Υπάρχει, αν μη τι άλλο, τρομερή συνέπεια στις ετήσιες απονομές των βραβείων Δημήτρη Χορν και Μελίνας Μερκούρη. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν οι επιτροπές αποφασίζουν όντως να βραβεύσουν κάθε φορά τους καλύτερους νεοεμφανιζόμενους του θεάτρου, πάντως η λίστα των ηθοποιών που έχουν κερδίσει είναι εντυπωσιακή: τουλάχιστον είναι πρόσωπα ενδιαφέροντα, των οποίων τις κινήσεις στα θεατρικά δρώμενα παρακολουθούμε ανελλιπώς, και στην πλειονότητά τους «τιμούν» αυτή τη βράβευση που φαίνεται σαν να τους «φορτώνει» με το επιπρόσθετο βάρος να συνεχίσουν σωστά στην πορεία τους.
Το φετινό νταμπλ που πέτυχαν οι Ιωάννα Κολλιοπούλου και Γιάννης Νιάρρος για τις ερμηνείες τους στο «Στέλλα Κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη δεν έχει ξανασυμβεί. Κι από κοντά η μικρή κόρη της διαβόητης οικογένειας Γερακάρη, η Στέλλα που επαναστατεί και δίνει αφορμή να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις: Ένα χαρούμενο κορίτσι που απαιτεί και κερδίζει την προσοχή σου.
«Είναι πολύ σημαντικό που αυτή η παράσταση κατάφερε να κερδίσει δύο βραβεία. Δείχνει πολλά για τη δουλειά που κάναμε. Ιδρώσαμε, το ψάξαμε, βουτήξαμε ομαδικά, συντονιστήκαμε και πετύχαμε τέλεια ισορροπία μεταξύ μας. Είναι η ανταμοιβή των κόπων μας αυτά τα βραβεία» αναφέρει σχετικά η Ιωάννα.
Αυτό το έργο έχει πάρει ένα ακραίο, πολύ συγκεκριμένο στάτους μιας οικογένειας -μαφία, επιχειρήσεις, ξέπλυμα μέσω της πολιτικής-, όμως οι σχέσεις που ξεδιπλώνονται υπάρχουν παντού. Έρχεται κόσμος και μας εκμυστηρεύεται ότι έχει ζήσει τα ίδια. Αν δεν λύσεις την επικοινωνία σου με βασικά μέλη της οικογένειάς σου, το πρόβλημα εξαπλώνεται.
Για μένα ήταν σαν να έπρεπε ο Οικονομίδης να φέρει το ιδίωμά του στο θέατρο, της λέω σε εκείνο το σημείο, και συμφωνεί. «Του πάει, και λείπει από το θέατρο αυτό που κάνει».
Παράλληλα, μιλάμε για έναν θίασο που κουράζεται, σωματικά και ψυχικά, τόσο πολύ σε κάθε παράσταση – εδώ «κουράζεται» ο θεατής με αυτό που βλέπει, όχι με την έννοια της πλήξης, αλλά με την κόπωση της συμμετοχής του σε όσα κτηνώδη, μα τόσο γνώριμα, διαδραματίζονται επί της σκηνής.
«Είναι τα ντεσιμπέλ πολύ ψηλά. Κι εγώ πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τέτοια όρια. Θέλει τρομερή εξάσκηση. Ήταν ένα πείραμα για να δούμε πού θα μας βγάλει».
Η Ιωάννα εξηγεί ότι την πρώτη χρονιά έψαχνε περισσότερο πώς θα διοχέτευε την ενέργειά της ενώ τη δεύτερη αισθάνθηκε πιο σίγουρη και πάτησε πιο γερά, ώστε να μη φτάνει σε σημείο, επί παραδείγματι, να κλείνει η φωνή της.
«Φέτος, έχω την αίσθηση ότι, επειδή θα είναι η τρίτη φορά που το κάνουμε, θα ελισσόμαστε περισσότερο μέσα στον αυτοσχεδιασμό. Πέρα όμως από την κούραση, είναι τόσο απελευθερωτική η όλη διαδικασία. Φτιάχνεις έναν χαρακτήρα από δικά σου στοιχεία, γεννάς δικά σου επιχειρήματα κάθε μέρα και έρχονται στην επιφάνεια πράγματα που δεν περιμένεις.
»Βρέθηκα να μιλάω για θέματα για τα οποία ίσως δεν μου είχε ξαναδοθεί η ευκαιρία να μιλήσω τόσο δυναμικά. Για τον έρωτα, την αγάπη, τη σχέση μου με τους γονείς μου, για πράγματα που ίσως να ήθελα κι εγώ να πω στη μητέρα μου ή στον πατέρα μου.
