Ορφανή από τον λατρεμένο πατέρα της, περιφρονημένη από την αδίστακτη μητέρα της, στερημένη από τον εξόριστο αδελφό της, η Ηλέκτρα του Ευριπίδη έχει υποστεί, όπως ανακαλύπτουμε στην αρχή του έργου, έναν ακόμα οδυνηρό υποβιβασμό: η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος την πάντρεψαν μ' έναν γεωργό. Αποκομμένη από την κληρονομιά της και τα βασιλικά δώματα, η ηρωίδα βρίσκεται τώρα καταδικασμένη σε μια ζωή φτώχειας και χειρωνακτικής εργασίας, σε ένα καλύβι απομακρυσμένο απ' την κοινότητα του Άργους.
Αυτός ο «θανάσιμος γάμος» συνιστά πολλαπλά ταπεινωτικό πλήγμα για την άτυχη πριγκιποπούλα. Δεν είναι μόνο πως όλοι γνωρίζουν την ντροπή της και την οικτίρουν. Είναι και ότι ο καλοκάγαθος γεωργός, σεβόμενος την αριστοκρατική της καταγωγή, την αφήνει ανέγγιχτη: έτσι, ως παντρεμένη παρθένα και άτεκνη σύζυγος ταυτόχρονα –συνδυασμός ανήκουστος για τα δεδομένα της εποχής–, η Ηλέκτρα μετατρέπεται σε κοινωνικό «τέρας».
Μέσα απ' αυτή την καινοτόμο παραλλαγή του μύθου που επινοεί ο Ευριπίδης, η σωματική, συναισθηματική και πνευματική απομόνωση της ηρωίδας αγγίζει νέα, εντυπωσιακά ύψη*: «ἄγαμος ἄτεκνος ἄπολις ἄφιλος», όπως ήταν και η αδελφή της Ιφιγένεια πριν απ' αυτήν, η Ηλέκτρα περιφέρεται καθημερινά σε μια υπαρξιακή άβυσσο.
Μέσα απ' αυτή την καινοτόμο παραλλαγή του μύθου που επινοεί ο Ευριπίδης, η σωματική, συναισθηματική και πνευματική απομόνωση της ηρωίδας αγγίζει νέα, εντυπωσιακά ύψη*: «ἄγαμος ἄτεκνος ἄπολις ἄφιλος», όπως ήταν και η αδελφή της Ιφιγένεια πριν απ' αυτήν, η Ηλέκτρα περιφέρεται καθημερινά σε μια υπαρξιακή άβυσσο.
Γδέρνει το πρόσωπό της, αναζητά διέξοδο σε σκέψεις ζοφερές, σε σχέδια δολοφονικά και όνειρα αιματοβαμμένα. Οι θρήνοι της τρυπάνε τον αέρα, σκίζουν τη γη και φτάνουν ως τον Άδη.
Την ίδια στιγμή, μια ομάδα από εύθυμες χωριατοπούλες χτυπούν την πόρτα και την καλούν στη γιορτή προς τιμήν της Ήρας, προστάτιδας του γάμου και της γέννας. Η μακάβρια ειρωνεία του Ευριπίδη γίνεται όλο και πιο σαρωτική.
Καταρχάς, το σεξουαλικά νηστικό ζεύγος-παρωδία Ηλέκτρας και Γεωργού αντιπαρατίθεται στο λαμπερό ζεύγος φονιάδων εραστών που συνουσιάζονται ανεξέλεγκτα στο βασιλικό κρεβάτι του πόθου.
Στη συνέχεια, το εορταστικό πνεύμα του Χορού αποδεικνύεται μια ψευδαίσθηση. Σιγά-σιγά, οι παραμορφωμένες τελετές πολλαπλασιάζονται με τον πιο θεαματικό τρόπο, αποδεικνύοντας ότι τα πάντα σ' αυτή την κοινωνία έχουν μολυνθεί από τον ιό της εκδίκησης.
Ο Αίγισθος θυσιάζεται σαν ταύρος στον τάφο του Αγαμέμνονα. Εν τω μεταξύ, η χρυσοστόλιστη Κλυταιμνήστρα ταξιδεύει προς τη φτωχική αγροικία για να γνωρίσει το ανύπαρκτο εγγόνι της. Το αντεστραμμένο τελετουργικό που έχει ετοιμάσει η Ηλέκτρα –πόσο καιρό περίμενε αυτήν τη στιγμή– δεν αφορά την υποτιθέμενη γέννηση του παιδιού της αλλά τον φόνο της μητέρας της.
Η ηρωίδα, μάλιστα –άλλη μια πρωτοτυπία του Ευριπίδη–, συμμετέχει ενεργά στη μητροκτονία. Η θυσία προς τιμήν της Ήρας δεν είναι τελικά παρά ένα στυγερό έγκλημα και ο επινίκιος ύμνος του Χορού έρχεται για να επισφραγίσει μια αφύσικη, φοβερή πράξη. Το τίμημα της «νίκης» του Ορέστη και της Ηλέκτρας θα αποδειχτεί πολύ ακριβό.
