Μπορεί μια μαραμένη λαχανίδα να μεταλλαχθεί σε τριαντάφυλλο;
Μπορεί μια ταπεινή κι αμόρφωτη λουλουδού να μεταμορφωθεί σε δούκισσα; Αν και ακραίο, το πείραμα του καθηγητή Χίγκινς στέφεται με επιτυχία. Η Ελάιζα Ντουλίτλ, το βρομερό κορίτσι που μιλάει την «κακόηχη» διάλεκτο των cockneys, μεταφυτεύεται από τους λασπωμένους δρόμους του Λονδίνου, όπου μεγάλωσε, στην πιο αξιοσέβαστη συνοικία της πόλης, στο θερμοκήπιο καλής ανατροφής του περιβόητου καθηγητή Φωνητικής.
Εκεί, υπό το άγρυπνο βλέμμα του, αλλάζει όχι μόνο τους τρόπους της αλλά και το δέρμα της. Καταρχάς κυριολεκτικά, εφόσον την πλένουν και την τρίβουν τόσο επίμονα, ώστε ούτε ο πατέρας της δεν την αναγνωρίζει. Στη συνέχεια μεταφορικά, αφού, ύστερα από έξι μήνες εντατικής εκπαίδευσης στην οικία Χίγκινς, η Ελάιζα εξευγενίζεται τόσο ραγδαία, ώστε ξεγελάει εν μια νυκτί τα μέλη της υψηλής κοινωνίας και τους μεγαλύτερους ειδήμονες της χώρας: στη δεξίωση του πρέσβη όλοι πιστεύουν πως έχουν μπροστά τους μια δούκισσα. Τώρα πια το χαμίνι του Λίσον Γκρόουβ κινείται με σπάνια χάρη, χειρίζεται τα ασημένια μαχαιροπίρουνα σαν μαέστρος τις μπαγκέτες του και παίζει στο πιάνο Μότσαρτ και Μπραμς με την ίδια άνεση που απολαμβάνει το αρωματικό ινδικό τσάι της.
Κι ενώ το πρώτο μέρος της παράστασης κυλάει σχετικά ομαλά –και ενίοτε ιδιαιτέρως αργά–, στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται μια αιφνιδιαστική στροφή. Ο θεατής αισθάνεται ξαφνικά σαν να δόθηκε κάποιο παράξενο «σήμα» –την ώρα του διαλείμματος;– και όλα αναποδογύρισαν. Οι άνδρες έγιναν γυναίκες και τα άλογα άνθρωποι.
Ο ενθουσιασμός του καθηγητή, ασυγκράτητος. Κατάφερε το ακατόρθωτο. «Είναι η σκληρότερη δουλειά που έκανα ποτέ μου! [...] Δεν έχετε ιδέα πόσο τρομερά ενδιαφέρον είναι να παίρνεις ένα ανθρώπινο ον και να το μετατρέπεις σε ένα άλλο, αρκετά διαφορετικό ον, αναμορφώνοντας εκ νέου την ομιλία του. Γεμίζεις αυτό το βαθύ χάσμα που χωρίζει τη μία τάξη από την άλλη και τη μία ψυχή από την άλλη». Ωσάν μοντέρνος Πυγμαλίων (αυτός, άλλωστε, είναι και ο τίτλος του πρωτότυπου έργου), ο Χίγκινς πλάθει τη Γαλάτεια των ονείρων του. Παίρνει μια «βωβή» μάζα από τον βούρκο και της δίνει λαλιά. Υιοθετεί έναν παρία και τον εκτοξεύει στην κορυφή του κοινωνικού στερεώματος. Πράγματι σκληρή δουλειά... Η Ελάιζα, από την πλευρά της, δεν είναι τόσο σίγουρη ότι ζει ένα «θαύμα». Μπορεί η ίδια να χτύπησε την πόρτα του καθηγητή, μπορεί μόνη της να ζήτησε την καθοδήγησή του, ουδέποτε όμως φαντάστηκε τι θα της συνέβαινε σε αυτό το ταξίδι: ότι θα έφτανε να αισθάνεται σαν ένα παιδί σε ξένη χώρα, στη χώρα του Χίγκινς και των ομοίων του. «Έχω ξεχάσει τη δική μου γλώσσα και δεν μπορώ να μιλήσω καμία άλλη πέρα από τη δική σας». Εξόριστη από την ίδια της τη γλώσσα, εκριζωμένη από την τάξη της, εγκλωβισμένη σε μια ψευδαίσθηση, μια δούκισσα με ψυχή λουλουδούς, μια λουλουδού με τρόπους δούκισσας, στέκεται την ίδια στιγμή απρόθυμη να επιστρέψει στον βούρκο από τον οποίο με τόσο κόπο διέφυγε. Νιώθει πραγματικά χαμένη. «Μακάρι να μ' είχες αφήσει εκεί που με βρήκες» λέει στον μέντορά της. «Πουλούσα λουλούδια, δεν πουλούσα τον εαυτό μου. Τώρα που με έκανες κυρία, δεν μου ταιριάζει να πουλήσω τίποτε άλλο».