»Είμαι μοναχοπαίδι και ήταν ακόμα μία συνθήκη ξένη το πώς είναι να ζεις καθημερινά με δύο αδέρφια. Έχω βέβαια αδελφικές φίλες που είμαστε από το νηπιαγωγείο μαζί, είναι κι εκείνες μοναχοπαίδια, αλλά και πάλι δεν είναι το ίδιο, δεν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι. Έπρεπε να τα υποστηρίξω όλα αυτά στο έπακρο για να μπορέσω να διεκδικήσω αυτό που θέλω. Ωρίμασα μέσα από αυτό. Κανονική ψυχοθεραπεία».
Τη ρωτώ να μου πει περισσότερα για τον περίφημο αυτοσχεδιασμό πάνω στον οποίο έχει βασιστεί η όλη ιδέα της παράστασης και πόσο μακριά μπορεί αυτός να τους οδηγήσει κάθε φορά. Μου εξηγεί πως υπάρχει ένα βασικό πλαίσιο με ιστορίες του παρελθόντος στις οποίες πρέπει να πατήσουν οι ηθοποιοί.
«Μπορεί μια ιστορία να την έλεγε κάποιος σε μία σκηνή και την επόμενη φορά να μην προλάβαινε και να την άφηνε για την επόμενη σκηνή ή να πεταγόταν κάποιος άλλος να την πει. Έχουμε φτιάξει τόσο καλά το παρελθόν αυτής της οικογένειας, αυτό ήταν το ζητούμενο, να βγουν στην επιφάνεια οι σκοτεινές πλευρές όλων των σχέσεων με αφορμή την απόφαση της Στέλλας».
Πρακτικά μεταφράζω πως αυτό σημαίνει ότι όλοι οι ηθοποιοί πρέπει επί δύο ώρες σε κάθε παράσταση να έχουν ραντάρ ανοιχτά και να ακούνε τι ακριβώς λέγεται. «Μπαίνουμε μέσα στη σκηνή με χρόνους. Δεν έχουμε cue. Μας κάνει αναπάντητη η υπεύθυνη σκηνής, μπαίνουμε και δεν ξέρουμε πού θα βρούμε τους υπόλοιπους, αν θα είναι ήρεμοι, αν θα φωνάζουν, μόνο στο περίπου.
»Όλο αυτό απαιτεί τρομερή διαθεσιμότητα και εγρήγορση. Αν δεν ήσουν εκεί, καθημερινά, 5 φορές την εβδομάδα, δεν λειτουργούσε, δεν γινόταν παράσταση. Υπήρχαν φορές που τα πράγματα ήταν στα κόκκινα και που ο καθένας ξεχωριστά βουτούσε μέσα ακόμα περισσότερο και εξέπλησσε τον εαυτό του. Ή άλλες που νιώθαμε ότι το πράγμα "κάθεται" και ο καθένας αποφάσιζε να κάνει κάτι διαφορετικό, χωρίς να το πει στους άλλους, για να το κρατήσει ζωντανό».
Μέρος της επιτυχίας του «Στέλλα Κοιμήσου» θεωρώ πως οφείλεται στην εξής αντίφαση – τουλάχιστον έτσι όπως την ένιωσα εγώ, παρακολουθώντας την παράσταση: Ο θεατής ενοχλείται με όσα συμβαίνουν επί σκηνής, νιώθει σαν ο Οικονομίδης, κατά τον προσφιλή του τρόπο, του ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο, όμως παράλληλα αναγνωρίζει γνώριμες καταστάσεις, ανασύροντας προσωπικά του βιώματα.
Είναι καταπληκτικός ο τρόπος που ο Οικονομίδης χαρτογραφεί μέσα από τη φιλμογραφία του (και τώρα με αυτή τη θετατρική προσθήκη) τη νεοελληνική παθογένεια, το μίασμα των οικογενειακών σχέσεων – κι εν προκειμένω τη σιχασιά του νεοπλουτισμού και τις διεργασίες που απαιτούνται για να ανέλθει κάποιος στην εξουσία.
Τα πρόσωπα που έρχονται στο μυαλό του θεατή, καθώς βλέπει τη «Στέλλα», είναι γνώριμα, σχεδόν συγκεκριμένα: η Στέλλα και η κάθε Στέλλα μπορεί να είναι η αδερφή σου, η Στέλλα είσαι εσύ – γι' αυτό ενοχλείσαι.
Πώς κατάφεραν να συνθέσουν την ουσία αυτής της οικογένειας; «Κάναμε εξονυχιστική έρευνα σε πρόσωπα υπαρκτά, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μαφία, Ιταλία, Μεξικό, είναι διεθνές το φαινόμενο, είχαμε άπειρα παραδείγματα από εφημερίδες, άρθρα, βιβλία, ταινίες...
