«Τουλάχιστον, ο Μπασκιά πέθανε» παρατηρεί με πίκρα ο σχεδόν ξεχασμένος street artist Richard Hambleton στο ντοκιμαντέρ του Oren Jacoby «Shadowman» (O άνθρωπος σκιά). «Εγώ, όταν πέθανα, ήμουν ζωντανός... κι αυτό ήταν το πρόβλημα».
Ο Hambleton, που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στον δρόμο και πέθανε άστεγος, αναφέρεται στον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, τον street artist που έφυγε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, πρόωρα, στα 27 του, το 1988. Τα χρόνια πριν από τον θάνατό του ο Μπασκιά πουλούσε πίνακες σε τιμές που κυμαίνονταν από 15 μέχρι και 20.000 δολάρια, λίγο λιγότερο από την αξία των έργων του Hambleton, τα οποία άξιζαν στην τότε αγορά γύρω στα 20.000 δολάρια.
(Τον Μάιο του 2017, ένας εμβληματικός πίνακας του Μπασκιά, ένας με κρανίο, πουλήθηκε σε έναν Γιαπωνέζο συλλέκτη σε μια δημοπρασία του Sotheby's για 110,5 εκατομμύρια δολάρια. Αρχικά είχε αγοραστεί το 1984 για 19.000 δολάρια).
Οι άνθρωποι-σκιές που έφτιαχνε ήταν πραγματικού μεγέθους σιλουέτες ή μεγαλύτερες, με τραχιά, ακανόνιστα σχήματα και άκρα που στάζουν, απειλητικές παρουσίες σε κίνηση που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον τοίχο και να σε καταπιούν όλοκληρο.
Ο Hambleton, του οποίου την καλλιτεχνική πορεία και τη ζωή ερευνά ο Jacoby, πέθανε πέρσι στις 29 Οκτωβρίου, λίγες βδομάδες μετά την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, στα 65 του χρόνια. Πριν πεθάνει, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε ένα διαμέρισμα του κεντρικού Μανχάταν, πρόλαβε να δει ολόκληρο το director's cut, πριν από το τελικό μοντάζ που πήγε στα φεστιβάλ.
Ο Hambleton, που εκτιμήθηκε περισσότερο μετά θάνατον, θεωρήθηκε –πολύ σωστά‒ πρόδρομος των εννοιολογικών προσεγγίσεων street artists, όπως ο Μπάνκσι (ο οποίος έχει δηλώσει δημόσια ότι το έργο του Hambleton είναι βασική επιρροή του), και Γάλλων muralists, όπως οι JR και Blek le Rat.
Η πρώτη κύρια έκθεση της δουλειάς του στο Λονδίνο από τότε που πέθανε είναι προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο. Θα ξεκινήσει από τη Leake Street Arches και κατόπιν θα μεταφερθεί στη Maddox Gallery, συμπίπτοντας με την κυκλοφορία της ταινίας του Jacoby.
Η καριέρα του Hambleton στα έργα του δρόμου ξεκίνησε όταν μετακόμισε από την πόλη του, το Βανκούβερ, στη Νέα Υόρκη, στο τέλος της δεκαετίας του '70. Ο καλοντυμένος, χαμογελαστός Hambleton εγκαταστάθηκε στο Lower East Side του Μανχάταν και λόγω των σκοτεινών ανθρώπινων μορφών που ζωγράφιζε κρυφά στους τοίχους της πόλης έγινε γνωστός ως «The Shadowman».
Οι άνθρωποι-σκιές που έφτιαχνε ήταν πραγματικού μεγέθους σιλουέτες ή μεγαλύτερες, με τραχιά, ακανόνιστα σχήματα και άκρα που στάζουν, απειλητικές παρουσίες σε κίνηση που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον τοίχο και να σε καταπιούν ολόκληρο.
Ο Hambleton διάλεγε προσεκτικά τα σημεία όπου ζωγράφιζε τις εικόνες του, π.χ. βλέπεις μία στη γωνία σε ένα σκοτεινό σοκάκι, γερμένη πίσω από μια λάμπα του δρόμου, έτοιμη να πηδήσει από ένα πρεβάζι. Ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε να προκαλούν αντιδράσεις σε όποιον τις συναντούσε.
Ήταν ανώνυμες, χωρίς κανένα tag ή αναγνωριστικό στοιχείο πέρα από το χαρακτηριστικό, αναγνωρίσιμο σχήμα τους, αλλά από στόμα σε στόμα το όνομά του διαδόθηκε και η φήμη του άρχισε να μεγαλώνει.
Πάνω σε έναν από τους «ανθρώπους» του, κοντά στο νούμερο 34 στην East 12th Street, o Μπασκιά σχεδίασε μια νεκροκεφαλή, κάνοντας μια αυθόρμητη συνεργασία που δεκαετίες αργότερα θα μπορούσε να πουληθεί για εκατομμύρια.
