Πουλάει βιολέτες. Είναι κόκνεϊ. Έχει έναν πατέρα κάφρο και ένα παρελθόν που δεν σηκώνεται εύκολα από νεανικές πλάτες. Κουράστηκε να την αντιμετωπίζουν σαν παράσιτο κι αποφασίζει να μεταμορφωθεί σε κυρία της υψηλής κοινωνίας. Αλλά το ταξίδι ως εκεί έχει υποχωρήσεις, ταπεινώσεις, αμφιθυμία. Και κυρίως ενέχει έναν κίνδυνο: Μπορεί όταν το παραμύθι και η πορεία προς τη μεταμόρφωση τελειώσουν όλη η περιπέτεια να κλείσει με την φράση: «Φέρε μου τις παντόφλες». Και τότε γιατί αυτό το χαμίνι έξω από το Covent Garden μόχθησε να μεταλλαχθεί σε σύγχρονη πριγκίπισσα; Μήπως τελικά η στιγμή που αναρωτιέται «Σε καλύτερη θέση ήμασταν στο Κόβεντ Γκάρντεν. Πουλούσα λουλούδια. Δεν πουλούσα τον εαυτό μου. Τώρα που μ' έκανες κυρία, τι μου έμεινε να πουλήσω;» εμπεριέχει τελικά όλη την ουσία του έργου;
Στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ανεβαίνει το «τέλειο μιούζικαλ», η «Ωραία μου κυρία» των Άλαν Τζέι Λέρνερ και Φρέντερικ Λόου, ένα από τα πιο επιτυχημένα μιούζικαλ στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, και ο Γιάννος Περλέγκας αναμετριέται με ένα μυθικό έργο που μάλλον κόντρα είναι σε ό,τι έχει κάνει ως τώρα. Η σκηνή έχει ήδη γεμίσει κόκκινα φώτα, τα κοστούμια είναι λαμπερά και σέξι, τα δύο μεγάλα μαύρα πιάνα (το μιούζικαλ ανεβαίνει στην εγκεκριμένη εκδοχή για δύο πιάνα) έχουν πάρει θέση στα δύο άκρα της αίθουσας, άλογα επιστρατεύτηκαν, οι πρωταγωνιστές ετοιμάζονται για ξέφρενους χορούς και η όλη ατμόσφαιρα μοιάζει να ξεπήδησε από τους πίνακες του Τουλούζ-Λοτρέκ, τα βαριετέ των ταινιών του Φελίνι και τα σκοτεινά καμπαρέ του Μπομπ Φόσι. Ο πόλεμος των δύο φύλων και των κοινωνικών τάξεων ξεκινά οσονούπω σε ένα οργιώδες σκηνικό!
Μέσα από το δράμα της πλανόδιας λουλουδούς του εδουαρδιανού Λονδίνου που χειραγωγείται από τον πόνο βλέπω την ιστορία μιας κοινωνικής ενσωμάτωσης που συντελείται με πολύ μεγάλο κόστος. Για μένα αυτό το έργο παραμένει ένα κείμενο ενοχλητικό για την ηθική της μεσαίας τάξης, παρόλο που από τη στιγμή που παρουσιάστηκε το μιούζικαλ όλοι στεκόμαστε στο ανώδυνο love story.
Ας δούμε καταρχάς την ιστορία: Την περίοδο της βασιλείας του βασιλιά Εδουάρδου, στο Λονδίνο, η Ελάιζα Ντούλιτλ, μια πλανόδια λουλουδού με βαριά, ακατάληπτη προφορά συναντά έξω από το Κόβεντ Γκάρντεν όπου δουλεύει τον διακεκριμένο καθηγητή φωνολογίας Χένρι Χίγκινς, ο οποίος την οικτίρει για την τραχύτητα του γλωσσικού της ιδιώματος. Ο Χίγκινς την ίδια στιγμή φιλοξενεί στο σπίτι του τον Συνταγματάρχη Χιου Πίκερινγκ, ο οποίος επίσης ασχολείται με τη φωνολογία. Οι δυο διανοούμενοι στοιχηματίζουν ότι μέσα σε ένα εξάμηνο μπορούν να εκπαιδεύσουν την αθυρόστομη λουλουδού με τρόπο που ο κοινωνικός τους περίγυρος να πειστεί ότι είναι δούκισσα. Έτσι προτείνουν στην Ελάιζα να δεχτεί μαθήματα ορθοφωνίας από τον Χίγκινς. Η νεαρή εγκαθίσταται στο σπίτι του, ξεκινά τις διδασκαλίες, υπομένει τα βασανιστικά μαθήματα γλωσσολογίας, αρχίζει να φαντασιώνεται τρόπους εξόντωσης του Χίγκινς και κάποια στιγμή αρχίζουν οι δοκιμασίες για να διαπιστώσουν αν τελικά έμαθε αριστοκρατικά αγγλικά.
