Γράμμα σε έναν φίλο
Τον θυμάμαι πάντα να μιλάει με χειρονομίες και όρθιος αφού δεν μπορούσε ποτέ να κάτσει σε ένα μέρος πάνω από μισή ώρα. Να γελάει τρανταχτά και με ένα γέλιο που ρουφούσε κάθε υπόλοιπο αμφιβολίας, σαν να ήταν το τελευταίο του, να θυμώνει το ίδιο έντονα, να κοιτάει μόνο στα μάτια και να αντιμετωπίζει οτιδήποτε τελευταίο και ασήμαντο σαν να ήταν η ψηφίδα που θα συμπλήρωνε ιδανικά τον κόσμο.
Με ένα φαρδύ παντελόνι που είχε πάντα πολλές τσέπες –κατάλοιπο ίσως από τα πολεμικά μέτωπα– και ένα t-shirt αγορασμένο από κάποια μακρινή περιοχή της Ανατολής ή το Portobello του Λονδίνου, τις εποχές που ήταν ροκάς, έδινε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος να φύγει και πάλι για κάπου μακριά.
Δεν γινόταν αλλιώς. «Με χρειάζονται» έλεγε εννοώντας πάντα κάποιον που έπασχε σε κάποιο γειτονικό μέτωπο, στις ελληνικές θάλασσες ή στην Αδριατική όπου έφευγε πέρυσι, παραμονές Χριστουγέννων, ταξιδεύοντας σε ένα πλοίο που μετέφερε πρόσφυγες.
Το ίδιο έκανε και εδώ την εποχή που το Ίντερνετ γέμιζε από φωτογραφίες από τη Λέσβο, τον Πειραιά, τη Χίο: ο Γιάννης δεν πήγαινε για να απαθανατίσει στιγμές απελπισίας αλλά να συμπαρασταθεί στους ξεριζωμένους.
«Δεν με ενδιαφέρει να αποκαλύψω με τη φωτογραφία μου αλλά να δω βαθιά την ψυχή του ανθρώπου. Να βοηθήσω όσο μπορώ, και όπως μπορώ» έλεγε, και όχι θεωρητικά.
Όλοι όσοι τον είχαμε ζήσει –φίλοι, συνεργάτες, συνάδελφοι– το ξέραμε ότι το εννοούσε. Γι' αυτό και οι φωτογραφίες του όπως εκείνη η μνημειώδης με τον πατέρα που κρατούσε αγκαλιά σφιχτά το παιδί του τελικά βραβεύτηκαν με Πούλιτζερ, όχι μόνο για την τελειότητα τους αλλά για τον ανθρώπινο κόσμο που ξετύλιγε για μια ακόμα φορά με τρομακτική ακρίβεια.
Αλλά και πάλι ο Γιάννης μερίμνησε ώστε το όνομά του στο βραβείο να συνοδεύεται από εκείνα των συναδέλφων του στο Reuters, Αλέξανδρο Αβραμίδη και Άλκη Κωνσταντινίδη. Ήταν πάντα σεμνός και δίκαιος και η αδικία ήταν το μόνο που μπορούσε να τον εξαγριώσει πραγματικά.
Δεν ήθελε να υποφέρουν οι αδύναμοι ή να περιθωριοποιούνται οι ικανοί. Το είχε μάθει από τον στρατιωτικό πατέρα του ο οποίος τον έπεισε από μικρό να μη φοβάται τα όπλα –«το οποίο έχει δικαίωμα στη ζωή γι' αυτό πρέπει να το σέβεσαι»– και τα πεδία μάχης.
«Στην αρχή νιώθεις να κόβονται τα γόνατά σου, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά μετά αποκτάς μια δύναμη που ξεπερνάει κάθε μέτρο», μου έλεγε όταν τον ρωτούσα πώς αντιμετώπιζε τον φόβο μπροστά στον θάνατο.
Τον είχε δει άλλωστε κατάματα, όταν σε μια φονική ενέδρα το 2000 στη Σιέρα Λεόνε βρέθηκε ανάμεσα σε πυρά και σε δευτερόλεπτα κείτονταν νεκροί δίπλα του στο τζιπ ο στενός του φίλος, Αμερικανός ρεπόρτερ Κερτ Σορκ –του οποίου τη φωτογραφία είχε πάντα στο δωμάτιο του– και ο Ισπανός καμεραμάν Μορένο ντε Μόρα του Associated Press, καθώς και τέσσερις από τους δέκα στρατιώτες που τους συνόδευαν.