Παρά τα μακριά γάντια και τα καπέλα, παρά την αλάνθαστη προφορά της, η Ελάιζα θα γίνει πραγματική κυρία μονάχα όταν σταματήσει να «παζαρεύει τη στοργή» του Χίγκινς, εκτελώντας τα «σκυλίσια κόλπα» της. Όταν σταματήσει να φοβάται και γίνει «κυρία» του εαυτού της. Τότε επέρχεται η ύστατη μεταμόρφωση και η πιο σημαντική: η Ελάιζα γίνεται ένας πραγματικός «πύργος δύναμης» που γεννά τον θαυμασμό ακόμη και του ανάλγητου Χίγκινς. Μια πραγματικά «ωραία κυρία», χωρίς «μου», «σου» ή οποιαδήποτε άλλη κτητική αντωνυμία.
Δεν είναι τα «στολίδια» του λόγου ή του σώματος αυτά που ορίζουν τη θέση μιας γυναίκας στην κοινωνία. Δεν θα έπρεπε αυτά να της εξασφαλίζουν τον σεβασμό ή την ίση μεταχείριση. Ο Σο επιτίθεται σε όλα τα επιφανειακά σημειολογικά συστήματα και σύμβολα που χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της κοινωνικής αξίας και αποδοχής του ανθρώπου.*
Η σκηνογραφική ιδέα (Λουκία Χουλιάρα) μας παρουσιάζει ένα «θέατρο-μέσα-στο-θέατρο»: το κοινό αντικρίζει μια παλιομοδίτικη σκηνή μιούζικ-χολ, με βαριές κουρτίνες και πολλά λαμπάκια, εκεί όπου η Ελάιζα καλείται να δώσει την ερμηνεία της ζωής της, την ερμηνεία από την οποία θα κριθεί το μέλλον της. Η ζωή είναι ένα καμπαρέ, όπως επιμένει το γνωστό τραγούδι, και όλοι οι συμμετέχοντες καλούνται να υποστηρίξουν του λόγου το αληθές.
Οι ήρωες αναγνωρίσιμοι και το διακύβευμα καθαρό. Η σκηνοθεσία επιθυμεί να μείνει πιστή στο πνεύμα του πρωτοτύπου, φωτίζοντας τις σκοτεινές και συνήθως παραμελημένες πλευρές του κειμένου του Σο, τη σκληρότητα και τη μελαγχολία που αναπόφευκτα γεννιούνται όταν ένα πλάσμα ξεριζώνεται από την τάξη του και απαρνιέται τη γλώσσα του με σκοπό να «ανέλθει» κοινωνικά. Οι σκηνές όπου η Ελάιζα στριμώχνεται μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί για να δεχτεί τις υποδείξεις του καθηγητή –με το ζόρι παραδείσιο πουλί– λειτουργούν εύγλωττα ως προς τον σκοπό αυτόν, όπως και η σκηνή στις ιπποδρομίες του Άσκοτ, όπου η αναβαπτισμένη πλέον ηρωίδα καλείται, σαν καλοεκπαιδευμένο ζωάκι, να επιδείξει τα πολλαπλά ταλέντα της ενώπιον των αδηφάγων θεατών.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε αρκετά μακριά από τον λαμπερό κόσμο της περίφημης κινηματογραφικής εκδοχής του μιούζικαλ. Το χιούμορ δεν απουσιάζει, αλλά εδώ τα μεγέθη είναι πιο ανθρώπινα και οι αδυναμίες εκτεθειμένες σε κοινή θέα. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και μια πλαδαρότητα ως προς τη χωροταξία των σωμάτων: διαμοιρασμένα σε χαλαρά υποσύνολα, πότε ενεργοποιημένα και πότε αδρανή, πότε εν κινήσει και πότε χύμα στο πάτωμα, η εντύπωση που δημιουργούν μοιάζει να μην υπακούει σε κάποια ενδιαφέρουσα αρχή οργάνωσης. Η ασυμμετρία τους δεν γοητεύει τις αισθήσεις.