O ελληνικός μύθος του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει διασωθεί στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στη βικτωριανή Αγγλία. Σε αυτόν βασίζεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το θεατρικό «Πυγμαλίων» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο (1912) στο οποίο στηρίζεται με τη σειρά του το μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία».
Παρότι ο «Πυγμαλίων» και η «Ωραία μου κυρία» μοιράζονται την ίδια πλοκή, το ύφος και κυρίως το διαφορετικό τέλος που έχουν διαλέξει οι δημιουργοί τους τα διαφοροποιούν σημαντικά. Η φύση του είδους καθορίζει άλλωστε το αποτέλεσμα. Ο Σο, για παράδειγμα, είχε δηλώσει πως έγραψε τον Πυγμαλίωνα κατά τα πρότυπα των ιψενικών έργων και ειδικά του «Κουκλόσπιτου», εξού και αρνείται το ευτυχές τέλος (η Ελάιζα καταλήγει με τον Φρέντι και όχι με τον καθηγητή Χίγκινς). Το μιούζικαλ, ωστόσο, αφενός θέλει ρομάντζο αφετέρου πρέπει να ανταποκρίνεται στις συντηρητικές προσδοκίες του (αμερικανικού) κοινού. Άρα μόνο η ευτυχής κατάληξη τού ταιριάζει. Έτσι, η Ελάιζα που σε όλο το έργο χαρακτηρίζεται από παιδικότητα και αφέλεια, είναι άγαρμπη και αστεία, καταλήγει με τον Χίγκινς, καθώς αντιλαμβάνεται ότι, παρ' όλα όσα έχουν συμβεί, εκείνος είναι ερωτευμένος μαζί της.
Το μιούζικαλ των Λέρνερ και Λόου έκανε αρχικά δοκιμαστικές παραστάσεις στο Νιου Χέιβεν και τη Φιλαδέλφια αλλά η πρεμιέρα στο Θέατρο Μαρκ Χέλινγκερ του Μπρόντγουεϊ (15 Μαρτίου 1956), με τον αστέρα Ρεξ Χάρισον και τη δυναμικά ανερχόμενη Τζούλι Άντριους, σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η παράσταση μεταφέρθηκε σε δύο ακόμα σκηνές του Μπρόντγουεϊ και κατέβηκε οριστικά έξι χρόνια μετά, στις 29 Σεπτεμβρίου 1962. Μέχρι τότε βέβαια είχαν δοθεί 2.717 παραστάσεις, αριθμός ρεκόρ για την εποχή, ενώ, στα ταμεία είχαν μπει περί τα 10 εκατομμύρια δολάρια.
Ο συνθέτης του έργου Φρέντερικ Λόου είχε γεννηθεί το 1901 στο Βερολίνο από Αυστριακούς γονείς κι όταν στα 54 του χρόνια συνέθεσε την «Ωραία μου κυρία» «επιστράτευσε» όλες τους τις αναφορές: έτσι στο έργο είναι ξεκάθαρη η αυστρογερμανική μουσική παράδοση, η νοσταλγική μελωδία που άκουγε καθημερινά στο πατρικό και φυσικά οι μετέπειτα σημαντικές σπουδές που ακολούθησε στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα είναι ένα μιούζικαλ που βρίθει μελωδιών, βαλς και άλλων χορών.
Η παγκόσμια επιτυχία για την «Ωραία μου κυρία» –κατά τα ψέματα– ήρθε χάρη στην κινηματογραφική εκδοχή του Τζορτζ Κιούκορ. Η παραγωγή δίστασε να δώσει το ρόλο, φοβούμενη πιθανή εμπορική αποτυχία, στην ακόμα άγουρη τότε Τζούλι Άντριους, προτιμώντας να την αντικαταστήσει η Όντρεϊ Χέπμπορν. Βεβαίως, η εμβληματική Βρετανή ηθοποιός δεν είχε τις φωνητικές ικανότητες της Άντριους κι έτσι η φωνή που ακούγαμε στα τραγούδια ήταν δανεική από την υψίφωνο Μάρνι Νίξον. Τίποτα, παρά ταύτα, δεν εμπόδισε την ταινία να τιμηθεί με οκτώ Όσκαρ (1964), ανάμεσα στα οποία και αυτό της Καλύτερης Ταινίας.
