Εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό στο Seine-Saint-Denis, το «Miserables» ξεκίνησε ως βραβευμένη με Σεζάρ ταινία μικρού μήκους, ώσπου ο Γάλλος σκηνοθέτης Λατζ Λι αποφάσισε να την επεκτείνει σε διάρκεια και να ανιχνεύσει τη διάστασή της. Οι «Άθλιοι της απέναντι όχθης» διαγωνίζονται στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών και εισβάλλουν με φόρα στο βαθύ ρατσιστικό πρόβλημα μιας επιμελώς διχασμένης κοινωνίας.
Μεθυσμένα από τη νίκη της Εθνικής Γαλλίας στο ποδόσφαιρο, τα ευφορικά πλήθη πανηγυρίζουν στους δρόμους κι ένα ντουέτο αστυνομικών καλωσορίζει ένα καινούργιο μέλος, ψαρωμένο, αλλά εμφανώς πιο μετριοπαθές και ευαίσθητο, στην καθημερινή τυπική τους τσάρκα, καθώς τίποτε δεν προδικάζει πως μια εισαγωγική περιπολία ρουτίνας με περιγραφές, τις απαραίτητες συστάσεις και υπηρεσιακό χιούμορ θα εξελιχθεί σε σύρραξη.
Τα προάστια παραμένουν εύφλεκτα, επιβεβαιώνοντας εμφατικά αυτά που γνωρίζουμε από το «Μίσος» και πέρα. Οι έφοδοι, στο όριο της νομιμότητας και στην πρακτική της αναγκαιότητας, γίνονται με θράσος και υπερβολή και οι ισορροπίες τηρούνται στο τσακ ανάμεσα στους εκπροσώπους του νόμου και στους αυτόκλητους αρχηγούς των ομάδων, τους άτυπους ελεγκτές της γειτονιάς, που συμπεριφέρονται σαν τσαντισμένοι προαγωγοί των συμφερόντων των πιο δειλών «αδελφών» τους.
Η ταινία είναι σφιχτή και ζωηρή, επείγουσα αν και όχι καταγγελτική, σηματοδοτώντας την έλευση ενός ταλέντου στον γαλλικό κινηματογράφο.
Μια ασήμαντη αφορμή, ως συνήθως, η αρπαγή ενός μωρού λιονταριού από ένα τσίρκο Τσιγγάνων από έναν παραβατικό ανήλικο αφρικανικής καταγωγής πυροδοτεί, εκτός από πολλά νεύρα και παρεξηγήσεις, έναν ακούσιο πυροβολισμό μέσα στον χαμό: το αγόρι τραυματίζεται από αστυνομικό και η φάση έχει καταγραφεί σε βίντεο από έναν άλλον ανήλικο που αμέσως κρύβει το υλικό, διακινδυνεύοντας τη λευκή κυριαρχία σε μια περιοχή που δεν τη γουστάρει καθόλου.
Μαύροι και μουσουλμάνοι κινούνται υπό συνεχή επιτήρηση, σαν να λογοδοτούν για τη μοίρα τους σε μια πόλη που τους έχει περιθωριοποιήσει για τους πολλούς γνωστούς λόγους. Ο Λατζ Λι δεν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο αλλά καταδεικνύει με σκηνοθετικό δυναμισμό και εξαιρετική πλανοθεσία τον αναβρασμό σε ένα ανοιχτό γκέτο. Παραθέτοντας εικόνες καθημερινότητας από την οπτική δύο λευκών κι ενός μαύρου αστυνομικού, που γνωρίζουν τα κατατόπια και έχουν βάλει τα προσωρινά σημάδια πλοήγησης στο πεδίο που εποπτεύουν, σταδιακά αναδεικνύει τις διαθέσεις των ξένων στη χώρα τους, των σύγχρονων Αθλίων, μέχρι τη συλλογική τους εμφάνιση, σαν το κύμα στα γήπεδα, που στην ένωση και στην πίεση φαίνεται η ισχύς του.
Η ταινία είναι σφιχτή και ζωηρή, επείγουσα αν και όχι καταγγελτική, σηματοδοτώντας την έλευση ενός ταλέντου στον γαλλικό κινηματογράφο.
