Ο πολυβραβευμένος light designer σημαντικών παραστάσεων χορού Μάικλ Χαλς έχει χαρακτηριστεί από τον βρετανικό Τύπο «χορογράφος του φωτός». Τα τελευταία 25 χρόνια είναι ο μόνιμος συνεργάτης του Ράσελ Μάλιφαντ, μαζί με τον οποίο υπογράφει το «Thread» (Το Νήμα) που είδαμε στην Επίδαυρο σε μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου, βασισμένο σε παραλλαγές ελληνικών παραδοσιακών χορών, και θα επαναληφθεί στο Μέγαρο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας σχεδιαστής φωτισμού επιλέγει να εργάζεται αποκλειστικά ή κυρίως για τον σύγχρονο χορό λόγω της απουσίας σκηνικού. Η παράσταση «The Thread» χαρακτηρίζεται από τις γρήγορες, στακάτες αλλαγές του φωτός που δημιουργούν διαφορετικά σχήματα και μεγέθη –σχεδόν θυμίζει γλυπτική–, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη χορογραφία.
— Πρόκειται για μια τεχνική που αναπτύξατε μαζί με τον Ράσελ Μάλιφαντ μέσα από την πολύχρονη συνεργασία σας;
Ναι, όταν ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε με τον Ράσελ, πριν από 25 χρόνια, ο στόχος ήταν να δημιουργήσουμε μια συνομιλία φωτός και χορού.
— Το «Thread» χαρακτηρίζουν η παραδοσιακή ελληνική μουσική (διασκευασμένη από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου), τα πολύχρωμα μοτίβα στα κοστούμια –αναφορά στον μινωικό πολιτισμό– και, φυσικά, οι παραδοσιακοί χοροί. Καθώς ο στόχος ήταν να υπογραμμιστούν όλα αυτά τα στοιχεία, εφαρμόσατε διαφορετικές τεχνικές από αυτές που συνηθίζετε;
Όχι, γιατί ως έναν βαθμό η συνεργασία μας με τον Ράσελ βασίστηκε στην ιδέα ότι, όσο εκείνος θα χορογραφούσε, το φως θα χρησιμοποιούνταν για να χορογραφηθεί ο χώρος και ο τρόπος που αυτό κινείται και μετασχηματίζεται.
Το πλήρες σκοτάδι είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για να δημιουργήσεις μια σεκάνς κινήσεων που θα υποδηλώνει το πέρασμα του χρόνου ή την αλλαγή του χώρου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί μια δομή, για να χωρίσουμε κάτι σε ξεχωριστά επεισόδια.
— Έχουμε δει δουλειά σας στην Αθήνα χάρη στον Άκραμ Καν που είχε φέρει το «Torobaka» με τις παθιασμένες εντάσεις του φλαμένκο και του κατάκ, κι αργότερα το «Xenos» στη Στέγη. Και στις δύο περιπτώσεις ο φωτισμός δημιουργούσε μια υποβλητική σκηνική ατμόσφαιρα. Ποιες είναι οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο χορογράφων, του Άκραμ Καν και του Ράσελ Μάλιφαντ;
Η δουλειά του Ράσελ είναι ένας αυθεντικά αφηρημένος χορός, ενώ του Άκραμ συνήθως αποτελείται από μια σειρά αφηγηματικών συνδέσεων και εξωγενών θεμάτων, είτε σαφών είτε ασαφών, που καθοδηγούν το περιεχόμενο και την εικόνα (π.χ. ο ρόλος των Ινδών φαντάρων από τις αποικίες κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Xenos) κι έτσι στόχος του φωτισμού, εν μέρει, είναι να εκφράσει αυτά τα στοιχεία και τις αναφορές στον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Εκτός αυτού, σε όλες τις δημιουργίες του Άκραμ υπάρχει σχεδόν πάντα σκηνογραφία που λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης για τον φωτισμό, αφού υπάρχει ήδη κάτι και πρέπει να φανεί. Με τον Ράσελ το αντίστοιχο σημείο εκκίνησης είναι το απόλυτο σκοτάδι σε μια εντελώς άδεια σκηνή, ένα κενό το οποίο προσφέρεται ώστε ο φωτισμός να δημιουργήσει διαφορετικούς χώρους και ροή μέσα από μια σειρά μεταμορφώσεων του ίδιου του χώρου.