Τα δύο αδέλφια θα αποχωριστούν εκ νέου, λίγο μετά την επανασύνδεσή τους. Το μέλλον δεν διαγράφεται ιδιαίτερα φωτεινό και η σωτηρία κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη. Η κοσμική ισορροπία που διαταράχθηκε κάποτε από τις ανίερες πράξεις του Θυέστη, πατέρα του Αίγισθου, δεν αποκαθίσταται. Μένουν όλοι μετέωροι και προπαντός η Ηλέκτρα, η οποία «θα συμμεριστεί τη μοίρα του Ορέστη, αλλά χωρίς να έχει καμία ελπίδα πως κάποια νομική και θρησκευτική διαδικασία θα την απαλλάξει κάποτε από την ενοχή. Η επίκληρος κόρη "έδωσε ζωή" στον οίκο του πατέρα της, αλλά κανείς δε θα έρθει να τη βοηθήσει»**.
Αυτή η τραγωδία της στέρησης, των μιασμένων παθών και των διαστρεβλωμένων σκοπών μετατράπηκε σε μια κούφια παράσταση στα χέρια του Θέμη Μουμουλίδη – μια ξερή, επιφανειακή ανάγνωση, μια διεκπεραιωτική αναπαράσταση της ιστορίας, με τις αρθρώσεις της να τρίζουν σε κάθε στροφή του κεφαλιού, σε κάθε κίνηση των άκρων.
Οι ηθοποιοί εισέρχονται κι εξέρχονται λες και υπηρετούν αυτόνομα επεισόδια που δεν συνενώνονται σε ένα όλον. Μελοδραματικές κορόνες, ενοχλητικά επιτηδευμένοι τονισμοί, ξεχειλωμένα, τυποποιημένα αισθήματα, γλυκερές μελωδίες και δήθεν ανταριασμένα τρεξίματα συνθέτουν το τοπίο της δυστυχίας μας. Δεν υπάρχει καμία θεατρική πειστικότητα σε όσα βλέπουμε και ακούμε. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν «σχήματα», καμώνονται την ιδιότητα του ρόλου τους, χωρίς ποτέ να βρίσκουν τη δική τους αλήθεια σ' αυτό που κάνουν, μετατρέποντας την τραγωδία σε μια παρωχημένη, απλοϊκή ηθογραφία. Μιλούν και είναι ο λόγος τους σαν φορεμένο κοστούμι δανεικό που δεν το προσάρμοσαν ποτέ στο σώμα τους.
Σε κακοτράχαλα μονοπάτια παρέσυρε ο σκηνοθέτης και την πρωταγωνίστριά του, οδηγώντας τη σε μια παλιομοδίτικη, στομφώδη εκφορά του λόγου, τόσο αντίθετη με τις ευαισθησίες της. Η Ηλέκτρα της Λένας Παπαληγούρα σφίγγει τα χεράκια της σε γροθιές, τινάζει το στέρνο της, υπερτονίζει και υπερβάλλει, μένει δέσμια ενός μιμητικού «ωιμέ» που όχι μόνο δεν μας αγγίζει αλλά μας αφήνει «εκτός». Μια Ηλέκτρα δισδιάστατη, φτιαγμένη από «τραγικά» κλισέ.
Ο Νίκος Κουρής ως Ορέστης κατάφερε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του και να αποφύγει τον βούρκο του συναισθηματισμού και της επιπολαιότητας πάνω στον οποίο στήθηκε το όλο εγχείρημα. Αν μη τι άλλο, κράτησε ένα σύγχρονο μέτρο στον λόγο του. Κι αυτό είναι μάλλον το μόνο θετικό που μπορεί να πει κανείς για τούτη την παράσταση.
*Βλέπε σχετικά το άρθρο της Froma I. Zeitlin «The Argive Festival of Hera and Euripides' Electra» (1970)
**Έλενα Πατρικίου, «Ψευδοσύζυγος, ψευδομητέρα, αυθεντική παρθένος: Η Ηλέκτρα στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη» (2000)
Info:
Ευριπίδης
Ηλέκτρα
Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης
Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης
Επεξεργασία κειμένου: Παναγιώτα Πανταζή
Σκηνικό - Κοστούμια: Παναγιώτα Κοκκορού
Μουσική: Θύμιος Παπαδόπουλος
Στον ρόλο της Ηλέκτρας η Λένα Παπαληγούρα.
Παίζουν: Νίκος Κουρής, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Αρβανίτης, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Ελένη Ζαραφίδου, Δανάη Επιθυμιάδη, Παναγιώτης Εξαρχέας.
σχόλια