Δείτε το τρέιλερ των Άθλιων
Η Ματί Ντιόπ είναι κόρη μουσικού της τζαζ, ανιψιά του εμβληματικού κινηματογραφιστή Τζιμπρίλ Ντιόπ Μαμπετί και η πρώτη μαύρη σκηνοθέτις που έγινε δεκτή με ταινία της στην 72χρονη ιστορία του επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος των Καννών! Προετοίμαζε επί 7 χρόνια το «Atlantique», θεματικά εμπνευσμένο από μυριάδες ιστορίες νέων ανθρώπων που φεύγουν με βάρκες από τη Σενεγάλη αναζητώντας την τύχη τους στις ευρωπαϊκές ακτές, κυρίως στα παράλια της κοντινής Ισπανίας.
«Από τη στιγμή που το πάρεις απόφαση να φύγεις είσαι ήδη νεκρός» είναι η φράση που της είχε πει ο ξάδελφός της και δεν θα βγει ποτέ από το μυαλό της. Ταλαιπωρημένοι απάτριδες, έρμαια της πολιτικής ελεημοσύνης ή πνιγμένοι στο πέλαγος, οι αναχωρήσαντες εγκαταλείπουν βίαια την κοιτίδα, εκτός κι αν το φάντασμά τους στοιχειώσει αυτούς που τους περιμένουν − θέλοντας να ψέξουν η μία την άλλη, οι κοπέλες αποκαλούν τις φίλες τους μάγισσες, δείγμα ενός λαού που ανακαλεί αναχρονιστικές δοξασίες, ενώ φοράει μαντίλα.
Για τις ανάγκες της ταινίας επέστρεψε στα πάτρια χώματα της Σενεγάλης, έκανε τα γυρίσματα στο Ντακάρ με ντόπιους ηθοποιούς και επικεντρώθηκε στο καταδικασμένο ρομάντσο μιας κοπέλας που ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν πλούσιο, και τον αγαπημένο της, που κοιτάζει με ανάμεικτα συναισθήματα ελπίδας και απόγνωσης τον ωκεανό, καθώς δεν τολμά να της εξομολογηθεί πως μαζί με φίλους του θα φύγει για πάντα το ίδιο βράδυ, με μια πιρόγα.
Ανήκει στην πρώτη γενιά προσφύγων από την Αφρική, όσων νιώθουν εγκλωβισμένοι στο αδιέξοδο της ανέχειας και εθελοτυφλούν μπροστά σε ένα όνειρο που δεν υλοποιείται σχεδόν ποτέ, σε αντίθεση με τους μετανάστες της Γαλλίας που σύρθηκαν ακούσια από τις αποικίες στη νέα γη και εγκαταλείφθηκαν στην περιφέρεια της δυτικής πολυτέλειας.
Τα κύματα του Ατλαντικού που σκάνε υπνωτιστικά στην απέραντη παραλία του Ντακάρ, μαζί με την ambient μουσική υπόκρουση και τα ζεστά νυχτερινά πλάνα, λειτουργούν ατμοσφαιρικά και αισθησιακά, σαν αντίδοτο για την πίεση που η 17χρονη ηρωίδα δέχεται από τους γονείς, τις μουσουλμάνες φίλες αλλά και έναν ντετέκτιβ που ερευνά μια πυρκαγιά. Είναι όντως ο εξαφανισμένος αγαπημένος (αν και όχι τεχνικά εραστής της) ο δράστης; Πώς μπορεί να είναι ύποπτος ένας νέος άνδρας που παλεύει με τα κύματα;
Η μεταφυσική διάσταση του «Atlantique» ενισχύεται από την παρουσία γυναικών που θεωρούνται νεκρές και ζητούν τους μισθούς τους από το αφεντικό που τις εκμεταλλεύτηκε. Και η παρουσία ενός άνδρα-ζόμπι στη λεπτομέρεια μιας φωτογραφίας περιπλέκει ακόμα περισσότερο μια υπόθεση που μπολιάζει ευφάνταστα το πολιτικό σχόλιο στον νόστο και στον άδολο ερωτισμό. Ο χειρισμός του καθαρόαιμα black προβλήματος από τη Ματί Ντιόπ δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από τον ασυγκράτητο ρεαλισμό του Λατζ Λι.
Δείτε μια σκηνή από την ταινία Atlantique
σχόλια