είσαι τόσο βαρετός όταν γράφεις Ίνγκμαρ; Συνήθως είσαι πολύ διασκεδαστικός» του είπε η Ίνγκριντ, διαβάζοντας σκηνές της ταινίας. Όταν, δε, άκουσε ότι το πρελούδιο του Σοπέν, που ακούγεται στη «Φθινοπωρινή Σονάτα», θα το έπαιζαν δύο φορές, ούρλιαξε: «Θεέ και Κύριε! Σοβαρά μιλάς ότι θα παιχτεί αυτό το πράγμα δύο φορές; Μα, είναι τρέλα, το κοινό θα αποκοιμηθεί. Μπορούσες τουλάχιστον να βρεις κάτι πιο όμορφο και μικρότερο σε διάρκεια, αυτό εδώ καταντά ανιαρό, τρελάθηκα στο χασμουρητό».
Έτσι κυλούσαν οι πρώτες μέρες. Εκείνη με ύφος αστείο και δηκτικό ειρωνευόταν τη φήμη του ως σκηνοθέτη κι εκείνος απαντούσε με γλυκύτητα: «Λυπάμαι τους σκηνοθέτες που δούλεψαν στο παρελθόν μαζί σου».
Αργότερα, βέβαια, προέκυψαν σοβαρότερα ζητήματα. Μεταξύ αυτών η άρνηση της ασφαλιστικής εταιρείας να κάνει συμβόλαιο στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν, καθώς είχε ήδη εγχειριστεί για καρκίνο. Μάλιστα, μία εβδομάδα μετά την έναρξη των γυρισμάτων, σε μια εξέταση ρουτίνας, οι γιατροί εντόπισαν περαιτέρω μεταστάσεις στο σώμα της.
«Αντιμετώπιζε την ασθένειά της με θυμό και ανυπομονησία, αλλά το δυνατό της σώμα ήταν καταβεβλημένο, οι αισθήσεις της διαβρώνονταν. Στο στούντιο είχε σιδερένια πειθαρχία. Μόλις τελείωνε με τις αντιρρήσεις της, συμμορφωνόταν κι έβρισκε διεγερτικό το γεγονός ότι αποφάσιζε κάποιος άλλος» θυμάται ο σκηνοθέτης στην αυτοβιογραφία του.
Σε λίγες μέρες αυτό το αριστούργημα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (από τις 26 Ιανουαρίου), σε μετάφραση Ζάννη Ψάλτη και σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη. Tη Σαρλότ, την τόσο επαρκή για τη μουσική και την απολύτως ανεπαρκή για μητέρα, θα ερμηνεύσει η Μπέττυ Αρβανίτη. Την κόρη της Εύα υποδύεται η Δέσποινα Κούρτη και τον Βίκτωρα ο Δημήτρης Ήμελλος.
«Ήθελα πολλά χρόνια να ανεβάσω τη "Φθινοπωρινή Σονάτα" γιατί με ενδιαφέρει ο τρόπος που ο Μπέργκμαν ψάχνει τη γυναικεία ψυχή. Σήμερα νιώθω πόσο οδυνηρό είναι να μπλέκεσαι με κάτι που ακουμπά τα πιο μύχια θέματά σου» λέει η Μ. Αρβανίτη.
«Εγώ αυτήν τη γυναίκα, για να καταφέρω να την ερμηνεύσω, θέλησα να την καταλάβω, όχι να την δικαιολογήσω. Και δεν σας κρύβω ότι υπάρχουν στιγμές που διακρίνω κοινά στοιχεία μεταξύ μας. Δεν νιώθω ότι έχω σχέση με την επιπολαιότητά της αλλά σίγουρα καταλαβαίνω τη σχέση που είχε αναπτύξει με την τέχνη της. Θαυμάζω την αφοσίωσή της και νιώθω τι την κάνει εγωκεντρική. Οι ηθοποιοί, όπως και αρκετοί ακόμα καλλιτέχνες, έχουν ανάγκη να προστατεύσουν τον εαυτό του γιατί είναι το υλικό τους για να κάνουν τέχνη. Όταν, λοιπόν, εσύ είσαι το εργαλείο που θα σε οδηγήσει στη δόξα, τότε θεωρείς ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Η επιτυχία σε λούζει με την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ζεις μόνο μέσω της τέχνης. Γι' αυτό και οι γυναίκες σαν τη Σαρλότ προτιμούν τη φυγή από το να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αυτή η σχέση μάνας και κόρης είναι ολέθρια, ανθρωποφαγική, σχεδόν ερωτική. Όπου υπάρχει διεκδίκηση, υπάρχουν μοτίβα ερωτικής σχέσης».
Η «Φθινοπωρινή Σονάτα» έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, καθώς λίγα χρόνια μετά πέθανε από καρκίνο. Μέχρι να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, οι δύο Μπέργκμαν βρήκαν τον τρόπο να παραδοθούν ο ένας στον άλλον. Η σχέση τους είχε αιχμές, αλλά όχι πια σφοδρές συγκρούσεις, λιγότερες δηλητηριώδεις ατάκες και περισσότερα πειράγματα. Είχαν εξασφαλίσει τον σεβασμό αλλά δεν πέρασαν ποτέ στις διαχύσεις.
Μέσα σε λίγες σειρές ο Ίνγκμαρ περιγράφει στη βιογραφία του μία από τις τελευταίες, θερμές, δεδομένου του παρελθόντος, συναντήσεις τους. «Ένα απόγευμα βρισκόμασταν παράμερα, πίσω από τα ντεκόρ, και περιμέναμε να ετοιμάσουν τον φωτισμό. Είχε μισοσκόταδο και καθόμασταν σε έναν φθαρμένο δερμάτινο καναπέ, ο καθένας στη δική του άκρη. Η Ίνγκριντ έκανε μια χειρονομία πολύ ασυνήθιστη για μια ηθοποιό: πέρασε το χέρι της πάνω στο πρόσωπό της πολλές φορές. Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε, δίχως φιλικότητα ή κάποια προσπάθεια επαφής, και είπε: "Ξέρεις ότι ζω σε δανεικό χρόνο"».
Ιnfo:
Η παράσταση Φθινοπωρινή Σονάτα θα παίζεται στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας (Σκηνή Μπέττυ Αρβανίτη) από 26 Ιανουαρίου.
Πρωταγωνιστούν: Μπέττυ Αρβανίτη, Δέσποινα Κούρτη και ο Δημήτρης Ήμελος.
σχόλια