Όταν ανακαλύπτει δυο παλιά τετράδια σε ένα ξεχασμένο κουτί, η Μαργκερίτ Ντυράς θυμάται το παρελθόν της και τον ανυπόφορο πόνο του να περιμένεις.
Στη Ναζιστική Γαλλία του 1944, η ίδια είναι ενεργό μέλος της αντίστασης μαζί με τον άντρα της Ρομπέρ Αντέλ. Όταν η Γκεστάπο τον απαγάγει, η Μαργκερίτ μπαίνει σε έναν απελπισμένο αγώνα να τον φέρει πίσω. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, εξακολουθεί να τον περιμένει.
Αυτή η σύνοψη καλύπτει τη συλλογή ημερολογίων της Ντυράς από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που εκδόθηκαν σε μια συνολική μορφή, 40 χρόνια περίπου μετά το τέλος του, ένα χρονικό διάστημα ικανό ώστε να διαχειριστεί καλύτερα μια σειρά άσχημων αναμνήσεων, όχι μόνο για τις δικές της επιλογές αλλά και για την εικόνα που αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση.
Η ντροπή και η οδύνη είναι οι δύο έννοιες που κυριαρχούν στη σκέψη της, και με βάση αυτές κινείται ο Εμανουέλ Φινκιέλ σε μια φιλόδοξη καταγραφή των χαοτικών σκέψεων που κυριαρχούν στο μυαλό της ηρωίδας, το οποίο και εξερευνούμε μέσα από σκέψεις και στιγμές αυτοκριτικής.
Κρατώντας το πνεύμα του βιβλίου που μιλά για μια ατέλειωτη οδύνη, άσχετα με το αν τέλειωσε ο πόλεμος, ήταν πολύ σημαντικό το πρώτο μέρος γιατί ήθελα να εισάγω το θέμα της ντροπής. Η ντροπή νομίζω παίζει ακόμη δυνατότερο ρόλο στις μνήμες του καθενός μετά τον πόλεμο και πολλές φορές δεν ξεπλένεται ποτέ.
Ο σκηνοθέτης βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, καλεσμένος του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου κινηματογράφου και μας μίλησε για τη σχέση του με το έργο της Μαργκερίτ Ντυράς, τις πικρές μνήμες της χώρας του από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που διατηρούνται ως σήμερα αλλά και την πρόκληση να κινηματογραφήσει ένα θέμα που αρχικά τουλάχιστον μοιάζει με αντικινηματογραφικό.
— Για ποιο λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο βιβλίο της Ντυράς, από τη στιγμή μάλιστα που δεν πρόκειται για μια ενιαία δουλειά αλλά ουσιαστικά για μια συλλογή ημερολογίων;
Έχω πολύ καλή σχέση με τα βιβλία της Ντυράς και το συγκεκριμένο το είχα διαβάσει όταν ήμουν περίπου 20 χρονών. Ο λόγος που δε μπορούσα να το ξεχάσω ήταν γιατί μου θύμιζε τις εμπειρίες του πατέρα μου, τις οποίες μου είχε διηγηθεί και είχαν σχεδόν αποτυπωθεί στο πρόσωπό του.
Ο πατέρας μου είδε τον αδερφό και τους γονείς του να φυλακίζονται και να φεύγουν από τη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν ήταν μόνο ότι δεν τους ξαναείδε ποτέ, αλλά πως, ενώ μέσα του γνώριζε ότι έχουν πεθάνει, ήλπιζε πάντα σε μια πιθανή συνάντηση. Αυτή η ατέλειωτη αναμονή τον στοίχειωσε.
— Επιλέξατε μάλιστα 2 συγκεκριμένα ημερολόγια, από το σύνολο των 6 που απαρτίζουν το βιβλίο, ένα κατά τη διάρκεια του πολέμου και ένα μετά το τέλος του.
Ναι και είναι τα 2 που είναι τα πιο ξεκάθαρα χρονολογημένα. Κρατώντας το πνεύμα του βιβλίου που μιλά για μια ατέλειωτη οδύνη, άσχετα με το αν τέλειωσε ο πόλεμος, ήταν πολύ σημαντικό το πρώτο μέρος γιατί ήθελα να εισάγω το θέμα της ντροπής.
