ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑ
Ο 22χρονος Νίκος Γκέλια είναι ο μεγάλος, προστατευτικός, μετρημένος Όντι και ο 20χρονος Κώστας Νικούλι ο μικρός, αυθόρμητος, ενθουσιώδης Ντάνι στο Xenia, όπου δύο αδέρφια ξεκινούν ένα οδοιπορικό στην επαρχία για να βρουν τον Έλληνα πατέρα τους ύστερα από τον θάνατο της Αλβανίδας μητέρας τους.
Τους ρωτώ αν γνώριζαν τον δημιουργό και τις ταινίες του πριν από τη συνεργασία τους μαζί του, περιμένοντας να λάβω αρνητική απάντηση με βάση τους ηλικιακούς υπολογισμούς. Ο Νίκος παίρνει τον λόγο. «Είχα δει την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά και τη Στρέλλα, οπότε είχα γνωριστεί με το περίεργο σύμπαν του αλλά και την ιδιαίτερη ματιά και το χιούμορ του. Έτσι, ήταν λίγο ανάμεικτα τα συναισθήματα όταν άρχισα να πηγαίνω στα κάστινγκ του Xenia. Από τη μια ο φόβος του "τι πάω να κάνω τώρα" και από την άλλη η αίσθηση ότι πρόκειται για μια απίστευτη ευκαιρία». Ο Κώστας είχε δει μόνο τη Στρέλλα, περίπου στα 16, και το είχε συζητήσει με τη μητέρα του, η οποία έδειξε σκεπτικισμό για την ανάμειξή του με το πρότζεκτ. «Αφού είδα την Αληθινή Ζωή κι έπειτα τον Μουσακά, αντιλήφθηκα την αισθητική του, την εξέλιξή του ως δημιουργού. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα ζώα που εντάσσει στις ταινίες του. Εμείς έχουμε το κουνέλι, στη Στρέλλα υπήρχε ο σκίουρος και στην Αληθινή Ζωή τα ψάρια. Είναι πολύ εξοικειωμένος με τα ζώα ο Πάνος».
Τρεις μήνες γυρίσματα σε Αθήνα, Ηράκλειο, Λαμία, Λάρισα, Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Πηνειό, Όλυμπο, Πλαταμώνα, Τέμπη, σε όρη και σε δάση. Όλο το προηγούμενο καλοκαίρι το συνεργείο της ταινίας ήταν σε περιοδεία και τα παιδιά εκστασιάζονται και μόνο στη θύμηση αυτής της εμπειρίας. «Γνωρίσαμε τόσες πόλεις, μαζευόταν κόσμος, συναναστρεφόμασταν διάφορους». Κι ο Πάνος; Τους ζητώ να μου δώσουν δύο χαρακτηρισμούς για τον σκηνοθέτη τους. «Ξέρει τόσο πολλά πράγματα αυτός ο άνθρωπος! Έχει αξιοθαύμαστες γνώσεις, αλλά είναι τόσο απλός και κρατάει την παιδικότητά του, φαίνεται και στις ταινίες του αυτό. Εμάς ήξερε απόλυτα πώς να μας αντιμετωπίσει. Και, φυσικά, είναι σκυλί στη δουλειά του κι έχει τρομερή ικανότητα ελέγχου και ενορχήστρωσης των πάντων, ώστε όλα να κυλούν μεθοδευμένα» λένε, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, καθώς μιλούν με αληθινό θαυμασμό για τον μέντορά τους.
Το στοιχείο της '70s ιταλικής ποπ μουσικής στην ταινία είναι κομβικό. «Πάτι Πράβο, Ραφαέλα Καρά: υποτίθεται ότι έχετε επηρεαστεί πολύ από την εκλιπούσα μητέρα σας και ότι έχετε μεγαλώσει με αυτά τα τραγούδια. Γνωρίζατε αυτό το είδος μουσικής ή σας ήταν εντελώς ξένο;». Ο Κώστας θυμάται σε ταξίδια με τους γονείς να παίζουν ιταλικά τραγούδια «από τότε που η Ιταλία ήταν στη Γιουροβίζιον». Ο Νίκος εξηγεί ότι στην Αλβανία πολύς κόσμος μιλά ιταλικά, ενώ σε παλιότερες εποχές μόνο ιταλική τηλεόραση περνούσε τα σύνορα. «Όταν οι γονείς μου σήμερα μου ζητούν να τους βάλω ν' ακούσουν τραγούδια στο YouTube, τέτοια θέλουν!». Ο μικρός, στη σχολική του φάση, ήταν περισσότερο του μέταλ, αλλά σήμερα έχει ανοιχτεί προς πιο ηλεκτρονικά στοιχεία, ενώ ο μεγάλος αγαπά φανατικά τη ροκ και συμπληρώνει τις επιλογές του με έντεχνα και country ακούσματα.