Εκείνος κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας προς το δάσος, χωρίς καμία ένδειξη προσανατολισμού και όταν κάποια στιγμή βγήκε προς το άγνωστο, κατάφερε να τραβήξει μια φωτογραφία, προτού καν επινοηθούν οι σέλφι. Νόμιζε πως ήταν η τελευταία του.
Ακολούθησαν μια σειρά από πολεμικά μέτωπα ενώ είχαν προηγηθεί μια σειρά από πεδία μάχης όπου θα μπορούσε να ήταν νεκρός ο ίδιος.
Μου έλεγε με τι δαιμόνιο τρόπο κατάφερε να ξεγελάσει τις αρχές του Ιράν για να μεταφέρει τον φωτογραφικό του εξοπλισμό για να καλύψει την κηδεία του Χομεϊνί, ένα γεγονός που τον έφερε στην πρώτη γραμμή ως φωτορεπόρτερ.
Έζησε από κοντά όλες τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, έμαθε τι σημαίνει εμφύλιος παρακολουθώντας κάθε μάχη στη Γιουγκοσλαβία, βρέθηκε να ανταλλάσσει χαλασμένες κονσέρβες στην Τσετσενία όπου εγκλωβίστηκε σε έναν γκρεμισμένο πύργο γεμάτο οβίδες και πυρομαχικά, είδε πόσο κόκκινες μπορεί να είναι οι παπαρούνες στο Αφγανιστάν –«πιο κόκκινες από το αίμα».
Πάντα έβλεπε την ανάσα του θανάτου και τη χαρά της ζωής να κρύβονται ταυτόχρονα στη γωνία.
Την ώρα που μαινόταν μια μάχη στο Κόσοβο έμαθε τα νέα για τον πρόωρο ερχομό του γιου του στη ζωή από προηγούμενο γάμο, ενώ αγκαλιά με την κόρη του Ρεβέκκα που δεν είχε καν χρονίσει και τη γυναίκα του, την Ελισάβετ, η οποία τον ακολουθούσε σε κάθε νέα τρελή του εξόρμηση, μετακόμισαν το 2008 στην Ιερουσαλήμ όπου κατέλαβε τη διευθυντική θέση του φωτογραφικού τμήματος του πρακτορείου Reuters για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Δεν άντεξε τις εικόνες που με τόση ακρίβεια ο ίδιος φωτογράφιζε και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Όποτε τρελαινόταν με το αθηναϊκό χάος έφευγε για την αγαπημένη του Μάνη, «στεγνή και πραγματική», όπως έλεγε, ή για τα απότομα βουνά.
«Καλά έκανε η μάνα μου που με αποκαλούσε "μοναχικό λύκο"», μου έλεγε θυμίζοντας πως το τατουάζ στο μπράτσο του, πολλά χρόνια πριν γίνουν της μόδας, όταν οι βελόνες ακόμα πονούσαν και αφορούσαν αποκλειστικά τους γενναίους, ήταν ένα τέτοιο άγριο θηρίο.
Γι' αυτό ίσως και ο Γιάννης δεν υποτάχτηκε ποτέ. Τον συγκινούσαν τα πολεμικά μέτωπα γιατί δεν άντεχε την ισοπεδωτική αγριάδα της Αθήνας, τι δουλειά είχε ένας λύκος μέσα στην πόλη; Στην καρδιά πάντως ήταν εξημερωμένο ζώο, απόλυτα υποταγμένο στις επιταγές των φίλων του, τους οποίους φρόντιζε με τεράστια δοτικότητα και αγάπη.
Είναι από τους πιο ακέραιους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, ένα ανεξάντλητο μάθημα σεμνότητας και ήθους, και λέω είναι γιατί ο θάνατος δεν μπορεί να σταματήσει ανθρώπους σαν τον Γιάννη.
Ακόμα και αν τελικά τον συνάντησε, τόσα χρόνια που τον είχε άχτι, δεν τον λύγισε. Είναι εκεί όρθιος και μας δίνει εντολές. «Να το κάνετε το πάρτι όταν φύγω, έτσι;» έλεγε πρόσφατα και δεν φοβόταν να εννοήσει πως δεν θα είναι εκεί. Γιάννη, σε γιορτάζουμε πάντα και κοιτάμε με περηφάνια τις ζωντανές φωτογραφίες σου.
σχόλια