»Είδαμε ταινίες που αποτύπωναν σχέσεις οικογενειακές, παιδικής ηλικίας, τη "Φθινοπωρινή Σονάτα" του Μπέργμαν, όλες τις ταινίες του Κασσαβέτη, πολύ υλικό. Το ψάξαμε από όλες τις πλευρές, πολιτικά, κοινωνικά, ταξικά.
»Αυτό το έργο έχει πάρει ένα ακραίο, πολύ συγκεκριμένο στάτους μιας οικογένειας -μαφία, επιχειρήσεις, ξέπλυμα μέσω της πολιτικής-, όμως οι σχέσεις που ξεδιπλώνονται υπάρχουν παντού. Έρχεται κόσμος και μας εκμυστηρεύεται ότι έχει ζήσει τα ίδια. Αν δεν λύσεις την επικοινωνία σου με βασικά μέλη της οικογένειάς σου, το πρόβλημα εξαπλώνεται».
«Γεια σου μπαμπά» λέει παιχνιδιάρικα η Τζο, όπως τη φωνάζουν χαϊδευτικά οι άνθρωποι της παραγωγής, σε έναν επιβλητικό Αντώνη Γερακάρη / Στάθη Σταμουλακάτο που φτάνει στον χώρο όπου έχουν προγραμματίσει την επίσημη φωτογράφιση για τη νέα σεζόν της παράστασης.
Η ίδια χρειάστηκε ποτέ να κάνει τη δική της επανάσταση, έστω σε πιο λελογισμένο πλαίσιο; «Κοίταξε, θα σου έλεγα για την εφηβεία, αλλά νομίζω πως όλα τα παιδιά επαναστατούν εκεί. Δεν είχα σύγκρουση με τους δικούς μου, αναφορικά με την επιλογή επαγγέλματος, ας πούμε. Είχα κάνει εκείνη την κουβέντα με τον πατέρα μου, το "βγάλε ένα πτυχίο πρώτα και μετά κάνε ό,τι θες". Το ακολούθησα και μη σου πω ότι μου έκανε και καλό. Τελείωσα τη φιλολογία, ασχολήθηκα πιο μεγάλη με αυτό που αγαπούσα και ήμουν πιο συνειδητοποιημένη».
Η Ιωάννα είναι σε αναβρασμό αυτές τις μέρες, ετοιμάζεται για μια μικρή μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη για τους επόμενους μήνες, για να συνεργαστεί με το ΚΘΒΕ και τον Γιάννη Αναστασάκη, στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, όπου θα υποδυθεί την Ηλέκτρα. Θα παρουσιάσουν το έργο στην Επίδαυρο, μαζί με περιοδεία στην Ελλάδα, καταλήγοντας τον Σεπτέμβριο στην Αττική.
«Με ενθουσιάζει πολύ η αλλαγή και που θα πάω σε άλλη πόλη για αυτό το χρονικό διάστημα. H πρώτη μου φορά στην Επίδαυρο ήταν το 2014 με τον Δημήτρη Καραντζά, στην "Ελένη" του Ευριπίδη. Νέα παιδιά όλοι, άγνωστοι ηθοποιοί τότε, τη χρονιά που έδωσαν την Επίδαυρο σε δύο νέους δημιουργούς, τον Καραντζά και τον Λυγίζο.
»Στη σκηνή της Επιδαύρου νιώθεις όλες τις αισθήσεις σου οξυμένες. Η όσφρηση, η όραση, η αφή, η ακοή σου, βρίσκεσαι σε ένα άπειρο, είσαι στη μέση και αισθάνεσαι από παντού δυνάμεις να ασκούνται πάνω σου. Τι φτιάξανε οι άνθρωποι! Είσαι στη θυμέλη, ξεροβήχεις και νιώθεις τον αντίλαλο μέχρι πάνω. Δεν υπάρχει αυτό το συναίσθημα, είναι σουρεαλιστικό και ταυτόχρονα τόσο πραγματικό!».
Info
Στέλλα Κοιμήσου του Γιάννη Οικονομίδη
Σκηνοθεσία : Γιάννης Οικονομίδης
Παίζουν με αλφαβητική σειρά: Αντώνης Ιορδάνου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Ασημίνα Ξηρού, Γιάννης Μυλωνάς, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Γιάννης Νιάρρος, Στάθης Σταμουλακάτος, Έλλη Τρίγγου
1/10 – 13/11, 21:00, για 20 παραστάσεις
Θέατρο Τζένη Καρέζη (Ακαδημίας 3, 210 3636144)
Ορέστης του Ευριπίδη
Σκηνοθεσία: Γιάννης Αναστασάκης
Παίζουν με αλφαβητική σειρά: Ιωάννα Κολλιοπούλου, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Δημήτρης Μορφακίδης, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Μαριάννα Πουρέγκα, Κώστας Σαντάς, Χρήστος Στέργιογλου, Χριστόδουλος Στυλιανού, Χρίστος Στυλιανού
3/8-4/8, 21:00
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου