«Δεν είμαι κομπάρσος μωρό μου / είμαι πρωταγωνιστής» κοκορεύεται ο Τομ Γουέιτς στο τραγούδι του "Goin' Out West" από το άλμπουμ Bone Machine του '92 («ξέρω και καράτε / ξέρω και βουντού», λένε παρακάτω οι στίχοι).
Στο σινεμά πάντως έχει υπάρξει και τα δύο. Για την ακρίβεια, κομπάρσος δεν ήταν ποτέ. Ακόμα και σε δεύτερους ρόλους - που είναι και οι περισσότεροι – λειτουργεί ως εκλεκτός καλεσμένος ή μυστηριώδης «απρόσκλητος» ξένος που ακόμα και ο λίγος χρόνος που εμφανίζεται είναι αρκετός για να απογειώσει με την παρουσία του (και την φορτωμένη με αλλόκοτα βιώματα βραχνή εκφορά του λόγου του) μια ταινία στο δικό του, ιδιαίτερο, συχνά απόκοσμο, αλλά ποτέ ψυχρό, σύμπαν.
Σε γενικές γραμμές, είναι πικρή μάλλον παρά ένδοξη η ιστορία των καταξιωμένων μουσικών και ειδικά των ροκ σταρ στο σινεμά. Ο Τομ Γουέιτς, ακόμα κι όταν υποδύεται μια εκδοχή της δημόσιας εικόνας του ως τραγουδοποιού και ερμηνευτή, ποτέ δεν εκτροχιάζει την κινηματογραφική αφήγηση. Αντίθετα, συμβάλλει στην πιστοποίηση της γνησιότητας της πλοκής προσφέροντας έναν αβίαστο και αιώνιο ανθρωπισμό, ακόμα κι όταν υποδύεται από μηχανής θεούς – ή δαίμονες.
Ο Τομ Γουέιτς, ακόμα κι όταν υποδύεται μια εκδοχή της δημόσιας εικόνας του ως τραγουδοποιού και ερμηνευτή, ποτέ δεν εκτροχιάζει την κινηματογραφική αφήγηση. Αντίθετα, συμβάλλει στην πιστοποίηση της γνησιότητας της πλοκής προσφέροντας έναν αβίαστο και αιώνιο ανθρωπισμό, ακόμα κι όταν υποδύεται από μηχανής θεούς – ή δαίμονες.
Δεν πρόκειται για κάποιον χαμαιλέοντα της υποκριτικής φυσικά, ούτε όλες οι ταινίες που έχει παίξει είναι αριστουργήματα –κάποιες σαφώς και είναι– όμως είναι πάντα μια παραπάνω από καλοδεχούμενη και θερμή παρουσία που σε ψήνει να παραμείνεις μάρτυρας στα δρώμενα επί της οθόνης, ακόμα κι όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου συνηγορούν για το αντίθετο.
Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποιες από τις πιο ξεχωριστές εμφανίσεις του σε μια «δεύτερη» καριέρα (που κάποιες φορές είναι σα να συμπληρώνει την πρώτη) που κρατά γερά εδώ και σαράντα ακριβώς χρόνια...
Εν αρχή ήταν η ταινία "Paradise Alley" (1978) σε σκηνοθεσία Σιλβέστερ Σταλόνε όπου ο Τομ Γουέιτς υποδύεται τον «Μαμπλς», έναν «καταραμένο» πιανίστα σ' ένα ομιχλώδες από την κάπνα και τη μοιρολατρική ατμόσφαιρα lounge bar στη Νέα Υόρκη του 1946. Αυτά. Η παρθενική παρουσία του στην οθόνη αποτελεί (ίσως) και τον μοναδικό λόγο να δει κάποιος το φιλμ.
Μερικά χρόνια αργότερα –και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Κόπολα, καθώς είχε γράψει το υπέροχο σάουντρακ για το εγκληματικά υποτιμημένο "One For The Road"– θα ξεκινούσε πιο επίσημα η κινηματογραφική του καριέρα με την εμφάνισή του στις δύο ταινίες που γύρισε τη μια μετά την άλλη ο σκηνοθέτης των «Νονών» και ήταν βασισμένες στις νοσταλγικές νεανικές νουβέλες της S.E. Hinton: το "Outsiders" και το "Rumble Fish"(«Ο Αταίριαστος»), και οι δύο παραγωγής 1983.
Στο δεύτερο (και καλύτερο) είχε και περισσότερο χρόνο στην οθόνη, στο ρόλο του Μπένι, του στωικού και θυμόσοφου ιδιόκτητη του μπιλιαρδάδικου που σύχναζε το νεανικό καστ της ταινίας.
Την επόμενη χρονιά θα εμφανιζόταν και στο "Cotton Club" (και πάλι σε σκηνοθεσία Κόπολα) σε μικρότερο ρόλο, αυτή τη φορά όμως ούτε η παρουσία του δεν μπορούσε να σώσει αυτό το βαθιά προβληματικό έπος για την εποχή της τζαζ και της ποτοαπαγόρευσης.
Δύο χρόνια αργότερα όμως, θα έδινε ρέστα σ' έναν (πρωταγωνιστικό μάλιστα) ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, υποδυόμενος έναν χίπστερ παλαιάς κοπής που καταλήγει στο ίδιο κελί με τον Τζον Λιούρι και τον Ρομπέρτο Μπενίνι, στην πολυαγαπημένη ασπρόμαυρη ελεγεία για losers του Τζάρμους «Στην παγίδα του νόμου» (Down by Law, 1986).
Η παρουσία του ήταν καταλυτική για την ταινία, όχι μόνο ως κεντρικός ερμηνευτής αλλά και ως δημιουργός των δύο τραγουδιών από το αξεπέραστο άλμπουμ του Rain Dogs –το "Jockey Full of Bourbon" και το "Tango Till They're Sore"– που δεσπόζουν στην ηχητική μπάντα του φιλμ.
Μεγάλο (και βαθύτατα συγκινητικό - βουρκώνω και που το σκέφτομαι, αλλά και κάθε φορά που βλέπω καδραρισμένες σκηνές από την ταινία στο μπαρ «56» της Πλουτάρχου) ρόλο είχε και στην επόμενη ταινία που έπαιξε, το "Ironweed" («Ξένοι στην ίδια πόλη», 1987) του Έκτορ Μπαμπένκο από το βιβλίο του Γουίλιαμ Κένεντι, πλάι στον Τζακ Νίκολσον και την Μέριλ Στριπ – απόκληροι (και άστεγοι) και οι τρεις της ζωής και του έρωτα στην Αμερική της οικονομικής ύφεσης του μεσοπολέμου.
Ξανά στην στοργική αγκαλιά του Φράνσις Φορντ Κόπολα μερικά χρόνια μετά, με άλλον ένα σημαντικό ρόλο στον «Δράκουλα» του 1992. Η ερμηνεία του στον ρόλο του Ρένφιλντ –του πρώην συνεργάτη του διώκτη βαμπίρ Βαν Χέλσινγκ που χάνει με μεγαλειώδη τρόπο τα λογικά του μετά από την συνάντησή του με τον κόμη Δράκουλα– είναι τόσο εμπνευσμένη που θα έπρεπε να αποτελεί υπόδειγμα βραβείου Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου.
Εξαιρετικός και απολύτως πειστικός και πάλι, ήταν και την επόμενη χρονιά στη μνημειώδη σπονδυλωτή ταινία του Ρόμπερτ Άλτμαν "Short Cuts" («Στιγμιότυπα», 1993), βασισμένη σε διηγήματα (και ένα ποίημα) του Ρέιμοντ Κάρβερ. Το ντουέτο του με την Λίλι Τόμλιν στους ρόλους ενός μεσήλικου ζευγαριού –εκείνη σερβιτόρα, εκείνος αλκοολικός οδηγός λιμουζίνας– που παρά τις αντιξοότητες, κατοχυρώνουν μια αξιοζήλευτη λούμπεν ευζωία, είναι από τις πιο αξέχαστες βινιέτες μιας μεγάλης ταινίας.
Ακολούθως, ο Τομ Γουέιτς συγκεντρώθηκε περισσότερο στη μουσική του, χωρίς όμως να διακόψει τις σποραδικές (και πάντα απολαυστικές) εμφανίσεις του στο σινεμά, συνήθως σε ταινίες χαμηλότερου βεληνεκούς από τις παραπάνω –με εξαίρεση ίσως το ρόλο του Μεφιστοφελή στην χαοτική φαντασμαγορία «Ο φανταστικός κόσμος του Δρ. Παρνάσους» (2009) του Τέρι Γκίλιαμ– κάποιες όμως από αυτές παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που συχνά οφείλεται στο δικό του αποτύπωμα πάνω τους.
Όπως για παράδειγμα στην μαύρη κωμωδία "Wristcutters: A Love Story" (2006) του Γκόραν Ντούκιτς που μου έχει κολλήσει στο μυαλό από τότε που την είδα πρώτη φορά (νοικιασμένη από τα πιο ξεχασμένα ράφια του βίντεο κλαμπ). Ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια ταινία όπου όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι αυτόχειρες ή επίδοξοι αυτόχειρες και ο Τομ Γουέιτς είναι ο καθοδηγητής τους στο καθαρτήριο;
Ή στο μετα-αφηγηματικό θρίλερ "Seven Psychopaths" (2012) του Ιρλανδού σκηνοθέτη και κορυφαίου σύγχρονου θεατρικού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα, όπου υποδύεται με αυθεντικό πάθος και ανήσυχη συστολή έναν τύπο που κρατά σφιχτά ένα λευκό λαγουδάκι και αφηγείται τα κατορθώματά τους ως κατά συρροή δολοφόνος κατά συρροή δολοφόνων.
Καταλήγουμε έτσι –και χωρίς να έχουν αναφερθεί πλείστοι άλλοι ρόλοι και αυτοαναφορικά «περάσματά» του στη μεγάλη οθόνη– στο σήμερα. Στην προηγούμενη εβδομάδα για την ακρίβεια όταν έγινε η παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας των αδελφών Κοέν, «Η μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς», όπου πρωταγωνιστεί σε μια από τις έξι ιστορίες στον ρόλο του μονήρη και αποφασιστικού χρυσοθήρα ξεχασμένου από θεούς και ανθρώπους. Όχι όμως και από τον διάβολο.
Ένα μοτίβο που μοιάζει να ταιριάζει συνολικά στην κινηματογραφική πορεία του σπουδαίου καλλιτέχνη που στις 7 Δεκεμβρίου θα κλείσει τα 69 του χρόνια.
σχόλια