—Ποιες είναι οι θεατρικές συμβάσεις που επιστρατεύονται ώστε να υπογραμμιστούν οι κινήσεις των ερμηνευτών που εκτινάσσουν το συναίσθημα;
Αυτή η ερώτηση χρειάζεται χρόνια σκέψης. Να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα – δεν θέλω να γίνω μακάβριος, αλλά έχει να κάνει με απώλεια ή θάνατο. Όλα τα πράγματα φτάνουν σε ένα τέλος, οπότε, όταν το φως αρχίζει να σβήνει σιγά-σιγά και ξέρουμε ότι κάτι τελειώνει, υπάρχει ένα είδος συνειδητοποίησης της απώλειας, ότι κάτι έχει αφαιρεθεί από εμάς τέλος πάντων – προσωπικά, με έχει ανακουφίσει το αίσθημα της απώλειας στο τέλος κάποιων παραγωγών που έχω παρακολουθήσει.
»Δεδομένου ότι δίνουμε αξία σε αυτό που βλέπουμε, αν η κίνηση των χορευτών κατά τη διάρκεια αυτού του αργού σβησίματος του φωτισμού γίνει πιο γρήγορη, τότε, χάρη στον τρόπο που το μυαλό μας ερμηνεύει αυτό που βλέπουμε, η κίνηση γίνεται όλο και πιο θολή και μοιάζει να φεύγει, ακολουθώντας τις εικόνες στον αέρα, έτσι το σώμα δείχνει να διαλύεται μπροστά στα μάτια μας, ενώ η αυξανόμενη ενέργεια της κίνησης έρχεται σε αντίθεση με την ενέργεια του φωτός που υποχωρεί. Υπ' αυτές τις συνθήκες, μπορεί να εμπλακούμε συναισθηματικά, καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας μάχης επιβίωσης, της οργής που προκαλεί ο θάνατος του φωτός.
—Σε ποιες περιπτώσεις επιλέγετε το σκοτάδι αντί του φωτός;
Το πλήρες σκοτάδι είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για να δημιουργήσεις μια σεκάνς κινήσεων που θα υποδηλώνει το πέρασμα του χρόνου ή την αλλαγή του χώρου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί μια δομή, για να χωρίσουμε κάτι σε ξεχωριστά επεισόδια. Το μερικό σκοτάδι μπορεί να οξύνει τις αισθήσεις μας, δηλαδή μπορεί να ανοίξει κυριολεκτικά ακόμα πιο πολύ την κόρη του ματιού ώστε να καταφέρουμε να δούμε ό,τι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ή να αναγνωρίσουμε όταν δεν καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε.
»Θεωρώ ότι το πρωταρχικό μας ένστικτο στη μάχη ή στην πτήση ξεκλειδώνει όλες μας τις αισθήσεις, συγκεκριμένα της ακοής και της όρασης, προκειμένου να συλλέξουμε αρκετές πληροφορίες σχετικά με αυτό που βλέπουμε. Το κιαροσκούρο και η ισορροπία μεταξύ σκότους και φωτός υπογραμμίζει την ανάγλυφη τρισδιάστατη μορφή του σώματος στον μέγιστο βαθμό, ακριβώς όπως και η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, όταν το σώμα κινείται μεταξύ αυτών των δύο, ξεπερνώντας τα μεταξύ τους τα όρια.
Info:
The Thread
Σκηνοθεσία, χορογραφία: Ράσελ Μάλιφαντ
Πρωτότυπη μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου
Φωτισμοί: Mάικλ Χαλς
Κοστούμια: Μαίρη Κατράντζου
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
20-24/11 & 3-4/12, 20:00
Εισ.: €20-75
σχόλια