Το τρέιλερ του «Shadowman»
Στο σκοτεινό, κοκκώδες υλικό που έχει βρει ο Jacoby και τον δείχνει την ώρα της δουλειάς του, ο Hambleton ταλαντεύεται επικίνδυνα πάνω στις σκαλωσιές, απλώνοντας μπογιά στους καλυμμένους με γκραφίτι τοίχους ενός στενού δρόμου.
Σε λίγα δευτερόλεπτα παρακολουθούμε τις βούρτσες του να σχηματίζουν έναν από τους 450 ανθρώπους-σκιές που ζωγράφισε σε όλη τη Νέα Υόρκη: τεράστιες, απειλητικές φιγούρες που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Jacoby, «εμφανίζονταν απροσδόκητα μέσα στη νύχτα και σε κατατρόμαζαν».
Οι φίλοι του Hambleton θυμούνται πως ο καλλιτέχνης έπρεπε συχνά να τρέχει για να ξεφύγει από την αστυνομία με το δοχείο της μπογιάς στο χέρι, όταν τον πετύχαιναν στη μέση μιας δημιουργίας. Και παρόλο που η τέχνη του αποτυπωνόταν κυρίως στους τοίχους της Νέας Υόρκης, σύντομα άρχισε να μεταφέρει τους Shadowmen του σε καμβά, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του στην πεινασμένη αγορά της τέχνης.
Η επιτυχία του ήταν σχεδόν άμεση. Ο Hambleton ήταν ο πρώτος street artist που αγκαλιάστηκε από την καταξιωμένη σκηνή των γκαλερί της Νέας Υόρκης, με τον Kιθ Χάρινγκτον και τον Μπασκιά να ακολουθούν. Εξέθεσε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1984 και το 1985, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1984 και το 1988, όπου και ζωγράφισε ανθρώπους-σκιές παντού στην πόλη, ενώ στην περιοδεία που ακολούθησε στην Ευρώπη έφερε τις φιγούρες του στους δρόμους τους Παρισιού, της Ρώμης και του Λονδίνου.
Επίσης, ταξίδεψε στο Βερολίνο για να ζωγραφίσει 17 πραγματικού μεγέθους Shadowmen στην ανατολική πλευρά του τείχους του Βερολίνου, επιστρέφοντας έναν χρόνο αργότερα για να ζωγραφίσει κι άλλους στη δυτική πλευρά.
Τα έργα του έγιναν δύο φορές εξώφυλλο στο περιοδικό LIFE. Ο Άντι Γουόρχολ ζητούσε επίμονα από τον Hambleton να γίνει το μοντέλο του για ένα πορτρέτο, αλλά ο Hambleton πάντα τον απέρριπτε. Για ένα διάστημα στα '80s έγινε διασημότητα και ήταν από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της Νέας Υόρκης.
Η αδυναμία του όμως στα ναρκωτικά και γενικά οι καταχρήσεις τον κατέστρεψαν. Οι συνήθειές του «έκαναν τον Μπασκιά να μοιάζει με πρόσκοπο», σχολιάζει ο έμπορος τέχνης Rick Librizzi στην ταινία. Όσο ο εθισμός του χειροτέρευε, «οι μπελάδες που προκαλούσε στην αγορά τέχνης ήταν μεγαλύτεροι από την αξία του».
Αφού διαγνώστηκε με καρκίνο του δέρματος, μια κατάσταση για την οποία αρνήθηκε να δεχτεί θεραπεία, η δημόσια φιγούρα του Hambleton άρχισε να ξεφτίζει. Από κει που ήταν στο απόγειο της διασημότητας, μπήκε σε μια μεγάλη περίοδο (30 χρόνων!) πολύ μεγάλης φτώχειας και μιζέριας.
Το υλικό του φίλου του Hambleton, φωτογράφου Hank O'Neal, δείχνει τη ζωή ενός αστέγου που ζει σε άθλιες συνθήκες στους δρόμους του Lower East Side. Κάθε ανακούφιση (από πωλήσεις έργων του) ήταν προσωρινή, γιατί όλα τα λεφτά τα έδινε για ναρκωτικά.
Το 1995 ο Hambleton πέρασε πάνω από έναν χρόνο στο οικόπεδο ενός σταθμού υγραερίου στο East Village, στο οποίο κατέφευγαν ξοφλημένοι καλλιτέχνες. Ήταν γυμνός, αρουραίοι έτρωγαν τους καμβάδες του την ώρα που κοιμόταν, ζούσε με την αγωνία της κατάληψης, αλλά, παρ' όλα αυτά, ήταν ακόμα σε παραγωγική περίοδο. Ζωγράφιζε ασταμάτητα.
Μόλις, όμως, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου τον αντιλήφθηκε, τον πέταξε στον δρόμο και όλα τα έργα του κατέληξαν στα σκουπίδια. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, με συμπεριφορά που τρόμαζε ακόμα και τους γνωστούς του ‒ γνωστοί και φίλοι του που μιλάνε στην ταινία θυμούνται ότι φοβούνταν πως αν τον πλησίαζαν στον δρόμο ήταν ικανός ακόμα και να τους ληστέψει.
Ωστόσο, καθώς η αξία της δουλειάς του άρχισε να κατρακυλάει και η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά αυξανόταν, ο Hambleton έψαχνε τρόπους να συνεχίσει να δημιουργεί τέχνη, χρησιμοποιώντας ακόμα και αίμα από τις χρησιμοποιημένες σύριγγες όταν ξέμενε από μπογιά.
Όταν πουλούσε έναν πίνακα, γιόρταζε με ένα καλό γεύμα στο Russ & Daughters, ένα πολυτελές εστιατόριο, μαζί με ένα μεγάλο πακέτο ηρωίνης. Κάποιες φορές έδινε πίνακες με αντάλλαγμα ένα γεύμα σε εστιατόριο. Στην ταινία, η φίλη του Anne Havanan, η οποία τότε ήταν κι αυτή junkie και ζούσε μαζί του στο κατειλημμένο κτίριο της Orchard Street, περιγράφει μια σκηνή: «Ο Ρίτσαρντ έμπαινε την ώρα που τρυπιόμουν στο πόδι και μου πρόσφερε χαβιάρι».
Παρόλο που οι γκαλερί δεν έκοψαν εντελώς την επαφή μαζί του, ο κόσμος της τέχνης προχώρησε σε νέα ονόματα και νέες τάσεις. Ο Ρομπερτ Μέρφι, ένας συλλέκτης τέχνης που αγόρασε μεγάλες ποσότητες από τα έργα του Hambleton κατά τη διάρκεια των χρόνων της αθλιότητας στα μέσα των '90s, λέει: «Πιστεύω ότι ο Ρίτσαρντ ήταν κοντά στον θάνατο όταν τον γνώρισα. Ήταν μια σκιά του εαυτού του και πουλούσε την τέχνη του για το τίποτα σε οποιονδήποτε ήθελε να την αγοράσει».
Ο Hambleton παρέμεινε στην περιφέρεια της καλλιτεχνικής σκηνής μέχρι το 2009, όταν ο έμπορος τέχνης Andy Valmorbida, με τη βοήθεια του συνεταίρου του Vladimir Restoin Roitfeld, κατάφερε να τον εντοπίσει. Ο Valmorbida, ο κληρονόμος μιας αυστραλέζικης αυτοκρατορίας καφέ και φαγώσιμων που εργαζόταν στη Wall Street πριν ασχοληθεί με τον κόσμο της τέχνης στα 25 του, έχει κάνει καριέρα εντοπίζοντας πρωτοπόρους καλλιτέχνες με προοπτικές και θεώρησε ότι ήταν καλή ευκαιρία να συστήσει εκ νέου τον Hambleton στην καλλιτεχνική σκηνή. (Ο Valmorbida ίδρυσε το αρχείο Richard Hambleton μετά τον θάνατό του και επιμελήθηκε την επερχόμενη έκθεσή του στο Λονδίνο).
Με την παρότρυνση και τη χρηματοδότηση του Valmorbida, ο Hambleton δημιούργησε μια σειρά νέων έργων, τα οποία έγιναν μέρος μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεση στη Νέα Υόρκη. Η έκθεση έκανε περιοδεία στον κόσμο με στάσεις στο Μιλάνο και τη Μόσχα, καθώς και σε μια δημοπρασία επιχορηγούμενη από τον Sotheby's στο Φεστιβάλ των Καννών.
Παρόλο που η έκθεση ξαναζωντάνεψε το ενδιαφέρον για τα έργα του Hambleton και του έφερε πάλι έσοδα από τις πωλήσεις, ο εθισμός του στα ναρκωτικά τον έφερε πίσω στους δρόμους.
Όπως και να επέλεξε να ζήσει τη ζωή του και όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Hambleton ότι ξεπουλήθηκε. Και η φήμη που γλίστρησε μέσα από τα χέρια του όσο ζούσε έρχεται πια μετά θάνατον, σε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως σχολίασε και ο Jacoby στους «New York Times» μετά τον θάνατό του: «Ο Ρίτσαρντ πάλεψε συνειδητά ενάντια στην εμπορευματοποίηση της τέχνης και σε μια γενιά καλλιτεχνών που ήθελαν να γίνουν διάσημοι και να βγάλουν χρήματα».
«Ο Ρίτσαρντ ήταν πρωτοπόρος» προσθέτει ο Valmorbida. «Η πρώτη έκθεση μετά τον θάνατό του θα αφηγείται την ιστορία ενός πρωτοποριακού καλλιτέχνη, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για το φαινόμενο που έχει γίνει η street art σήμερα. Η επιρροή του θα αυξάνεται συνεχώς».
σχόλια