Κι ενώ το πρώτο μέρος της παράστασης κυλάει σχετικά ομαλά –και ενίοτε ιδιαιτέρως αργά–, στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται μια αιφνιδιαστική στροφή. Ο θεατής αισθάνεται ξαφνικά σαν να δόθηκε κάποιο παράξενο «σήμα» –την ώρα του διαλείμματος;– και όλα αναποδογύρισαν. Οι άνδρες έγιναν γυναίκες και τα άλογα άνθρωποι. Ο πρότερα ισχυρός Χίγκινς οδηγείται στην εκθήλυνσή του, κουρνιάζει ευάλωτος με την κούκλα-ομοίωμά του, παλιμπαιδίζει φορώντας γυναικεία ρόμπα και ζαρτιέρες. Για την ακρίβεια, όλοι φοράνε ζαρτιέρες. Δυστυχώς, αυτό το «εύρημα», που μόνο ευρηματικό δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς, προσδίδει μια αίσθηση ευκολίας στο εγχείρημα και το ζημιώνει σημαντικά. Δεν αρκούν τα ενδυματολογικά αξεσουάρ για να περάσουμε το «μήνυμα». Δεν γίνεται ξαφνικά να βρισκόμαστε στο κλουβί με τις τρελές. Δηλαδή, από κει που έχουμε μια κλασική προσέγγιση στο πρώτο μέρος, να προσγειωνόμαστε ξαφνικά σε ένα μεταμοντέρνο σύμπαν για το οποίο κανένας δεν μας προετοίμασε τόση ώρα τώρα. Η τριχοτόμηση της Ελάιζα φαντάζει κι αυτή «έμπνευση της στιγμής», που αδυνατεί να μας πείσει, έτσι αργοπορημένα και άγαρμπα όπως παρουσιάζεται. Φελινικές φιγούρες (η εξιδανικευμένη μάνα ντυμένη στα λευκά, η εύσωμη, πληθωρική πόρνη με τα πορτοκαλί μαλλιά), καρέκλες ατάκτως ερριμμένες, ένα vintage κρεβάτι νοσοκομείου, κουρτίνες από άλλες εποχές... Δεν χτίζεται έτσι μια ατμόσφαιρα ονείρου, μια εφιαλτική «πόλη γυναικών», με πρόχειρα, αναφομοίωτα δάνεια και αναφορές που, έτσι όπως επιβάλλονται, υπονομεύουν την προσπάθεια μιας διαφορετικής ανάγνωσης του έργου.
Από κει και πέρα, αξίζει να σημειωθεί η εξαιρετική δουλειά που έγινε σε επίπεδο μετάφρασης, τόσο της πρόζας όσο και των στίχων των τραγουδιών. Ο Γιάννος Περλέγκας ως Χίγκινς αποδεικνύει εκ νέου το μοναδικό χάρισμά του να συμπαρασύρει τον θεατή με την πυκνότητα και την ουσία της ερμηνείας του. Σαγηνευτική φωνητικά η Χριστίνα Ασημακοπούλου ως Ελάιζα, άψογα μετρημένη η Ιωάννα Φόρτη ως οικονόμος Πιρς, χαριτωμένος αλλά ενίοτε υπερβολικός ο Μιχάλης Τιτόπουλος ως νευρωτικός συνταγματάρχης Πίκερινγκ.
* Lynda Mugglestone
Info:
Τζορτζ Μπέρναρντ Σο
Ωραία μου κυρία
Λέρνερ & Λόου
Μουσική διεύθυνση: Στάθης Σούλης
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Iδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Λεωφ. Συγγρού 364, Καλλιθέα
21, 22, 23, 24, 28, 29, 30 Νοεμβρίου 2019
1, 5, 6, 7, 8, 12, 13, 14, 15, 19, 20, 21, 22, 24, 26, 27, 28, 29, 31 Δεκεμβρίου 2019
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια