TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Τα πορδοκούμαρα




 

 

Τα πορδοκούμαρα Facebook Twitter

 


πουρδουκούμαρου 
(Ο, ουδ)/purdukumaru/: σπουδαιοφανής. "Μή-ντουν ακους αυτό του πουρδουκούμαρου. Ούλα τα ξέρ τσι τίπουτα δε νουγά". [αρχ. πορδ(ή) + -ο- + κουμάρ(ι) + -ο-. Η σημασιολογική εξέλιξη σχετίζεται με το ότι ένας σπουδαιοφανής είναι κανονικά και ασήμαντος. Το πορδή στη ΝΕ χρησιμοποιείται καί με  τη σημ. "μικρή, ασήμαντη, αμελητέα ποσότητα", ενώ και το κουμάρι είναι ένα απλό πήλινο αγγείο].

 

― Ελληνική ετυμολογία, του Ινστιτούτου Νοεοελληνικών σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 20017, σελ. 299

 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