Εδώ και οκτώ χρόνια ο Τζαφάρ Παναχί έχει χάσει το νόμιμο δικαίωμα να γυρίζει ταινίες στο Ιράν, μετά από απόφαση της κυβέρνησης της χώρας του. Χωρίς να τον φυλακίσουν, τον έχουν περιορίσει σε σύνορα που είναι προφανές πως δεν τον χωράνε. Η γεωγραφική φυλακή, ευτυχώς, δεν έχει μεταφραστεί σε καλλιτεχνική αεργία, με αποτέλεσμα να έχει καταφέρει έκτοτε να σκηνοθετήσει τέσσερις ταινίες και να τις φυγαδεύσει στο εξωτερικό.
Αυτή η παράδοξη σύμβαση μοιάζει να βολεύει τις Αρχές, που έχουν επιτελέσει το τυπικό καθήκον τους να τον τιμωρήσουν θεωρητικά για τις απόψεις του, αλλά και εκείνον, με κάποιον τρόπο, που σαν τη γάτα με το ποντίκι βρίσκει τον δρόμο για τα Φεστιβάλ για να δείξει τι σκέφτεται για όλα αυτά, έχοντας ως επίκεντρο τον εαυτό του.
Στα «3 Πρόσωπα» πρωταγωνιστούν ο Τζαφάρ Παναχί και η Μπενάζ Τζαφαρί, οι οποίοι οδηγούνται σε ένα μικρό τουρκόφωνο χωριό μετά από το βίντεο μιας κοπέλας που καταγγέλλει την οικογένειά της, η οποία δεν της επιτρέπει να γίνει ηθοποιός, και κατηγορεί την Μπενάζ πως αγνόησε τις επικλήσεις της για βοήθεια.
Ο Παναχί μιλά έμμεσα για τα δικά του θέματα, υφαίνοντας το πολυπρόσωπο πορτρέτο της καταπιεσμένης γυναίκας στο σύγχρονο Ιράν μέσα από φυσικούς διαλόγους, απλούς και ανώδυνους σε πρώτη ματιά, αλλά βαθιά πολιτικούς και ενοχλητικά εξομολογητικούς.
Στη διαδρομή, μέσα στο τζιπ που παραπέμπει στον Αμπάς Κιαροστάμι, οι δυο τους αναρωτιούνται αν το κλιπ είναι αληθινό ή αν πρόκειται για μια δοκιμασία στην οποία τους υποβάλλει η νεαρή Μαρζιγιέ.
Μια ακόμα ηθοποιός που έχει αποσυρθεί, η Σεχραζάντ, θα προστεθεί στις τρεις γενιές των γυναικών που αποκαλύπτουν σταδιακά την ταλαιπωρία που έχουν υποστεί, η καθεμιά με τη δική της οπτική και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, στην προσπάθειά τους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους σε μια κοινωνία άτεγκτα πατριαρχική, με τους ηθικούς νόμους να τις στοιχειώνουν και τους υπαρκτούς κανονισμούς να περιορίζουν τον λόγο τους.
Έτσι, ο Παναχί μιλά έμμεσα για τα δικά του θέματα, υφαίνοντας το πολυπρόσωπο πορτρέτο της καταπιεσμένης γυναίκας στο σύγχρονο Ιράν μέσα από φυσικούς διαλόγους, απλούς και ανώδυνους σε πρώτη ματιά, αλλά βαθιά πολιτικούς και ενοχλητικά εξομολογητικούς. Τα «3 Πρόσωπα» είναι ένα ύπουλο φιτίλι στη μακαριότητα μιας μονοδιάστατης χώρας, μια παραλλαγή στο χαμηλόφωνο opus του Παναχί.
Στην επίσημη πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών μια θέση ήταν συμβολικά κενή, καθώς ο Παναχί έμεινε για μια ακόμη φορά στο σπίτι του, αφού οι Αρχές έχουν εδώ και καιρό κατάσχει το διαβατήριό του.
Τα παιδιά του και το καστ ήταν ωστόσο εδώ και ο Ασγκάρ Φαραντί, ο οποίος διαγωνίζεται επίσης για τον Φοίνικα, προστέθηκε στη λίστα των καλλιτεχνών που ζητούν άμεση αποκατάσταση των ελευθεριών που στερείται ο δημιουργός του «Ballon Blanc» και του «Offside».
Μετά τη Χρυσή Κάμερα και το βραβείο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, την Αργυρή και Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο και τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, ένα μεγάλο βραβείο στις Κάννες είναι το μόνο έπαθλο που λείπει από το παλμαρέ του Παναχί, και με αυτή την ταινία είναι μαθηματικά εξακριβωμένο πως θα το αποκτήσει.
Το σινεμά του συνεχίζει την παράδοση του δασκάλου του, του Αμπάς Κιαροστάμι, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να επεκτείνει την καριέρα του εκτός συνόρων, όπως ακριβώς έκανε και ο Φαραντί, με το «Everybody Knows», στρατολογώντας διεθνές καστ για να εφαρμόσει το στυλ και τις θεματικές του ανησυχίες.
Ο ιρανικής καταγωγής, αν και γεννημένος στις ΗΠΑ, Ραμίν Μπαρανί δείχνει το τρίτο πρόσωπο της κουλτούρας της χώρας του και ίσως όχι και τόσο συμπτωματικά πραγματεύεται τη στέρηση της ανθρώπινης επιλογής στη διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος «Φαρενάιτ 451», πενήντα δύο χρόνια μετά την πρώτη του μεταφορά στο πανί από τον Φρανσουά Τριφό.
Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν του «Creed» και του «Μαύρου Πάνθηρα» πρωταγωνιστεί, αλλά ο σπουδαίος Μάικλ Σάνον κρατάει το ενδιαφέρον και το έργο με το πορτρέτο του διοικητή που έχει μολυνθεί από την αναλογική γνώση που το αυτοματοποιημένο κράτος της καταναγκαστικής, ευτυχισμένης άγνοιας απαγορεύει, και έρχεται σε συνεχή, εξωτερική και ψυχική, σύγκρουση με τη συνείδησή του.
Εκτός διαγωνιστικού προγράμματος, το νέο «Φαρενάιτ 451» έχει αντικαταστήσει τον προφητικό χαρακτήρα του βιβλίου του Μπράντμπερι με πιο ρεαλιστικές όψεις της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης, αν και δεν προτείνει κάτι που δεν έχουμε ήδη δει ή διαπιστώσει για την επιβεβλημένη ομοιομορφία και τον φασισμό της σκέψης.