Προφανώς το «σουξέ» του μιούζικαλ είναι το τραγούδι «Ι could have danced all night», που παραμένει έως σήμερα από τα δημοφιλέστερα του είδους. Έχουν, όμως, σημασία και τα υπόλοιπα τραγούδια που φανερώνουν τις πολλαπλές συναισθηματικές αποχρώσεις και τη διαφορετική ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Για παράδειγμα το τραγούδι «Why can't the English teach their children how to speak» εκφράζει την απογοήτευση αλλά και την οργή του Χίγκινς όταν διαπιστώνει την αδυναμία εκμάθησης αυτής που ο ίδιος θεωρεί πρέπουσα αγγλική προφορά. Στο «Wouldn't it be lovely» αποτυπώνεται η ελπίδα της Ελάιζα για μια καλύτερη ζωή. Από το «With a little bit of luck» μαθαίνουμε την άποψη του Άλφρεντ Ντούλιτλ για τη ζωή κι από το «I'm an ordinary man» την προκατάληψη του Χίγκινς απέναντι στις γυναίκες. Στο «Just you wait» η Ελάιζα εξοργίζεται με τη σκληρότητα του Χίγκινς, ενώ στο «I could have danced all night» είναι πανευτυχής που κατόρθωσε επιτέλους να μιλήσει «σωστά».
Η συνεργασία του Φρέντερικ Λόου με τον στιχουργό και λιμπρετίστα Άλαν Τζέι Λέρνερ έμεινε στην ιστορία ως Λέρνερ και Λόου. Σε διάστημα τριών δεκαετιών από το 1942 έως το 1960 και ξανά τη διετία 1970-1972, το δίδυμο δημιούργησε κάποιες από τις διαχρονικότερες επιτυχίες του μουσικού θεάτρου και κινηματογράφου. Μεταξύ αυτών τα Μπριγκαντούν (1947), Βάψε το βαγόνι σου (1951), Ωραία μου κυρία (1956), Κάμελοτ (1960), καθώς και το κινηματογραφικό μιούζικαλ Ζιζί (1958). Το φινάλε στην ιστορική συνεργασία γράφτηκε το 1974 με ένα ακόμα κινηματογραφικό μιούζικαλ, τον «Μικρό πρίγκιπα».
Ταυτισμένη με τον ρόλο –όπως και με πολλά ακόμα κορίτσια των μιούζικαλ– η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ήταν μια λαμπερή, κούκλα και τσαχπίνα Ελάιζα. Ο ρόλος καθόρισε την πορεία της (ήταν αυτός με τον οποίο εμφανίστηκε το 1958 για πρώτη φορά στο θέατρο ως πρωταγωνίστρια, στο πλάι του Κώστα Μουσούρη) γι' αυτό και επανήλθε σε αυτόν σε διάφορες στιγμές της καριέρας της. «Πρέπει να χαιρετίσουμε το γεγονός του εμπλουτισμού του θεατρικού μας κόσμου μ' ένα στέλεχος που, από το πρώτο του κιόλας βήμα, απέδειξε πως διαθέτει τάλαντο πολύ αξιόλογο και πολύ εξελίξιμο» ανέφερε η κριτική της «Βραδυνής» λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα (Μ. Καραγάτσης, 20 Οκτωβρίου 1958) της πρώτης εκείνης αναμέτρησης της Αλίκης με το ρόλο, που πέρα από τις θερμές κριτικές υπήρξε και μια από τις μεγάλες της εμπορικές επιτυχίες.