Μου έρχεται στο μυαλό εκείνη τη στιγμή η ατάκα από την ταινία «μα, δεν φαινόμαστε ότι είμαστε Αλβανοί» και γυρνάω την κουβέντα στα σχολικά τους χρόνια, θέλοντας να μάθω πώς μεγάλωσαν δυο παιδιά από την Αλβανία, ξένα σε ξένη χώρα, ζήτημα στο οποίο αναφέρεται πρωτίστως και η ταινία. Ο Νίκος εξηγεί ότι το βίωσε κάπως πιο δύσκολα, επειδή ήρθε ως μετανάστης στην Α' Δημοτικού, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα. Έμαθε, όμως, να μιλά ελληνικά σε δύο μήνες. «Την περίοδο που ήρθα είχε σκάσει όλο το κύμα προς την Ελλάδα και ζούσαμε πολύ έντονα το στίγμα "οι κακοί Αλβανοί, οι κλέφτες". Στην παιδική ψυχή αυτό περνά πολύ άσχημα. Θυμάμαι σκηνικά, να μη με παίζουν παιδιά στο σχολείο ή να μη μου δίνουν τον λόγο οι δάσκαλοι στην τάξη επειδή ήμουν Αλβανός. Σήμερα μπορεί να ακούγονται κάπως μακρινά αυτά γιατί έχει αλλάξει ο "εχθρός", είναι όλα κατευθυνόμενα». Ο Κώστας γεννήθηκε εδώ, αλλά κρατούσε βιωματικές επαφές με την Αλβανία ως παιδί, αφού περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς του στους Αγίους Σαράντα. «Δεν ήξερα τι σημαίνει ρατσισμός. Στις εκθέσεις μου περιέγραφα τα μέρη όπου πηγαίναμε διακοπές και ο πατέρας μου μού έλεγε "τι πας και γράφεις, αυτά δεν τα καταλαβαίνει κανείς". Το έλεγα ότι είμαι Αλβανός. Ως παιδί δεν πέρασα άσχημα, αλλά υπήρχαν πολλά σκηνικά ρατσισμού. Να παίζουμε μπάλα, κάτι να γίνεται και ν' ακούγεται κατευθείαν ένα "φύγε από δω, ρε κωλοαλβανέ". Μικροπράγματα που τα θυμάμαι».
Αναπόφευκτα η συζήτησηκαταλήγει στην τρομακτική επάνοδο της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα. «Μόδα!» αναφωνεί ο μικρός και ο μεγάλος εξηγεί ψύχραιμα: «Ο φασισμός υπάρχει εδώ και χρόνια σε διάφορες μορφές. Σε καιρούς κρίσης, ο άνθρωπος πάντα στρέφεται στα άκρα. Σε όλη την Ευρώπη συμβαίνει αυτό σήμερα. Εκνευρίζομαι, ρε γαμώτο. Ήρθε ένας φίλος που συμμετέχει σε πολιτιστική οργάνωση με παιδιά Αφρικανών δεύτερης γενιάς και μου είπε για έναν γνωστό του Κενυάτη που μαχαίρωσαν Χρυσαυγίτες στην πλατεία Αττικής». «Εγώ θυμάμαι ένα σκηνικό που έγινε ανάμεσα σε παιδιά λυκείου. Τσαμπουκάς για μια γκόμενα. Ένας εξωσχολικός ήρθε και μαχαίρωσε το ένα παιδί. Μετά μάθαμε ότι ήταν μέλος της Χρυσής Αυγής. Να σου πω κάτι, ήταν σαν να χρησιμοποίησε αυτή την ταμπέλα και είπε "θα το κάνω". Λες και δικαιολογείται. Από τη στιγμή που βρίσκονται μέσα στη Βουλή, τι θα κάνεις; Μασημένη τροφή, δημοσιότητα, τόσα έχουν συμβεί».
Ζητώ να μάθω πώς ανακοινώθηκε στα παιδιά ότι «πάμε Κάννες». «Το πρώτο τηλεφώνημα που έπεσε με βρήκε σε πρόβα στη σχολή» θυμάται ο Νίκος. «Πείραζα κάτι στα φώτα κι αρχίζω και χοροπηδώ σαν τρελός πάνω στο stage. Ο Πάνος μας μάζεψε σπίτι του, όσους συντελεστές ήμασταν στην Αθήνα. Ήμουν εντελώς προσγειωμένος στην αρχή και μου έλεγαν όλοι ότι μάλλον δεν είχα καταλάβει πού πηγαίνουμε». Ο Κώστας βρισκόταν στα Τίρανα, οικογενειακά, για τις διακοπές του Πάσχα. Δεν είχε ελληνικό δίκτυο κι έτσι δεν έλαβε τηλεφώνημα. «Ξύπνησα λίγο αργά, μπήκε μέσα η μάνα μου από τη δουλειά κι άρχισε να με αγκαλιάζει και να με φιλάει. Το είχε μάθει από τα διαδικτυακά media. Ούτε εγώ συνειδητοποίησα αμέσως τι σήμαινε αυτό». Νόμιζαν ότι επρόκειτο για διακοπές, αδυνατώντας –απολύτως λογικά– να αντιληφθούν πόσοι καταξιωμένοι άνθρωποι του κινηματογράφου θα «σκότωναν» για να βρεθούν έστω για μια μέρα στις Κάννες. Αντ' αυτού, έκαναν ό,τι θα έκανε κάθε παιδί στην ηλικία τους: μας πρόσφεραν στο Facebook ξέγνοιαστες selfies από το αεροπλάνο.
Άμα τη αφίξει τους στο γαλλικό θέρετρο, τα πράγματα σοβάρεψαν. «Το πρόγραμμα των συνεντεύξεων στον ξένο Τύπο ήταν αυστηρό και πολύωρο. Δεν προλάβαμε να δούμε καμία ταινία, δυστυχώς. Ήταν αστείο που μας ρωτούσαν αν έχουμε ξαναπάει στο Φεστιβάλ ή έστω στη Γαλλία, τους απαντούσαμε αρνητικά και εκπλήσσονταν. Στην αρχή ήμασταν αρκετά χαμένοι με την κίνηση και τη βαβούρα, δεν είχαμε προετοιμάσει καμία απάντηση. Τους άρεσε όμως που μιλούσαμε αγγλικά και δεν χρειαζόμασταν μεταφραστή, οπότε άρχισαν να μας ζητάνε περισσότερο. Ε, από ένα σημείο κι έπειτα οι ερωτήσεις λίγο πολύ επαναλαμβάνονται κι εξοικειώνεσαι». Ο Κώστας κρατά ως αξέχαστη στιγμή όταν, στην πρώτη τους βόλτα στην Κρουαζέτ, συνειδητοποίησαν ότι «αυτή που κάθεται απέναντι και τρώει είναι η Μαριόν», όπως απολαυστικά αποκαλεί την Κοτιγιάρ. «Μαλάκα, είναι η Μαριόν! Είναι πανέμορφη». «Σκάσε, ρε μαλάκα, προχώρα!» ήταν πάνω-κάτω η μεταξύ τους στιχομυθία εκείνη τη στιγμή. Όσο για το χαλί και το πρωτόκολλό του, όλοι οι υπεύθυνοι επικοινωνίας τούς προέτρεπαν να το ευχαριστηθούν, ενώ συμφωνούν ότι ήταν απλώς πολύ δύσκολο να συγχρονιστούν για να κοιτάξουν στην ίδια κάμερα.
Η πρεμιέρα του Xenia στις Κάννες εξελίχθηκε σε θρίαμβο και τα παιδιά συγκινούνται, αφού ήταν και γι' αυτούς η πρώτη φορά που έβλεπαν ολοκληρωμένο αυτό για το οποίο δούλευαν τόσο καιρό. Την Κυριακή αναχωρούν ξανά για Παρίσι, μια και σε λίγες μέρες ξεκινά να προβάλλεται η ταινία στη Γαλλία, πρώτη από τις πολλές χώρες στις οποίες έχει εξασφαλιστεί διανομή. Άλλο κοινό, όχι φεστιβαλικό, και αναμονή για κάτι εξίσου άγνωστο. «Στους Έλληνες θα αρέσει;». «Μπορεί να αγγίξει κοινό μικρότερης ηλικίας, σχολιάζει την επικαιρότητα, είναι μια ωραία ιστορία. Μακάρι να αρέσει σε όλους».
σχόλια