Η ντροπή νομίζω παίζει ακόμη δυνατότερο ρόλο στις μνήμες του καθενός μετά τον πόλεμο και πολλές φορές δεν ξεπλένεται ποτέ.
— Το συγκεκριμένο θέμα έθιξε και άλλες φορές η Ντυράς στην καριέρα της. Νομίζετε πως εκφράζει την αντίστοιχη δική της;
Ναι, θυμηθείτε πως έγραψε το Χιροσίμα Αγάπη μου, του Αλέν Ρενέ, που αν το κοιτάξουμε αρχικά νομίζουμε πως το βασικό θέμα της ταινίας είναι η συνολική ντροπή του κόσμου για όσα έγιναν στη Χιροσίμα και Ναγκασάκι.
Αυτή όμως ξεκινά από την ηρωίδα, η ντροπή είναι πρωτίστως προσωπική και βάσει συλλογισμού γενικεύεται. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, η ίδια μιλά πρώτα για όσα μετάνιωσε προσωπικά και μετά οι σκέψεις της καταλήγουν σε κάτι πιο οικουμενικό.
— Είναι και μια περίοδος για την οποία οι Γάλλοι εξακολουθούν να τη θεωρούν ως «μαύρη» στην ιστορία τους, αυτή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικά στο σινεμά λίγοι σκηνοθέτες, όπως ο Λουί Μαλ, μίλησαν με θάρρος για πράγματα που συνέβησαν.
Σωστά, το Lacombe, Lucien και το Αντίο Παιδιά είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην καριέρα του Μαλ. Κοιτάξτε, για τη χώρα ήταν ένα σοκ το ότι έπεσε μέσα σε λίγες ημέρες και παραδόθηκε στους Γερμανούς. Με το που συνέβη αυτό, ουσιαστικά στο χρονικό διάστημα 1940-1945 υπάρχει ένας εμφύλιο πόλεμος, οι Γάλλοι σκοτώνονται μεταξύ τους. Τα δυο αυτά γεγονότα δε μπορούν να μη δημιουργήσουν ίχνη ντροπής στον απλό κόσμο, ακόμη και μετά το τέλος τους. Τα όσα συνέβησαν στη χώρα όμως μας αφορούν πολύ σήμερα, πρέπει να τα θυμόμαστε.
— Θεωρείτε πως υπάρχουν νικητές και ηττημένοι σε έναν πόλεμο;
Για εμάς σήμερα είναι εύκολο να λέμε κάτι τέτοιο, γιατί ό,τι ξέρουμε για τον πόλεμο είναι από την ιστορία, δε τον ζήσαμε. Ήθελα να τονίσω πολύ στην ταινία την απομόνωση της ηρωίδας μετά το τέλος του πολέμου, το πόσο δύσκολο είναι γι' αυτήν να χαρεί. Νομίζω πως έτσι είναι, όταν έχεις χάσει δικούς σου ανθρώπους, δε νομίζω να σημαίνει κάτι η έννοια νίκη.
— Χρησιμοποιήσατε πολύ το voice over στην ταινία, βάζοντας σκηνές με τη Μελανί Τιερί να είναι ακίνητη ή να ακούει μουσική και εμείς ακούμε τις σκέψεις της. Σας βοήθησε αυτό στην ανάπτυξη του χαρακτήρα της;
Νομίζω πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να φιλμάρεις ένα κείμενο της Ντυράς. Αυτή η σχεδόν χαοτική γραφή έπρεπε να παρουσιαστεί κάπως έτσι, σαν μια συλλογή από σκόρπιες σκέψεις που δείχνουν ότι ήταν μόνη της και εμείς απλά προσπαθούμε να εισχωρήσουμε στο μυαλό της. Ειδικά οι στιγμές με τη μουσική ήταν πολύ σημαντικές για μένα.
Info:
Η ταινία Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από την Weird Wave.
σχόλια