Ο Γιάννος Περλέγκας έχει ένα πιο γήινο, βασανισμένο και πληγωμένο πλάσμα για πρότυπο αφού όπως παραδέχεται η Σωτηρία Μπέλλου, η Μπίλι Χόλιντεϊ αλλά και η Νίνα Σιμόν είναι εκείνες που με τις πολύπαθες ζωές τους, του κινητοποίησαν την έμπνευση. «Μέσα από το δράμα της πλανόδιας λουλουδούς του εδουαρδιανού Λονδίνου που χειραγωγείται από τον πόνο βλέπω την ιστορία μιας κοινωνικής ενσωμάτωσης που συντελείται με πολύ μεγάλο κόστος. Για μένα αυτό το έργο παραμένει ένα κείμενο ενοχλητικό για την ηθική της μεσαίας τάξης, παρόλο που από τη στιγμή που παρουσιάστηκε το μιούζικαλ όλοι στεκόμαστε στο ανώδυνο love story. Από τη στιγμή που στο έργο υπάρχουν τα λόγια του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο με ξενίζει ότι έχουν λειανθεί τα σκληρά και πολιτικά στοιχεία του έργου. Κακά τα ψέματα, την Ωραία μου κυρία μας αγγίζει το στερεότυπο. Γι' αυτό κι εμείς παλεύουμε να δείξουμε στον θεατή τον τρόπο να ξεφύγει από την εύκολη συγκίνηση του στερεότυπου και να σταθούμε στο δράμα αυτής της κοπέλας, να νιώσουμε την ανάγκη της να αλλάξει κοινωνική τάξη».
Και το καμπαρέ; Τι σηματοδοτεί για το έργο αυτή η ατμόσφαιρα που επέλεξε ο Γιάννος Περλέγκας; «Ο κόσμος του βαριετέ, του μιούζικ χολ, των μεικτών λαϊκών θεαμάτων στα οποία συνυπάρχουν αρμονικά το τραγούδι, η πρόζα και ο χορός, μας φάνηκε ο καταλληλότερος κόσμος για να αναπαραστήσουμε εκ νέου αυτήν τη σκληρή ταξική και ερωτική ιστορία. Εδώ μέσα είναι το θέατρο της ψευδαίσθησης του καθηγητή. Ήθελα, λοιπόν, να βλέπω μια γυναίκα να αποκτά τη φωνή της και να χειραφετείται εδώ» λέει ο σκηνοθέτης. «Άλλωστε, το μιούζικαλ, πριν το παραλάβει, προσθέτοντάς του το γλάσο της γκλαμουριάς το Χόλιγουντ, είναι είδος που ευδοκίμησε στα "χαμερπή" λαϊκά μουσικά καταγώγια, όπου φτωχοί και φτωχές καμπαρετζήδες και καμπαρετζούδες κοιτούσαν να βγάλουν τα προς το ζην».
Το trailer του μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία»
Info:
Ωραία μου κυρία, Λέρνερ & Λόου
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Μουσική διεύθυνση: Στάθης Σούλης
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Μετάφραση στίχων: Δημήτρης Δημόπουλος
Μετάφραση πρόζας: Μαρία Κυριαζή, Γιάννος Περλέγκας
Σκηνικά, κουστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Συνεργάτιδα στη σκηνοθεσία, χορογραφία: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική προετιοιμασία μονωδών: Ειρήνη Αντωνιάδου
Παίζουν: Βάσια Ζαχαροπούλου, Χριστίνα Ασημακοπούλου, Γιάννος Περλέγκας, Βασίλης Δημακόπουλος, Ιωάννα Φόρτη, Έλλη Δαδήρα, Μαρία Γράμψα, Νικόλας Μαραζιώτης, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Μαρία Αλεξάνδρου, Γιάννης Μανιατόπουλος, Χρήστος Ραμμόπουλος, Νικόλας Ντούρος, Αντώνης Αντωνιάδης, Βάσια Ζαχαροπούλου, Χριστίνα Ασημακοπούλου, Μάγδα Καυκούλα, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη.
Πρώτο πιάνο: Στάθης Σούλης
Δεύτερο πιάνο: Βικτωρία-Φιοράλμπα Κιαζίμη
Παραστάσεις: 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30 Νοεμβρίου 2019
1, 5, 6, 7, 8, 12, 13, 14, 15, 19, 20, 21, 22, 24, 26, 27, 28, 29, 31 Δεκεμβρίου 2019
Ώρα έναρξης: 20.00 (Κυριακές & 24, 26, 27/12 στις 19.00, 31/12 στις 18.30)
Τιμές εισιτηρίων: €18, €25
Φοιτητικό, παιδικό: €15
* Ευχαριστούμε τον Νίκο Α. Δοντά, Διδάκτορα Μουσικολογίας και υπεύθυνο του Τομέα Δραματολογίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τις πληροφορίες.